Συναντώ τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα της παράστασης «Ο αμπιγιέρ» που σκηνοθετεί ο Κώστας Γάκης στη σκηνή του θεάτρου «Τζένη Καρέζη». Οι δυο τους συνομιλούν εφέτος με ένα έργο που ακουμπά τα παρασκήνια του θεάτρου και γράφτηκε το 1980 από τον Ρόναλντ Χάργουντ βασισμένο σε προσωπικές του εμπειρίες. Στο μικροσκόπιό του θέτει τη σχέση ενός σαιξπηρικού ηθοποιού, του αποκαλούμενου Σερ, με τον πιστό του αμπιγιέρ, τον Νόρμαν, τον κλειδοκράτορα του καμαρινιού του, που εξυπηρετεί κάθε καπρίτσιο του. Και ο θεατής κοιτά πίσω από την αυλαία, εκεί που με καμβά την ίσως τυραννική και επηρμένη προσωπικότητα του Σερ αποκαλύπτονται το φως και οι σκιές της ίδιας της φύσης του επαγγέλματος του ηθοποιού: η ματαιοδοξία αλλά και η μαγεία της σκηνής, το θνησιγενές του θεάτρου αλλά και η σημαντικότητά του, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι το θεατρικό σανίδι παραμένει μια από τις πλέον δυναμικές αναλογίες της ανθρώπινης κατάστασης. «Δεν μπορεί να είσαι ηθοποιός και να μη σε συγκινεί αυτό το έργο» λέει ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης που υποδύεται τον Νόρμαν, τον πιστό αμπιγιέρ του Σερ. «Γιατί εμπεριέχει αυτόν τον τόσο γοητευτικό και σκληρό κόσμο της σκηνής. Η σχέση του Σερ με τον αμπιγιέρ ίσως προσιδιάζει σε αυτό που ονομάζεται σύνδρομο της Στοκχόλμης, στη λατρεία του καταπιεζόμενου προς τον καταπιέζοντα». Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης στέκεται σκεπτικός όταν αποκαλώ τον Σερ, τον ρόλο που ενσαρκώνει, τυραννικό. «Νομίζω ότι ο Σερ και ο αμπιγιέρ του αντιπροσωπεύουν δύο ψυχολογικά προφίλ που θα ταίριαζαν σχεδόν σε όλους τους ανθρώπους που δουλεύουν στο θέατρο» εξηγεί. «Επειδή όμως πρόκειται για δραματουργία, αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά τους μεγεθύνονται από τον Χάργουντ και κινούνται στα άκρα, στα όρια της διαταραχής». Ο ίδιος περιγράφει τον Σερ ως εγωιστή και ματαιόδοξο. «Τον χαρακτηρίζει μια τρομερή φιλαυτία, νομίζει ότι όλα γυρίζουν γύρω του και όλα αυτά συμβαίνουν με έναν τρόπο σχεδόν παιδικό, που τελικά τον κάνει έως και συμπαθή» λέει. Οπως άλλωστε χαρακτηριστικά αναφέρει, το θέατρο είναι μια δουλειά γεμάτη ματαιώσεις. «Η έκθεση, που είναι η μαγεία αυτού του επαγγέλματος, είναι ταυτόχρονα και η δυσκολία του. Ολοι οι άνθρωποι, ναι, επιζητούμε την επιβεβαίωση. Για τον καλλιτέχνη, όμως, η επιβεβαίωση είναι ακόμη πιο ζωτικής σημασίας. Για τον ηθοποιό, δε, υψίστης σημασίας. Σκεφτείτε, σε έναν συγγραφέα θα πεις «δεν έγραψες ένα καλό βιβλίο», σε έναν ζωγράφο «δεν ζωγράφισες έναν καλό πίνακα». Στον ηθοποιό όμως θα πεις «δεν ήσουν καλός». Απορρίπτεις το ίδιο του το είναι. Γι’ αυτό τους αγαπάω τους ηθοποιούς, γιατί μοιάζουν με παιδιά που χτίζουν κάστρα στην άμμο και ζητούν την επιβεβαίωση από τη μαμά τους, κάστρα που θα τα παρασύρει τελικά το κύμα, γιατί μόλις η παράσταση τελειώσει τίποτα δεν μένει στον χρόνο από αυτή». Φλερτ με την έπαρση Αν κάτι χαρακτηρίζει τον Σερ, αυτό είναι η έπαρση. Οι ίδιοι φλέρταραν ποτέ μαζί της; «Θέλω να θεωρώ ότι την απέφυγα» απαντά ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης. «Ισως γιατί έτυχε στη ζωή μου να γνωρίσω ανθρώπους φάρους φωτεινούς, όπως ο Δημήτρης Μαυρίκιος ή ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, αλλά και άλλους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν εκδήλωναν τέτοιες τάσεις και αυτό με γοήτευε επάνω τους». «Είναι εύκολο να πάρουν τα μυαλά σου αέρα σε αυτή τη δουλειά» εξηγεί ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης. «Η δημοσιότητα είναι ένα είδος εξουσίας. Είδα πολλούς ηθοποιούς να μην μπορούν να τη διαχειριστούν. Κάποτε, θυμάμαι, με έναν τότε φίλο μου είχαμε μόλις γίνει γνωστοί γιατί κάναμε λίγη τηλεόραση. Είχαμε λοιπόν πάει κάπου και μας κοίταζαν και τότε τον είδα να αντιδρά κάπως λίγο επηρμένα. Του λέω «μην το κάνεις αυτό. Δεν κάναμε τίποτα σημαντικό. Απλά αξιοθέατα είμαστε. Αυτό που πριν το έβλεπαν στο κουτί της τηλεόρασης, τώρα το παρατηρούν από κοντά και τους κάνει εντύπωση»». Kαι οι δύο παραδέχονται ότι υπάρχουν χαρακτήρες σαν τον Σερ στο ελληνικό θέατρο. Σήμερα, όμως, με την επέλαση του κινήματος #MeToo τα πράγματα άλλαξαν; Oχι, απαντούν και οι δύο ταυτόχρονα. «Οι τυραννικές φιγούρες πάντα θα υπάρχουν» λέει εμφατικά ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης. «Ακόμη υπάρχουν διακρίσεις» συμπληρώνει ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης. «Εχω τύχει σε δουλειές που φέρονται πολύ ευγενικά σε εμένα, αλλά σε έναν νέο ηθοποιό δίπλα μου του τσακίζουν τα νεύρα. Αυτό με θυμώνει πολύ, αντιδρώ. Κατ’ αρχάς τους «καρφώνω», ενημερώνω τους συναδέλφους για το ποιόν τους. Επειτα, όσο μπορώ υπερασπίζομαι τον αδύναμο συνάδελφο, γιατί κάποιοι άνθρωποι με υπερασπίστηκαν και εμένα όταν ήμουν νέος και δεν είχα φωνή». Το μεγάλο πρόβλημα για τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη είναι το πώς προστατεύεται ο ηθοποιός όταν κάποιος ξεπεράσει τα όρια. «Για τις ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές πηγαίνεις στο δικαστήριο. Με τις ηθικά κολάσιμες όμως τι γίνεται; Το #MeToo καλώς ήρθε και κάποια όρια που είχαν χαθεί επανατοποθετήθηκαν. Φοβάμαι όμως ότι δεν θα βρούμε εύκολα την ισορροπία. Με όλο αυτό – επιτρέψτε μου την έκφραση – το ξεκατίνιασμα που έγινε από τους αυτόκλητους ηθικολόγους στην τηλεόραση φοβάμαι μήπως πετύχαμε το αντίθετο αποτέλεσμα, να απαξιωθεί δηλαδή το κίνημα και τελικά η φυσική και δίκαιη αντίδραση του ανθρώπου στην αυθαιρεσία της εξουσίας». Κεφάλαιο «τηλεόραση» Είναι η τέταρτη φορά που συνεργάζονται στο θέατρο. Η πορεία αυτή ξεκίνησε με τα «Αξύριστα πιγούνια» του Γιάννη Τσίρου το 2005, συνεχίστηκε με «To τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη, ενώ τον τελευταίο χρόνο ενώθηκαν ξανά στο «Μινόρε», μια παράσταση που γνώρισε τεράστια επιτυχία. «Λέτε να το επισημοποιήσουμε πλέον, να βάλουμε και βέρες;» λέει γελώντας ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης. «Μα εδώ υπάρχει ένα επίπεδο ψυχικής σύγκλισης» αναφέρει ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και με τους δύο να μιλούν για έναν κοινό υποκριτικό κώδικα. Είναι άλλωστε δύο άνθρωποι με μια διαλεκτή πορεία στο ελληνικό θέατρο, που ποτέ δεν κρύφτηκαν πίσω από ψευδο-ετικέτες. Ο Μιχαηλίδης μπορούσε να κάνει Σαίξπηρ με τον Στούρουα και την ίδια στιγμή να υποδύεται τον αστυνόμο Μπέκα σε τηλεοπτική σειρά. Ο Σκιαδαρέσης έπαιζε στο Αμόρε και την ίδια στιγμή στο «Καφέ της Χαράς». Ο ίδιος μάλιστα εφέτος πρωταγωνιστεί στην πολύ επιτυχημένη σειρά του Μega «Μαύρο ρόδο». «Ισως ακουστεί κοινότοπο, αλλά είναι μια από τις πιο ευτυχείς συνεργασίες. Οι συνάδελφοι είναι εξαιρετικοί, τα νέα παιδιά που στηρίζουν κυρίως αυτή τη δουλειά είναι εκπληκτικά. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα, ξέρετε. Το να παίρνεις ένα μυθιστόρημα και να πρέπει να το χωρίσεις σε 300 επεισόδια κρατώντας το ενδιαφέρον του κοινού θέλει μεγάλο αγώνα. Γιατί δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που είμαστε μπροστά, είναι και όλοι εκείνοι πίσω από την κάμερα». «Την αγαπάω την τηλεόραση» αναφέρει και ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης. «Επειδή μου αρέσει πολύ το σινεμά, το να παίζω μπροστά στην κάμερα, τη βλέπω ως ένα υποκατάστατο, κάτι σαν τη μεθαδόνη. Δεν υπήρξε ποτέ ταμπού για εμένα. Αλλωστε, ανάμεσα σε μια κακή παράσταση και μια καλή σειρά θα επιλέξω τη σειρά». «Ο αμπιγιέρ»: Από 22 Δεκεμβρίου, Τετάρτη έως Κυριακή στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» (Ακαδημίας 3, Αθήνα).