«Ο θεός της σφαγής», αυτή η πολυβραβευμένη σάτιρα δωματίου της Γιασμίνα Ρεζά, μιας από τις πιο φωτεινές φωνές της σύγχρονης γαλλικής κουλτούρας. Το έργο αυτό, που βγάζει τη γλώσσα στον επίπλαστο πολιτισμό του σύγχρονου ανθρώπου, όταν δύο ζευγάρια γονιών συναντώνται για να συζητήσουν τον καβγά των παιδιών τους, σκηνοθετεί για το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης ο ταλαντούχος Μάνος Βαβαδάκης με πρωταγωνιστές τους Ιώ Ασηθιανάκη, Φανή Γεωργακάκη, Γιώργο Κριθάρα και Φοίβο Παπακώστα.

Και μετά την πετυχημένη περιοδεία στην Κρήτη, η παράσταση του Μάνου Βαβαδάκη έρχεται να συναντήσει και το αθηναϊκό κοινό, για πέντε μόνο βραδιές, από τις 23 έως τις 27 Οκτωβρίου, στο φιλόξενο πάντα θέατρο Πορεία. Τι θα συμβεί λοιπόν όταν κάθε ενήλικη, πολιτισμένη συμπεριφορά δίνει τη θέση της στον ανήλικο εαυτό των ηρώων;

Κύριε Βαβαδάκη, γιατί διαλέξατε να σκηνοθετήσετε τον «Θεό της σφαγής»;

«Το έργο ήταν μια ευτυχής πρόταση της Εφης Θεοδώρου, καλλιτεχνικής διευθύντριας του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης. Η αλήθεια είναι πως συνήθως δεν επιλέγω τέτοιου είδους έργα. Η Ιστορία και η πολιτική είναι περισσότερο οι δεξαμενές που μου αρέσει να βουτάω. Παρ’ όλα αυτά, στη γραφή του ανακάλυψα μια από τις αιτίες της κρίσης που περνά η σύγχρονη κοινωνία: αυτή την αντίστασή μας στην κριτική. Η ρηχότητα και η απουσία διαλόγου είναι οι αιτίες κάθε κακοδαιμονίας».

Ουσιαστικά το σημαντικό αυτό έργο της Γιασμίνα Ρεζά μιλάει για την προσπάθεια που κάνουμε ως ενήλικοι να αρθούμε πάνω από τον πρωτόγονο εαυτό μας και τα πρωταρχικά μας ένστικτα, χωρίς μάλλον να επιτυγχάνουμε. Είμαστε τελικά καταδικασμένοι στην αποτυχία;

«Η βία είναι βασική συνιστώσα της εξέλιξης τόσο στον φυσικό κόσμο όσο και στην ανθρώπινη κοινωνία. Είναι χρήσιμη και απαραίτητη. Καμία αλλαγή δεν επέρχεται αν δεν βαδίσουμε στο μονοπάτι της σύγκρουσης. Οπότε δεν θα συνέδεα το ένστικτο με τον όρο αποτυχία. Περισσότερο πρέπει να στρέψουμε αυτή τη δύναμη στη δημιουργικότητα και να τη χρωματίσουμε με αξίες».

«Ο θεός της σφαγής» αποτελεί ένα αγαπημένο έργο για το ελληνικό κοινό, έχοντας ανέβει στη σκηνή αρκετές φορές. Ποια θέματα επιθυμεί να φωτίσει η δική σας σκηνοθεσία;

«Καταρχήν είναι ένα έργο σχέσεων. Από αυτό δεν γίνεται να ξεφύγεις. Η δική μου φροντίδα εξαρχής, και σε αυτό συνέβαλε η αγάπη μου προς την ψυχανάλυση, ήταν να ωθήσω τις αντιδράσεις των χαρακτήρων προς μια «παιδόμορφη» συμπεριφορά, ώστε να αναδειχθούν καλύτερα τα ζητήματα της ενηλικίωσης και της ανατροφής των παιδιών. Να γίνει φανερό πως η μίμηση συμπεριφορών είναι ο λόγος που τα φαινόμενα παιδικής και εφηβικής παραβατικότητας αυξάνουν».

Πρόκειται για ένα έργο που έχει γραφτεί σχεδόν μία εικοσαετία πριν. Μέσα στο διάστημα που μεσολάβησε, ο κόσμος έχει αλλάξει ραγδαία, κυρίως μέσα από την επανάσταση του Διαδικτύου. Ενσωματώνετε, με κάποιον τρόπο, αυτή τη νέα πραγματικότητα στην παράστασή σας;

«Εχετε απόλυτο δίκιο. Δυστυχώς, η παρουσία του κόσμου του Διαδικτύου στο έργο θα απαιτούσε μια καινούργια γραφή, το οποίο δεν είχα ηθικά το δικαίωμα να πράξω. Το μόνο που άλλαξα ήταν να κάνω τη χρήση του κινητού πιο γενικευμένη: οι γονείς παρακολουθούν όλοι μαζί το βίντεο του συμβάντος, κατήργησα το σταθερό τηλέφωνο, και το άρθρο της εφημερίδας που διαβάζεται στο έργο γίνεται μέσω κινητού».

Θα χαρακτηρίζατε το έργο ως κωμωδία;

«Το έργο έχει από γραφής ένα πικρό χιούμορ. Στην παράσταση αυτό που κάναμε είναι να το εντάξουμε σε ένα σφιχτό πλαίσιο ρυθμού, αναδεικνύοντας την κωμική πλευρά των ανθρώπων όταν παλεύουν να επιβληθούν στο θυμικό τους».

Προσωπικά, τους συμπαθείτε αυτούς τους τέσσερις ήρωες;

«Αισθάνομαι πιο κοντά στη Βερονίκ, τη μητέρα του θύματος, που παλεύει διαρκώς να υπερασπιστεί τις αξίες του ευρωπαϊκού πνεύματος. Είναι μια μάχη που δίνω και εγώ απέναντι στην αγένεια της καθημερινότητας. Φυσικά, κι αυτός ο ρόλος εξουσιάζεται κάποια στιγμή από τον «θεό της σφαγής»».

Τα φαινόμενα της βίας ανηλίκων, τα οποία το τελευταίο διάστημα βρίσκονται στην αιχμή της επικαιρότητας, έχουν επηρεάσει τη ματιά σας επάνω στο έργο;

«Οταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε, δεν φανταζόμασταν αυτή την έκρηξη εφηβικής παραβατικότητας των τελευταίων εβδομάδων. Η επικαιρότητα βοήθησε να βαθύνουν τα ζητήματα του έργου χωρίς εμείς να αλλάξουμε ή να προσαρμόσουμε κάτι. Αφού ζούμε κι εμείς ενεργά μέσα στην κοινωνία, η σκέψη βαραίνει κι αυτό επηρεάζει και την υποκριτική. Οπως συμβαίνει και με την σκέψη των θεατών μας θεωρώ».

Ο σχολικός εκφοβισμός υπήρχε πάντα εκεί έξω ή είναι σημείο των καιρών;

«Υπήρχε πάντα θεωρώ. Ολοι, μαζί κι εγώ, έχουμε γίνει θύματα ή έχουμε υπάρξει θύτες τέτοιων συμβάντων στα σχολικά μας χρόνια. Νομίζω αυτό που συνταράσσει σήμερα την κοινωνική μας ευαισθησία είναι το φαινόμενο της καταγραφής των στιγμών αυτών. Και καταγραφή σημαίνει πως ανά πάσα στιγμή στο μέλλον, οποιοσδήποτε μπορεί να ανατρέξει σε αυτό το υλικό και να επαναφέρει στο προσκήνιο μια τραυματική εμπειρία».

Είναι η δεύτερη φορά που σκηνοθετείτε για το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης. Ποια είναι η άποψή σας εν γένει για αυτόν τον θεσμό;

«Τα ΔΗΠΕΘΕ πάσχουν. Χαμηλή χρηματοδότηση, ακατάλληλες εγκαταστάσεις, αδιαφανείς διαδικασίες επιλογής καλλιτεχνικών διευθυντών, κάθε είδους εξυπηρετήσεις τοπικών συμφερόντων είναι ορισμένα μόνο από τα προβλήματα. Χρειάζεται μια πλήρης αναδιοργάνωση του θεσμού. Ευτυχώς, το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης, λόγω του τρόπου λειτουργίας του και των ανθρώπων που το στελεχώνουν, αποτελεί εξαίρεση. Ειδικά τα τελευταία χρόνια παράγει καλλιτεχνικό έργο υψηλού επιπέδου».

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στο Ηράκλειο. Βλέποντας την πορεία σας μοιάζει να αναζητείτε πάντα μία αφορμή να επιστρέψετε στην ιδιαίτερη πατρίδα σας…

«Η Κρήτη είναι κομμάτι του εαυτού μου. Μου έχει χαρίσει μια αυστηρότητα, έναν ασκητισμό. Οπότε το να προσφέρω στον τόπο μου είναι ευτύχημα. Αν οι συνθήκες εργασίας το επέτρεπαν, θα επέστρεφα με μεγάλη χαρά».

Το καλοκαίρι πήρατε μέρος σε ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα. Σκηνοθετήσατε τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη στο πλαίσιο του προγράμματος «Γνωριμία με Αρχαία Θέατρα της Ελλάδας», μία συνεργασία του Εθνικού Θεάτρου με το Σωματείο ΔΙΑΖΩΜΑ, αναδεικνύοντας σωζόμενα αρχαία θέατρα. Πώς αισθανθήκατε να βλέπετε παράστασή σας να παίζεται σε κάποια θέατρα που είχε να αντηχήσει ο θεατρικός λόγος εδώ και αιώνες;

«Το ωραιότερο κομμάτι αυτής της περιοδείας ήταν να βλέπεις τη λαχτάρα και την αγάπη του κόσμου. Η παράσταση έπαιρνε διαστάσεις πανηγυριού ορισμένες φορές. Δώσαμε αφορμές να συγκεντρωθούν οι τοπικές κοινωνίες και να «γιορτάσουν» πλάι-πλάι. Αυτός είναι για μένα και ο πρωταρχικός σκοπός του θεάτρου, βαθιά πολιτικός, η συνύπαρξη».

Πέρα από σκηνοθέτης είστε και ηθοποιός. Τελικά ποια ιδιότητα βρίσκεται πιο κοντά σας;

«Καθεμία προσφέρει άλλη ευχαρίστηση. Ως σκηνοθέτης αγαπώ να δημιουργώ κόσμους. Σαν ηθοποιός απολαμβάνω αυτό το παιχνίδι των ψυχικών μετατοπίσεων».

Είστε ένας νέος καλλιτέχνης. Για εσάς, ποια είναι η μεγαλύτερη κακοδαιμονία του ελληνικού θεάτρου;

«Παρατηρώ μια στροφή προς τον αισθητισμό και την απουσία ιδεολογίας. Με φωτεινές εξαιρέσεις φυσικά. Πίστευα πως μετά τα γεγονότα των τελευταίων ετών θα υπήρχε μια βαθιά συνειδητότητα για τον ανατρεπτικό ρόλο που μπορεί να έχει πλέον το θέατρο στην κοινωνία».

INFO «Ο θεός της σφαγής». Από τις 23 έως τις 27 Οκτωβρίου στο θέατρο Πορεία (Τρικόρφων 3-5, Πλατεία Βικτωρίας).