Ο Ορφέας Αυγουστίδης, ο Γιώργος Κουτλής και η ομορφιά της ασχήμιας

Ο Γιώργος Κουτλής σκηνοθετεί και ο Ορφέας Αυγουστίδης παίζει τον «Ασχημο» του Μάριους φον Μάγενμπουργκ.

Πώς αντιδρά κάποιος που μαθαίνει ξαφνικά ότι είναι άσχημος – πολύ άσχημος; Τι κάνει; Πάντως ο Λέτε, ο κεντρικός ήρωας στον «Ασχημο» του Μάριους φον Μάγενμπουργκ, αποφασίζει να γίνει όμορφος, μέσα από τις δυνατότητες που του δίνει η επιστήμη. Και τα καταφέρνει. Αλλά μετά δεν ξέρει ποιος είναι…

Δύο φίλοι, ο Γιώργος Κουτλής και ο Ορφέας Αυγουστίδης, συνεργάζονται σε αυτό το σύγχρονο έργο που μιλάει για ταυτότητες, μεταμορφώσεις, ομορφιά. Οι δυο τους μοιράζονται σκέψεις κι απόψεις για το θέατρο και τη ζωή.

Πώς γνωριστήκατε;

Γιώργος Κουτλής: «Οταν τελείωσα τη δραματική σχολή, με πήρε η Κατερίνα Ευαγγελάτου στον «Ρήσο» του Ευριπίδη – την πρώτη και την τελευταία παράσταση που έπαιξα στη ζωή μου. Εκεί έπαιζε ο Ορφέας. Γνωριστήκαμε στις πρόβες. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Τότε ήταν που εγώ έφυγα και πήγα στη Ρωσία να δώσω εξετάσεις. Μετά, όσο έλειπα στη Ρωσία, κράτησα επαφή με τον Ορφέα. Οποτε επέστρεφα τα λέγαμε, θεατρικά, υπαρξιακά, για τη ζωή. Από τότε έχω δει όλες τις παραστάσεις του και, νομίζω, κι εκείνος τις δικές μου».

Ορφέας Αυγουστίδης: «Ναι, εκτός από «Το όνειρο ενός γελοίου»».

Γ.Κ.: «Από τότε λέγαμε ότι θα κάνουμε κάτι μαζί. Πέρασε ο καιρός, με πήρε ο Ορφέας κι είπαμε πια να δουλέψουμε μαζί. Ελεγε, και συμφωνούσα, ότι πρέπει να βρούμε κάτι που να γουστάρουμε. Είχα στον νου μου τον «Ασχημο»…».

Ο.Α.: «Ναι και μου είχες πει για αυτό το έργο από τότε που ήσουν στη Ρωσία».

Γ.Κ.: «Ξεκινήσαμε μια κουβέντα για να δούμε κατά πόσο μας απασχολεί κι αν συμπλέουμε σε αυτό το έργο. Φίλοι είμαστε έτσι κι αλλιώς. Μπορεί όμως να μην είχαμε σε αυτή τη φάση τις ίδιες ανάγκες. Ετυχε όμως και συναντηθήκαμε σε αυτή τη χρονική στιγμή. Είναι μια ευτυχής συγκυρία».

Ο.Α.: «Και παίρνοντας τη σκυτάλη από τις πρόβες και το κλίμα που έχει διαμορφωθεί, δύο μήνες τώρα, είναι πράγματι μια ευτυχής συγκυρία κι ακόμα περισσότερο. Είναι απρόβλεπτα γλυκιά και ωραία».

Βλέπατε από την αρχή στον Γιώργο κάτι που θα τον οδηγούσε στη σκηνοθεσία;

Ο.Α.: «Στον Γιώργο βλέπεις αυτό που είναι. Ενας άνθρωπος που με μεγάλη συνείδηση διυλίζει τα πράγματα κι ο τρόπος που τον αφορούν είναι πολύ δικός του. Νομίζω ότι βλέπεις έναν άνθρωπο που θα προσεγγίσει αρχικά τα πράγματα επειδή τον ενδιαφέρουν κι όχι απλώς για να κάνει κάτι. Γιατί πάντα παθιαζόταν για αυτό που άνοιγε μπροστά του και σε κέρδιζε με μια παιδική αθωότητα. Μιλούσε με ενθουσιασμό για τους ηθοποιούς. Κι έλεγα «τι ωραία να μπορεί ένας σκηνοθέτης να εμπιστευθεί και να θαυμάσει έναν ηθοποιό, να τον ακούσει, να ακούσει κάτι που έχει να του προτείνει ο ηθοποιός». Αυτό το κομμάτι του Γιώργου σε έκανε να σκέφτεσαι ότι δεν θα είναι ποτέ πρόχειρος, δεν θα κάνει τυχαία πράγματα. Κι αυτό δεν είναι αυτονόητο. Στη χώρα μας, στο θέατρο βλέπουμε ότι η αισθητική προστασία δεν τους αφορά όλους».

Τι σας συγκίνησε στον «Ασχημο»;

Γ.Κ.: «Οταν διαβάζω ένα έργο και νιώθω σαν παιδί, και μένω έκπληκτος με αυτόν τον παιδικό ενθουσιασμό μου, ακόμα κι αν δεν καταλάβω ακριβώς τι γίνεται, και αρχίζουν και μου γεννιούνται πράγματα, τότε στέκομαι σε αυτό το έργο. Θεωρώ ότι μου ταιριάζει τρομερά. Εχει έναν ρυθμό, ένα τρελό μοντάζ, ένα σαρδόνιο χιούμορ μέσα στη σκοτεινιά του, που είναι φανταστικό. Και κάτι ακόμα: Κάνει πολιτικό, κοινωνικό σχόλιο χωρίς να το λέει. Τρέχει μια υπόθεση σαν παραμύθι, που την παρακολουθείς με το σασπένς μιας εντυπωσιακής ταινίας και το σχόλιο δεν εξηγείται, υπάρχει από αυτά που συμβαίνουν – πολύ δελεαστικό. Οπως τα παιδιά όταν θαυμάζουν και παρακολουθούν κάτι ωραίο και παράλληλα αυτό περνάει ένα σημαντικό θέμα σε σχέση με το σήμερα».

Ο.Α: «Ακριβώς όπως το λέει ο Γιώργος. Συντονιστήκαμε σε σχέση με το έργο, ένα έργο με ταχύτητα, ρυθμό, μια πρόκληση σε σχέση με τον ρόλο. Ενας ρόλος που κάνει μια πολύ καθαρή διαδρομή. Συμβαίνουν όμως πράγματα κι επειδή υπάρχει, από γραφής, αυτό το μοντάζ, υπάρχουν κάποια κενά δευτερολέπτων στα οποία ο ήρωας γράφει μια διαδρομή χιλιομέτρων, που δεν βλέπουμε. Το έργο είχε πολλές περιοχές που δεν είχα ποτέ ψηλαφίσει κι αυτό με γοήτευσε. Νιώθω πως ο Γιώργος θα δει το έργο αυτό, γιατί όντως μοιάζει να ανήκει στο σύμπαν που τον διεγείρει».

Γ.Κ.: «Αγαπώ πολύ τον Μάγενμπουργκ. Ειδικά αυτό το έργο. Αν έγραφα, θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ».

Ο.Α.: «Στα έργα συχνά ψάχνεις να βρεις τη σύνδεση με το σήμερα. Αυτό είναι σαν να γράφτηκε προχθές για τώρα, για μετά, για πριν».

Γ.Κ.: «Μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον ότι γράφτηκε το 2007, όταν ξεκίνησαν τα social media, όταν έκανε εισαγωγή το iPhone. Πριν προλάβει να τα δει, είχε ένα προαίσθημα, μια διαίσθηση, για το πού πάει η σύγχρονη καπιταλιστική, δυτική κοινωνία. Μοιάζει να έχει γραφτεί για σήμερα».

Ο.Α.: «Ακόμα και το ζήτημα της διορθωτικής επέμβασης, που τώρα πια δεν είναι ταμπού, τότε είχε στοιχεία υπερβολής, παραμυθιού. Ξαφνικά αλλάζει ένα πρόσωπο, μεταμορφώνεται, γίνεται άλλος και δεν τον αναγνωρίζει κανείς. Τώρα είναι τόσο οικείο».

Γ.Κ.: «Πράγματι. Τώρα η μεταμόρφωση μπορεί να γίνει πραγματικά, τεχνολογικά. Και παίζει πολύ με αυτό ο συγγραφέας. Στην πρώτη σκηνοθετική οδηγία του Μάγενμπουργκ λέει ότι μετά το χειρουργείο δεν αλλάζει τίποτα στον ηθοποιό. Μου φαίνεται τόσο αστείο, ευφυές. Δηλώνεται εξαρχής πώς προσλαμβάνεται η ομορφιά».

Ο.Α.: «Προσθέτω το θέμα του ετεροπροσδιορισμού: Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λέτε συνειδητοποιεί ότι είναι άσχημος από τους άλλους. Δεν το ξέρει. Οταν του το λένε, αναρωτιέται: Εγώ; Ασχημος; Κι όμως, αυτό είναι ένα κλειδί».

Γ.Κ.: «Κάποια στιγμή μού είπαν ότι είμαι ταχύλογος. Εγώ ως τότε δεν το είχα καταλάβει. Ως τα 21 μου που πήγα στο θέατρο δεν μου το είχε πει κανείς. Για πολλά πράγματα δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να είναι κι αλλιώς. Θεωρώ ότι ο ήρωας είναι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, στο παράλογο και παράδοξο σύμπαν του Μάγενμπουργκ, προφανώς. Δεν είναι ακριβώς ρεαλιστικό ότι δεν έχει αντιληφθεί ότι είναι άσχημος. Εχει μια μόνιμη ειρωνεία, ένα σαρδόνιο χαμόγελο, παίζει με αυτό».

Ο.Α.: «Και μάλιστα είναι τόσο άσχημος που τον βλέπουν και τους φέρνει αναγούλα…».

Γ.Κ.: «Δεν είναι όμως ένας κακομοίρης. Είναι ένας εφευρέτης, έχει γυναίκα, δουλειά, έχει καταφέρει πέντε πράγματα στη ζωή του. Εμείς τον βρίσκουμε βασταγερό. Μετά είναι ένα έρμαιο, άγεται και φέρεται από το σύμπαν».

Ο.Α.: «Και ψάχνει ταυτότητα. Μέσα σε αυτή τη διαδρομή το τέρας γίνεται όμορφο και τη στιγμή που αποδέχεται την ομορφιά του και φτάνει στο απόγειο του ναρκισσισμού είναι τέρας. Ενας άνθρωπος-τέρας».

Γ.Κ.: «Του φορτώνεται μια ανάγκη που δεν είχε φανταστεί κι αυτή τον οδηγεί – κι όπου πάει».

Πώς παίζετε τον άσχημο;

Ο.Α.: «Δεν νιώθω ότι είμαι όμορφος, ούτε ότι δεν μπορώ να παίξω τον άσχημο. Νιώθω φυσιολογικός. Αλλά όλο αυτό έχει να κάνει με τα μάτια του θεατή. Γιατί στο έργο ούτε εμείς ούτε φυσικά ο Μάγενμπουργκ αλλάζουμε κάτι πριν ή μετά την εγχείρηση».

«Ενα 80% του έργου βασίζεται στη φαντασία του θεατή. Κι αυτό είναι το βασικό στο θέατρο. Το θέατρο συμβαίνει σε αυτό το μεσοδιάστημα σκηνής και θεατή, είναι μια μαγική περιοχή όπου γίνονται διάφορα αόρατα πράγματα»

Γ.Κ.: «Δεν μου είχε περάσει καθόλου από το μυαλό μέχρι που κάποιος μου είπε «μα ο Ορφέας είναι όμορφος»… Επειδή ένιωθα ότι παικτικά αλλά και ως ψυχοσύνθεση ταίριαζε με αυτόν τον ήρωα, δεν ασχολήθηκα με την εμφάνισή του, αλλά με την ενέργειά του. Αλλωστε στο πρώτο μέρος είναι κακάσχημος και στο δεύτερο πανέμορφος. Οπότε την έχεις πατήσει ό,τι κι αν κάνεις. Ενα 80% του έργου βασίζεται στη φαντασία του θεατή. Κι αυτό είναι το βασικό στο θέατρο. Το θέατρο συμβαίνει σε αυτό το μεσοδιάστημα σκηνής και θεατή, είναι μια μαγική περιοχή όπου γίνονται διάφορα αόρατα πράγματα».

Πώς δουλεύετε;

Γ.Κ.: «Εχω μια αγάπη στους ηθοποιούς, τους εμπιστεύομαι. Στη διανομή με ενδιαφέρουν τρία στοιχεία: ο ηθοποιός, ο άνθρωπος, ο καλλιτέχνης. Η συμμετοχική διαδικασία είναι πολύ σημαντική στα έργα μου. Τους ρωτάω για τα πάντα – γίνομαι ακόμα και κουραστικός».

Ο.Α.: «Είναι σπουδαίο να νιώθεις ότι είσαι μέσα στη στιγμή, κάνοντας τα πράγματα με τον τρόπο που κι εσύ ονειρεύεσαι. Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, σχολές, όλα χωράνε. Ο Γιώργος κάνει διάλογο».

Γ.Κ.: «Ξεκινώντας μια παράσταση έχω αποφασίσει πολλά αλλά δεν τα φέρνω ως de facto στις πρόβες. Προτείνω. Εχω βρει λύσεις για τα περισσότερα, δεν πάω ψάχνοντας. Αλλά τις δουλεύω με τους ηθοποιούς, τις ζυμώνω μαζί τους και μπορεί κι ο ηθοποιός να προτείνει κάτι – καμιά φορά είναι και καλύτερες οι ιδέες τους. Πέντε κεφάλια δουλεύουν καλύτερα από ένα. Εχω εθισμό με το brain storming».

Ο.Α.: «Ετσι είναι η πρόβα του Γιώργου».

Γ.Κ.: «Οταν βλέπω τον Ορφέα, ας πούμε, να προτείνει κάτι, και βλέπω να γεννιέται κάτι, είναι μαγικό. Εγώ το λέω μικρές στιγμές αθανασίας».

Ο.Α.: «Με ενδιαφέρει να είμαι κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας».

Γ.Κ.: «Δεν πιστεύω στον ηθοποιό εκτελεστή. Πιστεύω στον ηθοποιό δημιουργό-καλλιτέχνη. Το καστ είναι μια μεγάλη διαδικασία. Στους «Παίκτες», επειδή έπρεπε να φτιαχτεί μια ομάδα, και στο τέλος να υπάρχει προδοσία, ήθελα να είναι τέσσερις άνθρωποι κοινών αναφορών. Εδώ επίτηδες ήθελα ο καθένας να φέρνει ένα διαφορετικό σύμπαν ώστε το καινούργιο σύστημα που θα φτιαχτεί να είναι ένας κόσμος γύρω από έναν άνθρωπο. Εψαχνα κάτι διαφορετικό».

Το θέατρο μας μετακινεί;

Γ.Κ.: «Ως σκηνοθέτης έχω μεγαλύτερο όγκο πάνω μου ως προς την επιλογή των πραγμάτων. Ξεκίνησα με την εφηβική διάθεση να αλλάξω τον κόσμο με το θέατρο. Μεγαλώνοντας κατάλαβα… Κατέληξα ότι με τη θεατρική πράξη αξίζει να ξυπνάς περιέργειες, να ξεκουνάς πράγματα. Να φύγει ένας θεατής από μια παράσταση και να έχει κουνηθεί λίγο…».

Ο.Α.: «Είναι ένας από τους λόγους που κάνουμε θέατρο. Να μετακινήσεις τον άλλον όχι προς κάτι πιο σωστό, αλλά πιο ενδιαφέρον, πιο μαγικό, πιο τρυφερό, σε αξίες που σε κάνουν να ζεις. Οπως η αγάπη, που ακούγεται απλοϊκό, αλλά που μπορεί να έχει και ως αποτέλεσμα τον τρόπο που εγώ επέλεξα να προσεγγίσω έναν ομοφυλόφιλο -όπως στη «Μηχανή του Τούρινγκ». Αν αλλάξεις έναν άνθρωπο μπορεί να αλλάξεις και τον κόσμο. Οσο για την κοινωνία, είναι κάτι άλλο».

Γ.Κ.: «Πράγματι, έχεις αυτή την ψευδαίσθηση, που μπορεί να είναι αρκετή για να συνεχίζουμε να υπάρχουμε. Αν δεν βρίσκω τον λόγο να ανεβάσω ένα έργο, δεν μπορώ και να το σκηνοθετήσω. Τι θα κάνω, εξυπνάδες; Χρειάζεται η ραχοκοκαλιά».

Είστε της ίδιας γενιάς, παντρεμένοι κι οι δυο, ο Ορφέας και με παιδί. Επενδύετε προσωπικά στη σταθερότητα;

Γ.Κ.: «Εγώ νομίζω ότι η ένωση δύο ανθρώπων – και δεν μιλάω για τον θρησκευτικό γάμο – είναι μια γιορτή για την αγάπη και η γέννηση ενός παιδιού, μια γιορτή για τη ζωή. Γιατί να μην τα γιορτάσεις αυτά τα πράγματα… Είναι γεμίσματα, ευτυχίες, στο δικό μου σύμπαν τουλάχιστον».

Ο.Α.: «Δεν ξέρω αν οι νεότερες γενιές έχουν στραφεί σε αυτό. Οταν αυτό χαλάει, δεν είναι η αντίσταση στη σταθερότητα, είναι η έλλειψη της ανάγκης να παλέψεις για κάτι τέτοιο. Μια συμβίωση χρειάζεται κόπο και πίστη σε κάτι. Δεν χρειάζεται να αφήσεις τη σταθερότητα να κάνει τη δουλειά της. Γιατί σταθερότητα δεν υπάρχει. Η σταθερότητα έφυγε γιατί ο κόσμος έχασε την πίστη του σε κάτι που πρότειναν οι προηγούμενες γενιές σαν κάτι σημαντικό. Η θρησκεία δεν έχει πια τη δύναμη. Κι έτσι το πράγμα άρχισε να κουνιέται… Αναρωτιέμαι. Δεν ξέρω τι συμβαίνει τώρα».

INFO:

Παίζουν: Ορφέας Αυγουστίδης, Μαίρη Μηνά, Γιάννης Κλίνης, Ηλίας Μουλάς. Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου, από 10/11

 

 

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.