Φυλακισμένη σε μια ζωή που δεν της αρέσει, η πλούσια Αλμα θα γνωριστεί με την πάμπτωχη, νεότερή της Μίνα και ανάμεσα στις δύο γυναίκες θα αναπτυχθεί μια παράξενη σχέση φιλίας. Αυτό είναι πάνω-κάτω το στόρι της ταινίας «Ασυνήθιστες φίλες» (La Prisonnière de Bordeaux) της Πατρισιά Μαζουί που θα παιχτεί στο πλαίσιο του 25ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου (26/3 -3/4) και αργότερα θα διανεμηθεί στις αίθουσες από την εταιρεία Weird Wave.
Στην ταινία, ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, η Ιζαμπέλ Ιπέρ, που μετρά περισσότερες από 150 εμφανίσεις σε ταινίες και σειρές, μία υποψηφιότητα για Οσκαρ και δεκάδες βραβεία, υποδύεται την Αλμα, δίπλα στην ανερχόμενη Χάφσια Χερζί που υποδύεται τη Μίνα. Για τον ρόλο της στην ταινία, αλλά και για τη γενικότερη φιλοσοφία της γύρω από πολλά ζητήματα, η Ιζαμπέλ Ιπέρ μίλησε στο «Βήμα» στο πλαίσιο του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, όπου οι «Ασυνήθιστες φίλες» προβλήθηκαν στο τμήμα του 15ημέρου Σκηνοθετών.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας απέναντι σε μια ηρωίδα που πρόκειται να υποδυθείτε;
«Ααα, είμαι πολύ εύκολος άνθρωπος στην προσέγγιση των ηρωίδων μου. Λίγες ερωτήσεις, μόνο απαντήσεις (γέλιο)».
Συνήθως μένετε ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα;
«Η τύχη είναι μέρος του παιχνιδιού αλλά συνήθως μένω, ναι. Παίζει ρόλο με ποιον συνεργάζεσαι και στη συγκεκριμένη ταινία είχα τρομερά καλή χημεία με τη Χάφσια Χερζί. Θέλω να πω, βλέποντας τις «Ασυνήθιστες φίλες» νιώθεις ότι η σχέση αυτών των δύο γυναικών, της Αλμα και της Μίνα, είναι πιστευτή, ειδικά με την εξέλιξη που υπάρχει στο σενάριο και το γεγονός ότι οι δύο γυναίκες προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Επίσης είναι μια ταινία που κατά κάποιον τρόπο έχει και μια κοινωνική α λα Κεν Λόουτς διάσταση. Νιώθεις μια μπρουταλιτέ στην όλη κατάσταση, αλλά όχι με μελοδραματικό τρόπο, δεν γίνεται ποτέ συναισθηματική. Είναι μια δραματική κομεντί, νομίζω».
Πώς ένας/μια σκηνοθέτης σκηνοθετεί την Ιζαμπέλ Ιπέρ;
«Δεν ξέρω καν αν αυτή η λέξη, «σκηνοθετεί», αρμόζει, πάντως η Πατρίσια Μαζουί έχει πολύ συγκεκριμένες ιδέες στο μυαλό της στο πώς «βλέπει» την ηρωίδα μου. Πολλά, όχι όλα, υπήρχαν ήδη στο χαρτί, όμως μεσολάβησαν αρκετές συζητήσεις μέσω των οποίων κατάλαβα ότι ήθελε την Αλμα πολύ ζωντανή, με πολύ χιούμορ, αρκετά ανάλαφρη, αλλά την ίδια στιγμή σταθερή. Ηθελε να υπάρχει μια αίσθηση ποίησης στην ηρωίδα και να μην είναι συμβατική. Θέλω να πω, η Αλμα δεν βγάζει ακριβώς την εικόνα της πλούσιας αστής που ζει σε ένα μεγάλο σπίτι. Η Πατρίσια ήθελε να αποφύγει αυτού του είδους την καρικατούρα. Και συμφωνώ, γιατί η ιστορία έτσι γίνεται πιο συγκινητική και πιστευτή».
Η Πατρίσια Μαζουί είπε ότι ήθελε να σας κάνει πιο αγαπητή διότι συνήθως δεν υποδύεστε αγαπητές ηρωίδες.
«Ναι, με αυτό δεν ξέρω αν θα μπορούσα να συμφωνήσω. Ολοι οι σκηνοθέτες του κόσμου λένε «α, εγώ θα σε αλλάξω!» και κάτι τέτοια. Πιστεύω ότι έχω υπάρξει αγαπητή στην οθόνη και άλλες φορές. Με διαφορετικούς τρόπους μεν, αλλά και πάλι…».
Και αστεία;
«Βεβαίως και αστεία. Απλώς εδώ είναι κάπως απροσδόκητο, ακριβώς επειδή δεν περιμένεις η γυναίκα αυτή, η Αλμα, να είναι και αστεία. Επίσης, δεν ήμουν και τόσο βέβαιη ότι η αντίδραση του κόσμου θα ήταν τόσο θερμή απέναντί της. Ο κόσμος γελούσε με αυτά που έλεγα και ενώ προσωπικά δεν το έβρισκα και τόσο αστείο, μου άρεσε που ο κόσμος γελούσε… Θα πρέπει όντως να ήταν αστεία, τι να πω; Ισως επειδή η ηρωίδα μου βγάζει στον θεατή μια αίσθηση αβεβαιότητας, δεν είσαι σίγουρος για το τι μπορείς να περιμένεις από αυτήν. Δεν ξέρω».
Στην πρώτη προβολή της ταινίας, στη συζήτηση που ακολούθησε, δεν μιλήσατε και πολύ. Για ποιον λόγο;
«Δεν ξέρω. Αλλά δεν με ρώτησαν και τίποτα. Συνήθως μιλώ όταν με ρωτούν».
Πιστεύετε ότι μια ταινία που θέλει, αν όχι να περάσει κάποιο μήνυμα, να θίξει κάποιο κοινωνικό ζήτημα, να περάσει κάποια θέση, όπως εν προκειμένω συμβαίνει στις «Ασυνήθιστες φίλες», μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα αν είναι κάπως πιο ανάλαφρη και χιουμοριστική;
«Κατ’ αρχάς, για μένα κανένα φιλμ δεν μπορεί να περάσει το οποιοδήποτε μήνυμα. Ομως συμφωνώ, αν είναι να περάσεις, όχι ίσως κάποιο μήνυμα αλλά μια ιδέα, που θα μπορούσε να κάνει τον κόσμο να σκεφτεί, τότε ναι, είναι προτιμότερο να το κάνεις με έναν διασκεδαστικό, ψυχαγωγικό τρόπο. Το αστείο μπορεί συγχρόνως να είναι ενοχλητικό. Γι’ αυτό οι «Ασυνήθιστες φίλες» είναι επίσης ενοχλητική ταινία. Μου αρέσει, ας πούμε, που αυτή η ταινία λέει ότι για να κερδίσεις κάτι πρέπει να χάσεις κάτι άλλο. Οπως μου αρέσει και το γεγονός ότι είναι ένα love story χωρίς να είναι love story. Είναι μια σχέση γυναικείας φιλίας «ντυμένη» σαν ένα love story προδοσίας».
Θα μπορούσατε να φανταστείτε τον εαυτό σας στον ρόλο της άλλης γυναίκας, της Μίνα;
«Απολύτως. Μπορώ να γίνω η οποιαδήποτε. Ισως κάπως λιγότερο εδώ. Αλλά ναι, θα μπορούσα. Ας πούμε απλώς ότι είμαι ηθοποιός».
Εχετε παίξει σε δεκάδες ταινίες, σε δεκάδες σημεία του κόσμου. Τι καινούργιο νιώσατε από τη δουλειά σας στις «Ασυνήθιστες φίλες»; Τι πήρατε μαζί σας;
«Κάθε νέα ταινία, εξ ορισμού, είναι κάτι καινούργιο, μια καινούργια εμπειρία, όχι περισσότερο ή λιγότερο από τις άλλες. Πάντα κάνεις κάτι καινούργιο, το ίδιο το φιλμ είναι κάτι καινούργιο».
Στην ταινία, η ηρωίδα σας επισκέπτεται τον σύντροφό της που είναι φυλακισμένος. Επισκεφθήκατε πραγματικές φυλακές για να νιώσετε από κοντά την εμπειρία;
«Δεν χρειάστηκε, όλες αυτές οι σκηνές είναι γυρισμένες σε στούντιο. Ομως είχα ήδη την εμπειρία της φυλακής, όχι στην πραγματική ζωή μου φυσικά, αλλά ως ηθοποιός. Δύο φορές, και τα γυρίσματα είχαν γίνει σε πραγματικές φυλακές, μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ μα ποτέ στη ζωή μου. Πολύ έντονες. Η μία ήταν σε φυλακές ανηλίκων και η άλλη σε γυναικείες φυλακές». (Η εν λόγω ταινία είναι η «Violette Nozière» του Κλοντ Σαμπρόλ για την οποία η Ιπέρ είχε κερδίσει το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών.)
Μιλώντας για ρόλους, τι ρόλο δεν έχετε παίξει;
«Δεν σκέφτομαι μέσα από τους ρόλους. Εστιάζω πάντα στη συνεργασία με σκηνοθέτες· αυτό είναι το κλειδί. Και δεν ονειρεύομαι ποτέ κάποιον ρόλο. Στο χαρτί ένας ρόλος δεν σημαίνει τίποτα. Ολοι αυτοί οι μεγάλοι ρόλοι που έχω κάνει οφείλονται στον Πολ Βερχόφεν («Εκείνη»), στον Κλοντ Σαμπρόλ (σ.σ.: την έχει σκηνοθετήσει σε πάρα πολλές ταινίες) και στον Μίχαελ Χάνεκε («Amour»). Ενας ρόλος πρέπει να φιλτραριστεί από ένα όραμα, και αυτό είναι το όραμα του σκηνοθέτη. Μαζί με το δικό μου βέβαια, όμως το δικό μου όραμα θα ενισχυθεί από το όραμα του σκηνοθέτη. Και για να πω την αλήθεια, το προτιμώ γιατί το αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο».
Μιλάτε όμως για καταξιωμένους σκηνοθέτες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι συνεργασίες σας είναι με πρωτοεμφανιζόμενους ή λιγότερο γνωστούς σκηνοθέτες. Τι σας ωθεί εκεί; Το ένστικτο;
«Ναι, το ένστικτο αλλά και το γεγονός ότι το σινεμά είναι μια συλλογική δουλειά. Αλλά πιστεύω ότι έχω καλό ένστικτο γιατί έχω συνεργαστεί με πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες στις πρώτες ταινίες τους, που αποδείχθησαν μεγάλα ταλέντα. O Γιοακίμ Λαφός στην «Iδιοκτησία», για παράδειγμα».