Με κάθε του βήμα ο Ορφέας Αυγουστίδης αποδεικνύει όχι μόνο το ταλέντο του αλλά και τον τρόπο που ξέρει να χειρίζεται τον εαυτό του. Διαθέτει μια έμφυτη ευγένεια που διακρίνεται και στην ερμηνεία του στον μονόλογο «Η μηχανή του Τούρινγκ» του Benoit Soles, σε διασκευή-σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου (Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου).
Τι βάρυνε περισσότερο στην επιλογή του «Τούρινγκ»;
«Είναι μια απαιτητική παράσταση. Η επιλογή ξεκίνησε από τον ίδιο τον Τούρινγκ, σε συνδυασμό όχι με τις απαιτήσεις αλλά με την ιδέα που είχε ο Οδυσσέας, να συμβαίνουν όλα στο μυαλό του. Με γοήτευσε το ενδεχόμενο να προσπαθήσουμε να βρούμε με ποιους θεατρικούς κώδικες θα πούμε την ιστορία, με ποιους συγκεκριμένους στόχους. Ηταν πράγματα που είχα καιρό στο μυαλό μου, όπως και οι ατμόσφαιρες, ζητούμενο για μένα. Δεν απευθύνεται, είναι μόνος, οι μνήμες έρχονται και φεύγουν, το παιχνίδι με το μυαλό, η θεατρικότητα, η ψυχική του διαδρομή αλλά και το γειωμένο, ρεαλιστικό κομμάτι του Τούρινγκ. Με ενδιέφερε πολύ η δοσολογία. Οι πρόβες με τον Οδυσσέα ήταν από τις ωραιότερες στιγμές στη δουλειά».
Ο Τούρινγκ είναι ομοφυλόφιλος, η κοινωνία τον «εξόρισε». Σας επηρέασε η εποχή μας;
«Λειτούργησε ενστικτωδώς, όχι ως κίνητρο, γιατί τότε θα έμοιαζε με κόλπο να προσελκύσεις κόσμο. Εμείς συνδεθήκαμε με άλλα. Δεν θελήσαμε να φωτίσουμε τη σεξουαλική του πλευρά».
Είναι όμως εμφανής…
«Ναι, με πινελιές. Ο τρόπος που διάλεξα να φτάσω εκεί δεν είναι αυτός που νομίζει κάποιος. Πιάστηκα από την ευαισθησία ενός ανθρώπου. Σκέφτηκα ότι πιο ευαίσθητοι απ’ όλους είναι τα παιδιά. Από εκεί ξεκίνησα. Ως το τέλος υπερασπιζόταν αυτό που ήταν, σαν παιδί».
Εχουν αλλάξει τα πράγματα;
«Κάθε εποχή είναι προορισμένη να έχει τη δοσολογία του καλού και του κακού μέσα της για να ισορροπεί. Δεν ελπίζω σε μια εποχή γεμάτη καλοσύνη, ούτε διανύουμε μια τέτοια. Πιστεύω ότι το κακό εκφράζεται και διοχετεύεται με την ίδια ποσότητα με τότε, απλώς με άλλη δοσολογία. Δεν πιστεύω ότι το έχουμε ξεπεράσει, όχι μόνον απέναντι στην ομοφυλοφιλία αλλά γενικότερα ως άνθρωποι απέναντι στον άνθρωπο. Συχνά απογοητεύομαι και σοκάρομαι.
Ενας τρόπος να δούμε το αποτύπωμα που αφήνει η εποχή μας είναι το Internet, τα σόσιαλ, η αλληλεπίδραση μεταξύ αγνώστων στο Διαδίκτυο. Πώς έχει ξεχασθεί ο κόσμος και εκτίθεται σε τέτοιον βαθμό. Δεν ξέρω αν έχουν συνειδητοποιήσει ότι όλα αυτά μένουν. Κι είναι ένα από τα κακά της σύγχρονης ψυχοθεραπείας κατά την άποψή μου».
Δηλαδή;
«Ολοι πάνε για άλλον λόγο και όλοι καταλήγουν να υπερασπίζονται τυφλά ένα τεράστιο εγώ – το έχουμε διογκώσει τόσο, σαν να μην έχει τίποτε άλλο σημασία. Και δεν θέλω να κατηγορήσω την ψυχανάλυση – έχω μπει κι εγώ σε τέτοιες διαδικασίες και με έχει βοηθήσει. Βιαζόμαστε όμως, τοποθετούμαστε πρόχειρα. Πιστεύω ότι ζούμε μια συντηρητική εποχή».
Η επιτυχία γεννά την εξουσία;
«Στη δική μας τη δουλειά δεν θα έπρεπε. Γιατί τα πράγματα ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Θα μπορούσε να δίνει μια δύναμη για να ονειρεύεσαι μεγαλύτερα πράγματα, όχι για να μεγαλώσουν εσένα, να τολμάς να δοκιμάζεις όσα δεν δοκίμαζες πριν. Αλλο δύναμη, άλλο εξουσία. Σε ό,τι με αφορά θα μπορούσα να μιλήσω για επιρροή. Περισσότερο επηρεάζεις παρά εξουσιάζεις, κι αυτό ευθύνη είναι. Η επιρροή είναι ωραία αν καταφέρεις να στρέψεις το βλέμμα και τη σκέψη σε έναν ορίζοντα που εσύ θεωρείς πιο ενδιαφέροντα, πιο καινούργιο. Γιατί ένα όχημα είναι το θέατρο».
Νιώθετε ευθύνη με την επιτυχία;
«Μάλλον η επιτυχία έρχεται σε μια στιγμή που η διαδικασία και η δουλειά μου στο θέατρο δεν έχουν χώρο να δουν πόσο πολλοί μπορεί να είναι αυτοί που με παρακολουθούν – δέκα ή δέκα εκατομμύρια. Βιώνω στον δρόμο κάτι ξεχωριστό, σπάνιο πια σήμερα στη διαδρομή ενός ηθοποιού. Ξέρω όμως ότι ζούμε σε μια εποχή που οι πληροφορίες έτσι όπως έρχονται φεύγουν. Οταν τελειώσει ο «Σασμός» θα φύγει κι αυτό το φούντωμα. Κάτι θα αφήσει, χρήσιμο, ωραίο, που έχει να κάνει και με την τιμιότητα με την οποία όλοι μας αντιμετωπίσαμε τους ρόλους μας. Θα έρθουν οι επόμενοι δημοφιλείς».
Σκέφτεστε τι θα ακολουθήσει;
«Οχι ακόμα. Ούτε να ξεφύγω σκέφτομαι, δεν με βάρυνε ο Αστέρης. Και νομίζω ότι είναι στο χέρι μου να επιλέξω. Θεωρώ ότι δεν είχα στηρίξει ποτέ τον ρόλο ενός νέου με κοψιά ζεν πρεμιέ, το απέφευγα. Οπότε δεν θα είναι δύσκολο να μην το ξανακάνω, ούτε πριν το έκανα, αύριο-μεθαύριο δεν θα μπορώ. Ουδέποτε αυτό ταυτίστηκε με μια θεατρική μου επιλογή, ούτε στα 22 μου όταν πρωτοξεκίνησα με την Ελένη Ράντου».
Πόσο σας άλλαξε η πατρότητα;
«Είναι η μεγαλύτερη αλλαγή. Οχι ότι σκεπάζει όλα τα άλλα, αλλά εμπεριέχονται σε αυτό που δημιουργεί ο ερχομός του παιδιού. Οτιδήποτε έχει κόπο και απαιτεί από σένα να μετατοπιστείς και να ξανακοιτάξεις αυτό που πιστεύεις ότι είσαι, να το υπερασπιστείς, να προσπαθήσεις να το αλλάξεις, να το μαλακώσεις, σε φέρνει πιο κοντά με τη διαδικασία. Ετσι συνδέεσαι, όχι αν το πράγμα γίνει εύκολα. Οσο περισσότερο προσπαθείς να χτίσεις μια σχέση, μια συνθήκη, τόσο περισσότερο συνδέεσαι».
Υπάρχει πριν και μετά;
«Οχι, δεν είναι ο Ορφέας πριν γίνει πατέρας και μετά. Με έχει κάνει όμως πιο διαθέσιμο, σιγά-σιγά πιο ευέλικτο, πιο ενεργοποιημένο στη διαδικασία της ζωής. Λιγότερη ρουτίνα, λιγότερο «ξέρω», περισσότερο «πάμε και βλέπουμε». Σίγουρα εμπλουτίζεσαι αλλά όχι από συναισθήματα – τα συναισθήματα είναι εκεί και περιμένουν να ξυπνήσουν. Νομίζω ότι αν συνέβη κάποιου είδους αλλαγή έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη, το άνοιγμα, τη γενναιοδωρία, με την αποχώρηση του φόβου – φυσικά έχει κι άλλο. Θέλω να εξελίσσομαι συνέχεια. Δεν θα ήθελα να μου πει κανείς ότι τώρα είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις. Θα με στενοχωρούσε, μάλλον θα άλλαζα και επάγγελμα. Μου αρέσει να κάνω μια δουλειά γιατί περιμένω τη στιγμή που εγώ ο ίδιος θα εκπλήξω τον εαυτό μου. Οχι τυχαία, αλλά μέσα από τον κόπο και τη δουλειά μου».
Σας φόβισε ο μονόλογος;
«Ημουν τόσο σίγουρος για αυτό που θέλαμε να κάνουμε που και να μην έρχονταν να με δουν, θα το έλεγα στον εαυτό μου. Ημασταν σίγουροι με τον Οδυσσέα για τον τρόπο. Φυσικά και θα το έπαιρνα προσωπικά αν δεν πήγαινε καλά, αλλά θα το διαχειριζόμουν. Εχω πια τη δύναμη να το παραμερίσω και να πάω παρακάτω. Δεν χρειάζεται να αμυνόμαστε διαρκώς, να πετάμε τα μπαλάκια πριν μας βρουν. Φοβήθηκα όσο φοβάται κάποιος που εκτίθεται σε έναν ή τριακόσιους συγχρόνως. Αλλά γνώρισα, και μέσα από τη συνεργασία με τον Οδυσσέα, μια ακόμα ποιότητα, ένα συστατικό, απαραίτητο σε αυτή τη διαδικασία – το προτείνω: Υπομονή, ψυχραιμία, εμπιστοσύνη κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της παράστασης. Είναι ωραίες νησίδες. Λειτουργούν πολύ σε μένα – πιστευώ και σε πολλές ψυχές».
Πώς σας είχατε σκεφτεί ξεκινώντας;
«Πότε δεν με ονειρεύτηκα μέσα σε αυτή τη δουλειά, ούτε τώρα το κάνω. Χαίρομαι γιατί αυτό που έχω να περιμένω δεν είναι σε ένα σκαρφάλωμα ή σε μια πλασματική κορυφή αλλά σε μια συνεχόμενη αναζήτηση, στο ταξίδι, όσο κλισέ κι αν ακούγεται».