Κάνει παραστάσεις συνδυάζοντας διαφορετικές φόρμες, όπου συνομιλούν η μουσική, ο χορός, οι σύγχρονες οπτικές τεχνικές, η λογοτεχνία. Δίνει έμφαση στο πολιτικό, στο συλλογικό, θέλοντας να κινητοποιήσει τον θεατή, έξω από τη θεατρική σύμβαση. Η Ελλη Παπακωνσταντίνου όταν ξεκίνησε να σκηνοθετεί έφτιαξε το «Βυρσοδεψείο» και όταν χρειάστηκε να το κλείσει έβαλε στόχο να βγει έξω από τα σύνορα. Και τα κατάφερε. Με προσωπική δουλειά, πείσμα και πίστη στον εαυτό της, συνδέθηκε με δίκτυα του εξωτερικού, ταξίδεψε, γνώρισε άλλους ανθρώπους. Σήμερα οι παραστάσεις της αποτελούν συμπαραγωγές με ευρωπαϊκά θέατρα και φεστιβάλ.
Τώρα σκηνοθετεί στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν το έργο «Τι να κάνουμε;», μια θεατρική διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Νικολάι Τσερνισέφσκι. Και καταπιάνεται με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, στην τέχνη, τότε, τώρα, πάντα…
Τι είναι το «Τι να κάνουμε;»;
«Ενα εμβληματικό έργο, προεπαναστατικό, που βρίσκεται στον πυρήνα των εξελίξεων, σε μια εποχή που τα πράγματα ήταν ακόμα ρευστά. Κι αυτό είναι που το καθιστά εξαιρετικά γόνιμο και ενδιαφέρον. Είναι ένα μυθιστόρημα πολιτικό και ερωτικό, το οποίο μεταφέρω με έναν ιδιαίτερο τρόπο στη σκηνή – με ζωντανή κάμερα, σαν κινηματογράφος και θέατρο μαζί. Για τον συγγραφέα το πολιτικό περνάει μέσα από το προσωπικό, μέσα από τις ερωτικές επιλογές, μαζί με όλο το παρασκήνιο. Οι ήρωες δοκιμάζονται μέσα από τα προσωπικά τους αδιέξοδα και ωθούνται από τις ιδέες τους να δράσουν με βάση το συλλογικό καλό, όχι την εγώτητα. Είναι ένα εξαιρετικά φωτεινό κείμενο».
Η παράσταση συνδυάζει διαφορετικά είδη, όπως συνηθίζετε;
«Ναι, είναι ένα μείγμα διαφορετικών μέσων, ηχοτοπία, μικρόφωνα, κάμερες. Αλλά ένα κομμάτι του είναι αμιγώς θεατρικό».
Κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα. Φεμινιστικό κείμενο;
«Ακριβώς. Θέμα του είναι ο έρωτας και η γυναίκα. Η Βέρα, η ηρωίδα-πρωταγωνίστρια, ζει σε ένα υπόγειο, καταδικασμένη από την εποχή της να μην έχει δικαιώματα, να μην της ανήκει το σώμα της. Τη σώζει και τη βγάζει από το υπόγειο, με λευκό γάμο, ένας φοιτητής Ιατρικής, ιδεολόγος. Εκείνη ερωτεύεται τον καλύτερό του φίλο – την ερωτεύεται κι εκείνος. Από εκεί ξεκινά το πρώτο αδιέξοδο. Τα πρόσωπα και το έργο φέρουν μια αισιόδοξη γραμμή υποστηρίζοντας ότι σκοπός στη ζωή είναι η αυτοπραγμάτωση της αλήθειας, της βαθύτερης επιθυμίας. Οχι με τον αμερικανικό τρόπο της επιφανειακής επιθυμίας να αποκτήσω κάτι, να καταναλώσω κάτι. Είναι και υπαρξιακό το κείμενο».
Πόσο έχει αλλάξει η θέση της γυναίκας;
«Πιστεύω ότι έχει πολύ δρόμο μπροστά της. Ας μιλήσουμε για τη θηλυκότητα, γιατί αυτό είναι που σε ένα πατριαρχικό σύστημα τη δυσκολεύει να αρθρώσει τη φωνή της και να μπορέσει να υπάρξει ελεύθερα. Ενας άλλος τρόπος σκέψης και ύπαρξης από την πατριαρχία. Αυτό ανασύρει και το έργο. Διανύουμε μια μεταβατική περίοδο. Είμαι αισιόδοξη γι’ αυτό που έρχεται, γιατί έχουμε μάθει να αρθρώνουμε αυτό που βλέπουμε, αλλά έχουμε δρόμο μπροστά μας».
Είναι κοινή η ευθύνη των φύλων;
«Ναι, και θα έλεγα ότι πάσχουν και οι άνδρες από τη σκληρή πατριαρχία. Ισα-ίσα, που είναι πιο σκληρός ο έλεγχος στον άνδρα. Μιλάμε για μετάβαση της ανθρωπότητας από έναν τρόπο σκέψης σε έναν άλλον».
Στην τέχνη υπάρχουν ακόμα στεγανά;
«Ναι. Είναι μια ψευδαίσθηση η ισότητα. Είναι ανθυποβαλκάνιες συμπεριφορές αυτές που βγήκαν στην επιφάνεια. Η πραγματικότητα μιλάει. Δεν νομίζω ότι δίνονται ίσες δυνατότητες στις γυναίκες και στους άνδρες συναδέλφους μου σκηνοθέτες. Νομίζω ότι ακόμα παλεύω να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας, ότι δεν είμαι κοριτσάκι. Ακόμα υπάρχουν τα στερεότυπα».
Η ποσόστωση είναι λύση;
«Είναι ο μόνος τρόπος. Μόνο αν ισχύσουν ποσοστώσεις και εφαρμοσθούν θα περάσουμε στην επόμενη φάση, όπου θα έχουν δοθεί πραγματικά στις γυναίκες οι δυνατότητες να εκφραστούν. Θα έχει γεννηθεί ο χώρος για να αρθρώσει λόγο η νέα γενιά».
Αλλαξαν τα δεδομένα για τους νέους;
«Νομίζω ότι διεκδικούν αλλιώς, γιατί δεν ενοχοποιούνται. Στη δική μου τη γενιά, προσωπικά μιλάω, υπήρχε βαθιά ενοχοποίηση, έμφυλη ενοχικότητα. Ενα είδος αποκλεισμού που τότε δεν καταλάβαινα ότι είχε να κάνει με την έμφυλη ταυτότητά μου. Οπότε έμενα στην αμφιβολία ότι κάτι δεν κάνω εγώ… Τώρα το τοπίο είναι πιο καθαρό, τα όρια πιο διακριτά».
Από την εμπειρία σας στο εξωτερικό βρίσκετε διαφορές;
«Σε σχέση με το εξωτερικό παρατηρώ τραγικές, τεράστιες, τερατώδεις διαφορές. Πρώτα απ’ όλα οι ποσοστώσεις ισχύουν στο εξωτερικό εδώ και 15 χρόνια, 30 στη Σουηδία, πράγμα που σημαίνει ότι έχουν ήδη δημιουργηθεί δυνατότητες πραγματικής ισότητας στην τέχνη. Οι εργασιακές σχέσεις έχουν προστατευθεί, κάτι που εδώ συμβαίνει. Από την εμπειρία μου στη Σουηδία είδα πόσο έχουν προχωρήσει. Σε αυτές τις κοινωνίες, το σώμα κάθε εργαζομένου, η σωματική-ψυχική του υγεία, η ασφάλεια, είναι πάνω από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ναι, μπορεί αυτό να είναι εις βάρος της τέχνης, αλλά στην τελική είναι υπέρ μιας κοινωνίας που δεν δέχεται τέτοια φαινόμενα. Η πολιτεία οφείλει να προστατεύσει τον εργασιακό χώρο».
Πώς δημιουργήσατε τις συνθήκες για το εξωτερικό;
«Δεν είχα μάθει από κανέναν πώς θα μπορούσε αυτό να γίνει. Κάθε καλλιτέχνης έχει τον δικό του τρόπο για να λειτουργήσει – έμαθα στην πορεία. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει το πλαίσιο από την πολιτεία που μπορεί να προωθεί τη δουλειά ενός καλλιτέχνη. Και δεν αναφέρομαι στη Γερμανία ή στη Γαλλία, αλλά σε χώρες με οικονομικά προβλήματα. Βλέπουμε τους Καταλανούς – τους γνωρίζω καλά. Ως χώρα θα αντέγραφα τους Καταλανούς. Θέλει βάθος χρόνου και πίστη. Δεν χτίζεται από τη μια μέρα στην άλλη. Προσωπικά, μετά το «Βυρσοδεψείο» θέλησα να βγω στο εξωτερικό. Συνδέθηκα με δίκτυα που λειτουργούν σε όλη την Ευρώπη, έκανα ταξίδια, γνώρισα κόσμο. Αν ενδιαφερθούν για τη δουλειά σου, θα σε παρακολουθήσουν. Αυτό συνέβη με τις «Βάκχες», μια συμπαραγωγή που συνεχίζει το ευρωπαϊκό της ταξίδι σε φεστιβάλ – στην Ελλάδα, θα έρθουμε στο Φεστιβάλ Αθηνών (4-5-6/7)».
Παραστάσεις: Υπόγειο Θεάτρου Τέχνης, 22-28/5, 31/5 – 4/6 (21.00).