Ο Χρήστος Λούλης ηρέμησε, ωρίμασε, απέβαλε, όπως λέει, την επαγγελματική του απληστία και προχωράει. Επειτα από 25 χρόνια μιας πορείας γεμάτης ρόλους, ερμηνείες που τον ανέδειξαν, αποτελεί έναν από τους ισχυρούς πόλους στον χώρο της τέχνης.
Από τον Ιανουάριο θα είναι ο δικαστής Μπρακ στην «Εντα Γκάμπλερ» του Ερρίκου Ιψεν, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά και μετάφραση Γιώργου Δεπάστα.
Τι είναι η «Εντα Γκάμπλερ»;
«Το έργο παίζει πολύ με το θέμα της αποστολής και του καθήκοντος που καμιά φορά μπορεί να σε πνίξει. Οπως και η έλλειψη αποστολής, κι αυτό συμβαίνει στην Εντα Γκάμπλερ, μια γυναίκα που, όπως λέει, «ο κόσμος των ανδρών ήταν ένας κόσμος απαγορευμένος για μένα». Βαριέται, πλήττει επειδή δεν έχει αποστολή. Η ζωή για εκείνη είναι μια φούσκα ρομαντική σε ένα ονειρικό επίπεδο, φαντασιακό. Οπου τίποτα δεν πραγματώνεται γιατί όλα είναι ιδανικά και η πιθανότητα να γίνει κάτι αλήθεια την ανατριχιάζει και αντιδρά.
Κόρη στρατηγού, ο οποίος έχει πεθάνει – μια αριστοκρατία ξεπεσμένη, χωρίς λεφτά, η Εντα Γκάμπλερ έχει την πολυτέλεια να σκέφτεται. Ναι μεν υπάρχει η αποστολή, το καθήκον που σε πνίγει, αλλά υπάρχει και η έλλειψη καθήκοντος που μπορεί να σε κάνει τέρας. Και αναγκάζεσαι να ασχολείσαι με διάφορα πάρεργα, όπως να ελέγχεις τις ζωές των άλλων».
Αναφέρεστε στον δικαστή Μπρακ, που ερμηνεύετε;
«Είναι ένας άνθρωπος που δεν είναι παντρεμένος κι ούτε θέλει. Μάλιστα λέει ότι «για μένα ο γάμος είναι οι παντρεμένες, μ’ αρέσουν οι παντρεμένες». Και μπορεί, επειδή είναι άντρας, δικαστικός, μεγαλοπαράγοντας στην πόλη, να κάνει ό,τι γουστάρει, να ελέγχει τις ζωές όλων και να μη δεσμεύεται. Κι αυτό είναι μια κατάρα την οποία θα πληρώσει, φαντάζομαι, ο Μπρακ στα στερνά του. Η Εντα το πληρώνει τώρα, γιατί δεν είναι άντρας και δεν κινείται έξω, στη ζωή. Είναι πολύ γοητευτικός χαρακτήρας ο Μπρακ».
Εχετε να κάνετε θέατρο από πέρυσι τον χειμώνα…
«Πράγματι. Τα τελευταία χρόνια έχω αποφασίσει να κάνω μία παράσταση κάθε σεζόν. Tο καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν το δεύτερο συνεχόμενο που δεν δούλεψα. Γιατί και οικονομικά το αντέχω πια αλλά και γιατί μ’ αρέσει. Δεν ήμουν ποτέ από αυτούς που έκαναν παραστάσεις για έξι-οκτώ μήνες ή δύο-τρία χρόνια. Μία φορά στη ζωή μου το έκανα, με τον Λαζάνη, «Βασιλιά Λιρ», όταν πρωτοβγήκα στο Θέατρο Τέχνης, κι ακόμα το θυμάμαι.
Μετά με τον Λευτέρη (σ.σ.: Βογιατζή) στο «Καθαροί πια» κάναμε πρόβες οκτώ μήνες, παίξαμε για έναν μήνα και μετά παίξαμε μία ολόκληρη σεζόν – πήγα να πεθάνω. Ηταν βέβαια και η συνθήκη του έργου. Πάντα μου άρεσε να κάνω παραστάσεις σε συγκεκριμένες συνθήκες, για δυο-τρεις μήνες το πολύ, όπως στο Αμόρε. Παραστάσεις που ήταν και λίγο δύσκολες, και λίγο δύσκολα έργα, περίεργες, απαιτητικές. Με σκηνοθέτες που μου ζητούσαν πάντα υψηλό βαθμό προσωπικής εμπλοκής, που δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί μετά από μήνες. Δεν είναι δυνατόν να το κάνεις αυτό για 150 παραστάσεις. Κάπου θα πέσεις πιο κάτω, θα το κάνεις τεχνικά. Η επανάληψη είναι ο θάνατος. Πρόσφατα έβλεπα μια συνέντευξη του Χορν που έλεγε το ίδιο».
Το κάνατε όμως;
«Φυσικά. Για να ζήσω. Θυμάμαι, ανέβαινε μια παράσταση και την επομένη ξεκινούσα πρόβες για την επόμενη παράσταση. Υπολόγισα ότι στα 25 χρόνια που είμαι στο θέατρο έχω κάνει πάνω από 70 διαφορετικές παραστάσεις. Υπήρχαν χρονιές που έκανα τέσσερις διαφορετικές πρεμιέρες. Κάπου κουράστηκα. Κι αποφάσισα, επειδή έχω και παιδιά που μεγαλώνουν, ότι θα ‘θελα να τα ζήσω, οπότε, όσο μπορώ, θα κάνω μία παράσταση κάθε σεζόν».
Το κερδίσατε όμως…
«Ναι. Είναι μια πολυτέλεια που κερδίζεται, που κατακτιέται. Δεν μου τη χάρισε κανένας. Μετά την «Εντα Γκάμπλερ» δεν θα δουλέψω ούτε το καλοκαίρι. Εκτός αν μου συμβεί καμιά ταινία. Γιατί είναι κάτι άλλο. Οι ταινίες μού αρέσουν πολύ γιατί δεν υπάρχει επανάληψη. Υπάρχει απεναντίας η τεράστια αδρεναλίνη του να έχεις μια σκηνή που ξέρεις ότι δεν θα την ξανακάνεις ποτέ. Οπότε σε πιάνει μια φοβερή ορμή – αν και πάντα λες ότι «θα μπορούσα καλύτερα».
Αλλά δεν υπάρχει αυτός ο θάνατος της επανάληψης. Τώρα είμαι σε μια κατάσταση που μου έχει ξυπνήσει πάλι κάτι για το θέατρο. Προσπαθώ να βρω κάτι που να μου κεντρίζει το ενδιαφέρον κι εύχομαι να μη μου τελειώσει. Ταυτόχρονα βλέπω τον εαυτό μου να βαριέται ή να κουράζεται – δεν τον πιέζω. Το βάζω κι αυτό μέσα, γιατί θέλω από περιέργεια να δω αν είναι υλικό για να το χρησιμοποιήσω. Θέλω να καταλάβω με ποιους όρους μπορεί το θέατρο να γίνει γεγονός, όχι μια απλή δουλειά…».
Συμπέρασμα;
«Το θέατρο έχει μεγάλη απογοήτευση εννέα στις δέκα φορές γιατί έχει μεγάλη προσδοκία. Κι έχει μεγάλη προσδοκία γιατί είναι ζωντανό, μοναδικό. Τη μία στις 100 φορές που θα συμβεί πραγματικά είναι συγκλονιστικό, πραγματικά συγκλονιστικό, και θες να το ξαναζήσεις».
Εχετε αγωνία μήπως και δεν είστε μέσα στα πράγματα;
«Το έχω ξεπεράσει, με την έννοια ότι εγώ θέλω να μην είμαι στα πράγματα. Θέλω, αλλά όχι και να βάλω τα πόδια και τα πλοκάμια μου παντού. Παλιότερα ήμουν αδηφάγο ζώο. Ηθελα να κάνω κι αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο… Υπήρχε αυτή η απληστία. Οχι πια. Τώρα θέλω να είμαι στα πράγματα κάνοντας μία παράσταση κάθε χρόνο – να μην κουράζω ούτε να κουράζομαι.
Νιώθω πιο ασφαλής με τον εαυτό μου. Ξέρω ότι δεν θα χαθώ. Είναι όπως στις ερωτικές σχέσεις. Δεν θες να γραπωθείς απ’ τον άλλο γιατί θέλεις να συνεχίσει να υπάρχει ερωτισμός, επιθυμία και από τους δύο. Και για να συμβεί αυτό πρέπει λίγο να κρατάς κι έναν χώρο δικό σου».
Είστε και λιγότερο «επιθετικός» πια…
«Αλίμονο… Πώς θα μπορούσα να είμαι το ίδιο. Βλέπεις γύρω σου διάφορα τέρατα, όλων των χρωμάτων και απ’ όλες τις πλευρές. Οι άνθρωποι είναι σε τερατώδη κατάσταση – όχι στην ουσία, αλλά πιο επιφανειακά, κυρίως στα social. Σ’ αυτόν τον κόσμο πρέπει να είσαι λίγο Γκάντι, να μην ασχολείσαι με τα χάρτινα τέρατα, γιατί υπάρχουν τ’ άλλα, τ’ αληθινά, που έρχονται από μέσα».
Η πατρότητα πώς επηρεάζει;
«Με την πατρότητα καταλαβαίνεις τις δικές σου ανεπάρκειες. Βλέπεις ένα παιδί που μεγαλώνει, που διαμορφώνεται, που δεν ξέρει να χειριστεί τα πράγματα. Οπότε προσπαθείς με ψυχραιμία να του εξηγήσεις, να του δώσεις χώρο, χρόνο να καταλάβει μόνο του, να το αφήσεις να νικήσει πού και πού. Οπότε αυτή η ψυχραιμία και η αντίσταση που κρατάς σαν γονιός σε φέρνει αντιμέτωπο με τα δικά σου δομικά θέματα – και μόνο που τα βλέπεις, αλλάζεις. Μεγαλώνεις κιόλας».
Θα ξαναδουλέψετε με την Εμιλυ Κολιανδρή, τη γυναίκα σας;
«Δεν το επιδιώκουμε, εκτός αν μας έρθει ένα έργο στα χέρια. Προσπαθούμε για μια ισορροπία, δεν γίνεται εύκολα. Τώρα που η Εμιλυ κάνει την «Ηλέκτρα» (ΕΡΤ) για δεύτερη χρονιά, εγώ κάθομαι στο σπίτι με τα παιδιά. Και με πιάνω να κάνω day-dream εκδρομές και όχι ρόλους ή συνεργασίες – ή μάλλον και τα δύο».
INFO «Εντα Γκάμπλερ» του Ερρίκου Ιψεν σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Θέατρο Προσκήνιο, από τις 30 Ιανουαρίου 2025.