Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης – Κώστας Γιαννίδης, ο δημιουργός του «Πάμε σαν άλλοτε», υπήρξε κορυφαίος σε πολλά και ποικίλα μουσικά είδη. Μέσα από τα τέσσερα συναυλιακά προγράμματα, της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ακολουθούμε την πορεία του από το κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Σμύρνης στα καμπαρέ του Βερολίνου και από το μουσικό θέατρο της Αθήνας και τη δισκογραφία των 78 στροφών στη «χρυσή δεκαετία» του ’30, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και στη μεταπολεμική εποχή.

Η Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ παρουσιάζει το παραπάνω αφιέρωμα στις 10, 15, 16, 22 και 23 Νοεμβρίου 2024, στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, με αφορμή τα σαράντα χρόνια από τον θάνατο του συνθέτη. Την επιμέλεια και παρουσίαση των συναυλιών έχει ο καθηγητής Εθνομουσικολογίας Λάμπρος Λιάβας, στον οποίο κληροδότησε ο ίδιος ο συνθέτης το αρχείο του που διατηρείται στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

Το αφιέρωμα στον συνθέτη παρουσιάζει ορισμένες από τις πιο αντιπροσωπευτικές πλευρές του σπουδαίου έργου του μέσα από τέσσερις συναυλίες. Τα «Εργα για φωνή και πιάνο» με τους Τάση Χριστογιαννόπουλο και Θανάση Αποστολόπουλο (10/11), το «Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου» με τραγούδια του Κώστα Γιαννίδη σε μεταγραφή για ορχήστρα εποχής και ερμηνευτές τους Ελένη Βουδουράκη, Αγγελο Παπαδημητρίου και Φένια Παπαδόδημα (15, 22/11), τα «Εργα για τετράφωνη μεικτή χορωδία a cappella» με τη μεικτή χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ και το POLIS Ensemble (16/11) και το «Από τα έργα για πιάνο» με τους Ευτυχία Βενιωτά, Θοδωρή Τζοβανάκη και τιμητική συμμετοχή της Νέλλης Σεμιτέκολο (23/11).

«Ενας μουσικός πρόσφυγας»

Οπως σημειώνει ο Λάμπρος Λιάβας, πρόκειται για «έναν συνθέτη «διπλό» αλλά όχι διχασμένο. (…) Ενας μουσικός πρόσφυγας. (…) Υπηρέτησε με την ίδια συνέπεια τόσο την «έντεχνη – λόγια – κλασική» μουσική όσο και το δημοφιλές «ελαφρό» τραγούδι (με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης), για να αναδειχθεί σε κορυφαίο δημιουργό και στα δύο είδη». Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης – Κώστας Γιαννίδης ήταν γόνος εύπορης αστικής οικογένειας σταφιδεμπόρων και είχε την τύχη από μικρός να έρθει σε επαφή με τα πολλά και διαφορετικά ακούσματα της μητρόπολης της Ιωνίας όπου έσμιγαν «τ’ αηδόνια της Ανατολής με τα πουλιά της Δύσης».

Η Σμύρνη λειτούργησε ως «μήτρα μουσικής», κεντρικό κομβικό σημείο στα πολιτισμικά δίκτυα της Ανατολικής Μεσογείου. Τα καφέ-αμάν και τα καφέ-σαντάν συνυπήρχαν δίπλα στα σαράντα(!) μουσικά και μελοδραματικά θέατρα της Προκυμαίας όπου έπαιζαν τακτικά θίασοι που περιόδευαν στον Λεβάντε, ανέβαιναν γαλλικές και βιεννέζικες οπερέτες, έπαιζαν ορχήστρες σε εκδηλώσεις κάθε είδους.

Στη συνομιλία του Λάμπρου Λιάβα με τον συνθέτη, ο τελευταίος έχει αναφέρει τα εξής: «Το πρώτο μουσικό θέαμα που είδα, μικρό παιδί ακόμα, ήταν το «Ονειρώδες βαλς» του Οσκαρ Στράους, με τον (Γιάννη) Παπαϊωάννου και τη Μελπομένη Κολυβά. Κι έτσι ζυμώθηκα πολύ νωρίς με την οπερέτα. Δεν πρέπει να είχα πάει ακόμη σχολείο, τεσσάρων ετών. Ηταν στο θέατρο του Σπόρτιγκ Κλουμπ στην Προκυμαία της Σμύρνης. Καθόμουν πάντα στα πόδια της θείας μου ή της κόρης της που ήταν και νονά μου. Επαιζε πιάνο και ήταν αυτή που με μύησε στα μυστικά της κλασικής μουσικής».

Παράλληλα με τη δυτική μουσική, μυήθηκε και στα ακούσματα της μικρασιατικής λαϊκής παράδοσης, από τις υπηρέτριες του σπιτιού και τις καπνεργάτριες στα προάστια της Σμύρνης στις καλοκαιρινές εξορμήσεις της οικογένειας. Κάτι που το περιγράφει ο ίδιος στον Λιάβα: «Ακουγα από τις χωριατοπούλες των περιχώρων της Σμύρνης οι οποίες δούλευαν στα καπνά. Ο αδερφός μου κι εγώ πηγαίναμε και βοηθούσαμε, κι εκεί ξημεροβραδιαζόμαστε. Οι κοπέλες αυτές τραγουδούσαν για να περάσει η ώρα. Δημοτικά τραγούδια της περιοχής, νησιώτικα και αμανέδες. Κι έτσι το αυτί μου εξοικειώθηκε με τις μελωδίες αυτές και άρχισαν κάποιες να μου αρέσουν. Ειδικά τον χειμώνα που τις ξαναθυμόμουνα έλεγα πότε να καλοκαιριάσει να τις ξανακούσω αυτές τις μελωδίες».

Συγκάτοικος του Σκαλκώτα

Τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής ο 19χρονος Κωνσταντινίδης, για να αποφύγει τη στράτευση στον τουρκικό στρατό, κατέφυγε κάτω από περιπετειώδεις συνθήκες στη Γερμανία, αρχικά στη Δρέσδη (Μάιος 1922), για να καταλήξει στο Βερολίνο (Ιανουάριος 1923). Φίλος και συγκάτοικος στην ίδια φοιτητική πανσιόν με τον Νίκο Σκαλκώτα (που σπούδαζε την ίδια εποχή στο Βερολίνο), έπαιζε συχνά μαζί του ως πιανίστας στον βωβό κινηματογράφο, στο ραδιόφωνο και στα μουσικά καφενεία και καμπαρέ, καθώς η οικογένειά του έχασε την περιουσία της με την Καταστροφή και έπρεπε να εξασφαλίσει την επιβίωσή του.

Από το 1927 άρχισε να γίνεται γνωστός στους μουσικούς κύκλους με το ανέβασμα της πρώτης του οπερέτας «Der Liebesbazillus» («Το μικρόβιο του έρωτα») στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης Στράλζουντ, κοντά στο Βερολίνο. Με έντονα στοιχεία τζαζ, η οπερέτα έγινε δεκτή με επαινετικά σχόλια από την κριτική που χαιρέτισε «τον νεαρό Ελληνα, ο οποίος ήδη με το πρώτο του έργο αποδείχτηκε εφάμιλλος των καλύτερων Γερμανών συνθετών στον χώρο της οπερέτας».

Η άνοδος των Ναζί

Η άνοδος του Εθνικοσοσιαλισμού, με την εισβολή των Ναζί στο πρωτοποριακό καμπαρέ Die Wespen (Οι σφήκες) όπου έπαιζε, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το Βερολίνο και να εγκατασταθεί οριστικά το 1931 στην Αθήνα όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του μετά την Καταστροφή. Στην Αθήνα ο συνεργάτης του θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Γιαννουκάκης τον «βάφτισε» με το ψευδώνυμο «Κώστας Γιαννίδης», ώστε να μην τον συγχέουν με τον γνωστό συνθέτη και μουσικό εκδότη της εποχής Γρηγόρη Κωνσταντινίδη.

Ο «Γιαννίδης» ακολούθησε λαμπρή πορεία στο μουσικό θέατρο και στο «ελαφρό» τραγούδι, που έμελλε να κρατήσει τριάντα χρόνια, έως τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Εγραψε μουσική για περισσότερες από 50 οπερέτες, επιθεωρήσεις, μουσικές κωμωδίες, ηθογραφίες, κινηματογραφικές ταινίες, καθώς και πολλά κοσμαγάπητα τραγούδια που ερμήνευσαν οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες της περιόδου (Σοφία Βέμπο, Δανάη, Νίκος Γούναρης, Πέτρος Κυριακός, Αννα και Μαρία Καλουτά, Κάκια Μένδρη, Στέλλα Γκρέκα, Νάνα Μούσχουρη κ.ά.).

Οπως υπογραμμίζει ο Λάμπρος Λιάβας, «το έργο του Κωνσταντινίδη συμπυκνώνει τις μνήμες, τις καταβολές και τη μυθιστορηματική ζωή του «πρόσφυγα» στο τρίγωνο Σμύρνη – Βερολίνο – Αθήνα. Γνήσιος εκπρόσωπος της «γενιάς του ’30», αναζήτησε την ελληνικότητα πέρα από τον λαϊκισμό του επιφανειακού φολκλόρ, δεν διεκδίκησε τις δάφνες του μεγάλου μουσουργού, δεν ζήλεψε το κλασικό και το αθάνατο. Μας κληροδότησε μια μουσική που δεν σκιάζεται από πάθη και εντάσεις, δεν απογειώνεται σε κόσμους ξένους και σκοτεινούς, αλλά καταυγάζεται από το φως του Αιγαίου και καθιερώνεται χάρη στη σεμνότητα και την απλότητα που τον χαρακτήριζαν ως άνθρωπο και δημιουργό».

INFO Κατά την έναρξη κάθε συναυλίας θα πραγματοποιείται σύντομη εισήγηση του Λάμπρου Λιάβα για τον συνθέτη και τα έργα του, με προβολή οπτικού υλικού από το Αρχείο Γ. Κωνσταντινίδη – Κ. Γιαννίδη (Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Φιλοσοφική Σχολή ΕΚΠΑ). Τηλέφωνο ταμείων: 213 0885700. Εισιτήρια: 12 και 15 ευρώ (παιδικά, φοιτητικά 10 ευρώ). Ωρα έναρξης: 20.30.