«Οταν άνθη εδένατε στα τεφρά μαλλιά σας, / και μες στην καρδιά σας / αντηχούσαν σάλπιγγες, κι ήρθατε σε χώρα / πιο μεγάλη τώρα…». Το υπαινικτικό ποίημα με το οποίο ο Κώστας Καρυωτάκης θρηνεί τον αγώνα των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και την προσφυγιά θα ακουστεί στα τουρκικά, στην παγκόσμια πρεμιέρα του έργου «The Last Anthem» του Δημήτρη Σκύλλα στο Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Κωνσταντινούπολης. Η συναυλία θα δοθεί στο Ναυτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης στις 11 Ιουνίου, με αφορμή τα εκατό χρόνια της Συνθήκης της Λωζάννης. Ακολούθως το έργο θα παρουσιαστεί στις ΗΠΑ και το φθινόπωρο στην Ελλάδα.
Τι είναι όμως το «The Last Anthem»; «Μια συμβολική νεκρώσιμη ακολουθία» μας εξηγεί ο συνθέτης του έργου: «Μια ακολουθία τραγουδισμένη σε τρεις γλώσσες, στα ελληνικά, τα τουρκικά και τα αγγλικά, καθώς εκτός από το ποίημα του Καρυωτάκη ακούγονται και βυζαντινοί ψαλμοί και τουρκικοί στίχοι. H ανάθεση έγινε από το Istanbul Foundation for Culture and Arts με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων της Συνθήκης της Λωζάννης για την ενίσχυση των ελληνοτουρκικών πολιτιστικών σχέσεων».
Ενα έργο για την προσφυγιά που απευθύνεται σε Τούρκους και Ελληνες; Ακανθώδες θέμα, όχι;
«Την ίδια στιγμή είναι τιμητική η επιλογή από τους Τούρκους ενός έλληνα καλλιτέχνη. Με όσα συμβαίνουν ανάμεσα στις δύο χώρες εμείς κάνουμε τέχνη. Δεν κρύβω πως είχα αμφιβολίες για το αν έπρεπε να αποδεχτώ την πρόταση, είπα όμως ναι ακριβώς για αυτό τον λόγο: Γιατί εμείς κάνουμε μουσική. Και η μουσική δεν μπορεί παρά να φέρει μηνύματα θετικά, δεν μπορεί παρά να φέρει την ελπίδα».
Πήγατε στην Τουρκία όσο γράφατε το έργο;
«Είχα επισκεφθεί παλαιότερα την Κωνσταντινούπολη ως τουρίστας, επέστρεψα τώρα καλεσμένος των Τούρκων για να γνωρίσω καλύτερα την κουλτούρα τους. Είδα μια άλλη πόλη, σε βαθμό που άρχισα να νιώθω σαν στο σπίτι μου. Η Κωνσταντινούπολη λειτουργεί έντονα συναισθηματικά για εμάς τους Ελληνες, τόσο έντονα που σε αιφνιδιάζει. Δεν περίμενα πως θα μου προκαλούσε τέτοια συγκίνηση».
Η συνεργασία με τους Τούρκους;
«Από τις καλύτερες που έχω κάνει στη μέχρι σήμερα καριέρα μου, και έχω δουλέψει πολύ όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Απόλυτα επαγγελματίες!».
Πώς λοιπόν η Ελλάδα και η Τουρκία «συνδιαλέγονται» στη μουσική σας;
«Πάντα άκουγα πολλή μουσική, μέσα σε όλα και οθωμανική μουσική. Την πληροφορία την είχα. Εκείνο που χρειαζόμουν ήταν να μεταβώ στο συναίσθημα. Κι αυτή η μετάβαση έγινε με πολύ ομαλό τρόπο παρατηρώντας γύρω μου την Πόλη και διαβάζοντας ιστορία, για τους ανθρώπους και για το δράμα τους. Στο έργο μιλάω για τους πρόσφυγες, για τον ξεριζωμό, για την απώλεια της πατρίδας. Μιλάω για θέματα που αφορούν και τις δύο πλευρές και που είναι αγκάθια στις σχέσεις μας. Μην ξεχνάμε και πως η σημερινή Τουρκία είναι μια χώρα με αρκετά ταμπού. Ημουν λοιπόν προσεκτικός όχι ως προς αυτό που ήθελα να πω – γιατί ήξερα πολύ καλά τι ήθελα να πω – αλλά στον τρόπο με τον οποίο θα το έλεγα».
Και αυτός ο τρόπος ήταν;
«Η χρήση παραδοσιακών στοιχείων της κάθε χώρας. Ωστε να είναι προφανής ο σεβασμός και προς τις δύο κουλτούρες. Δεν ήθελα να προκαλέσω, ήθελα να συγκινήσω και πιθανώς να προβληματίσω. Γνωρίζοντας πως υπάρχει πάντα ο κίνδυνος παρερμηνειών. Πήρα το ρίσκο».
«Χρησιμοποιήσα μοιρολόι, εκκλησιαστικούς ψαλμούς αλλά και την οθωμανική μουσική παντρεμένη με την ποίηση των μεγάλων Σούφι ποιητών. Εψαξα τις κοινές μας ρίζες, τις διαφορές και τις ομοιότητες»
Ποιοι είναι οι παραδοσιακοί δρόμοι που χρησιμοποιήσατε;
«Το μοιρολόι, οι εκκλησιαστικοί ψαλμοί αλλά και η οθωμανική μουσική παντρεμένη με την ποίηση των μεγάλων Σούφι ποιητών. Εψαξα τις κοινές μας ρίζες, τις διαφορές και τις ομοιότητες, έβαλα τα στοιχεία που συγκέντρωσα να συνομιλούν και με έναν τρόπο να αλληλοσυμπληρώνονται. Σε ένα έργο για την ανταλλαγή των πληθυσμών, εμείς κάνουμε μια νέα ανταλλαγή, αυτή τη φορά ειρηνική και δημιουργική, μια ανταλλαγή πολιτισμών μέσω της μουσικής».
Πώς χρησιμοποιούνται οι χριστιανικοί ψαλμοί σε ένα έργο που απευθύνεται και στα τουρκικά κοινά;
«Το θέμα του Θεού με απασχολεί πολύ στη δουλειά μου. Οχι της θρησκείας, της σχέσης κάθε ανθρώπου με τον Θεό συμβολικά. Στο «The Last Anthem» χρησιμοποιώ και ένα ποίημα του μεγάλου ποιητή και Σούφι μυστικιστή Γιουνούς Εμρέ που αφορά την ένωση του ανθρώπου με το θείο. Προσεγγίζω αυτή την παράμετρο, την ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει σε κάτι ανώτερο, πάνω από θρησκείες και δόγματα, με όλη τη δύναμη των συμβολισμών και των μακραίωνων παραδόσεων. Αλλά και προσπαθώντας να κοιτάξω βαθιά μέσα στις ψυχές των ανθρώπων».
Εχετε αγωνία τώρα που πλησιάζει η πρεμιέρα σας;
«Εύχομαι το έργο να λειτουργήσει όπως του αξίζει. Οπως αξίζει στην πρόθεση που είχα όταν το έγραφα. Αρκετά προβλήματα έχουμε, ας τα βρούμε τουλάχιστον στην τέχνη. Αγκάθια πάντα θα υπάρχουν. Αλλά υπάρχουν και κοινές ρίζες, αυτό νομίζω θα γίνει εύκολα κατανοητό από τον ακροατή».
Αμέσως μετά έρχεται μια άλλη πρεμιέρα, στην Επίδαυρο, όπου κάνετε τη μουσική για τις «Βάκχες» του Ευριπίδη στη σκηνοθεσία του Θάνου Παπακωνσταντίνου…
«Δούλευα τα δύο έργα ταυτόχρονα και αυτό έμοιαζε με σκωτσέζικο ντους. Το μυαλό μου ήταν έτοιμο να εκραγεί. Από τη μια η ενδοσκοπική νεκρώσιμη ακολουθία από την άλλη η εξωστρέφεια της θεατρικής παράστασης. Ομως βρήκα τελικά κοινά πατήματα. Χρησιμοποίησα και στη μουσική των «Βάκχων» ανατολικά στοιχεία – μην ξεχνάμε πως ο Διόνυσος έρχεται από την Ασία. Εξάλλου και τα δύο έργα αναφέρονται στην απόγνωση των ανθρώπων. Και στις σχέσεις τους με το θείο. Αυτό με βοήθησε να τα διαχειριστώ παράλληλα χωρίς να τρελαθώ».
Τελικά τι θέλετε να πείτε με τη μουσική σας;
«Παρατηρώ πόσο γρήγορα γίνονται πλέον όλα γύρω μας. Ποιος ο ρόλος ενός καλλιτέχνη μέσα σε αυτό το ταχύτατα μεταλλασσόμενο περιβάλλον; Δεν πιστεύω πως κάποιος μπορεί να «είναι μπροστά από την εποχή του». Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί είναι να συμβαδίζεις με την εποχή σου, γιατί ενίοτε μπορεί να σε αφήνει και πίσω. Ως καλλιτέχνης πρέπει να πάρεις μια απόφαση. Να συντονιστείς με τον κόσμο που καλπάζει; Να είσαι γρήγορος και εσύ; Ή να προσπαθήσεις να διδάξεις στο κοινό αυτό το πιο αργό που όλοι το έχουμε ανάγκη; Νομίζω ότι πρέπει να ακολουθείς εκείνο που θέλει η ψυχή σου. Εκεί βρίσκεται ο δρόμος. Οπου σε πηγαίνουν η καρδιά και η ηθική σου. Θέλω να είμαι παρών στις εκρήξεις του παρόντος. Αλλά οι μόδες είναι αναλώσιμες. Επιθυμώ λοιπόν η μουσική μου να μπορεί να μιλάει και σε εκείνους που θα έρθουν εκατό χρόνια από τώρα. Εγώ κάνω το καλύτερο που μπορώ. Ο χρόνος θα δείξει».