Δύο τελείως διαφορετικά έργα σκηνοθετεί ο Γιώργος Παπαγεωργίου και το χαίρεται. Ξεκινά με τη μαύρη κωμωδία «Κανόνια και τρομπέτες» του Γιάννη Τσίρου (Εμπορικόν, 10/10) και συνεχίζει με το κοινωνικό έργο «Αμφιβολία» του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ (Χορν, 21/10). Παράλληλα θα παίξει στην τηλεόραση και θα συνεχίσει μουσικά με τους Polkar. Πάνω απ’ όλα όμως απολαμβάνει στη ζωή τον ρόλο του πατέρα.
Δύο σκηνοθεσίες, μια τηλεοπτική σειρά: Βαρύ το φετινό σας πρόγραμμα;
«Ακούγεται ζόρικο, αλλά δεν είναι και τόσο. Κι επειδή δεν είμαι φύσει οργανωτικός άνθρωπος, έμαθα να είμαι. Απ’ τον περασμένο Μάιο ξεκίνησα να δουλεύω κι έτσι ήμασταν έτοιμοι το φθινόπωρο να μπούμε σε ρυθμούς παράστασης. Επίσης έχω αποφασίσει να λέω και μερικά όχι γιατί, πέρα απ’ τη δουλειά μου, έχω και μια οικογένεια που θέλω να χαίρομαι. Μάλιστα φέτος είπα με πόνο ψυχής ένα όχι για να παίξω στο θέατρο, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Η κόρη μου είναι εννέα μηνών – θέλω να τη βλέπω να μεγαλώνει».
Μαύρη κωμωδία τα «Κανόνια και τρομπέτες»: Τι ακριβώς είναι;
«Ο τίτλος παραπέμπει στη φράση ενός οικονομολόγου «όταν ακούς κανόνια πούλα, όταν ακούς τρομπέτες αγόραζε»… Μου τηλεφώνησε ο Γιάννης Τσίρος και μου είπε ότι θα ήθελε να διαβάσω και να σκηνοθετήσω το νέο, ακυκλοφόρητο, έργο του.
Ομολογώ ότι με τίμησε αυτό το τηλεφώνημα, διότι τον εκτιμώ και τον θεωρώ έναν από τους σημαντικότερους έλληνες, αυτή τη στιγμή, συγγραφείς. Προσωπικά δεν τον γνώριζα. Οπότε, όταν ένας άνθρωπος σε προσεγγίζει με έναν τόσο ωραίο επαγγελματικό τρόπο, είναι σαν να σου δίνει ένα χάδι. Να αισθανθείς κι εσύ μια κάποια ασφάλεια, γιατί ακριβώς σε έχει επιλέξει. Διάβασα το έργο και ήταν για μένα αποκάλυψη αυτό το παλαβό χιούμορ. Ηθελα πολύ να κάνω κωμωδία. Κι όταν κατάλαβα ότι μου επετράπη απ’ την παραγωγή να κάνω την παράσταση με τους όρους μου, συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι μια μεγάλη τύχη. Γιατί δεν θα είναι μια συνηθισμένη, καθωσπρέπει κωμωδία».
«Το γέλιο ουσιαστικά είναι μεγάλη ντόπα. Και στο θέατρο είναι άμεσο, αποδίδει στη στιγμή.»
Αγαπάτε την κωμωδία;
«Εγώ με την κωμωδία έχω μια σχέση ζωής, με την έννοια ότι το χιούμορ είναι αναπόσπαστο κομμάτι μου. Και στενοχωριέμαι όταν βλέπω ότι είναι πια ένα είδος που πέφτει λίγο σε ευκολίες, ενώ είναι τόσο δύσκολο. Προσωπικά ως ηθοποιός έχω απολαύσει τη δύναμη της κωμωδίας στην Επίδαυρο – τελευταία φορά στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Το γέλιο ουσιαστικά είναι μεγάλη ντόπα. Και στο θέατρο είναι άμεσο, αποδίδει στη στιγμή. Δύσκολο είδος, κι όσοι προσπαθούν να κάνουν κωμωδίες απ’ το εξωτερικό, συνήθως κάνουν μια διασκευή που μπορεί να μην έχει καμία σχέση με το έργο ή, υποψιάζομαι, ότι κάτι χάνουν. Γιατί το χιούμορ είναι άμεσα συνυφασμένο με το ταμπεραμέντο. Η κωμωδία για μένα είναι μουσική και συχνά λειτουργεί με τον ήχο, τον ρυθμό, την ενέργεια. Επιπλέον, σε αυτή την παράσταση έχω μια ομάδα που νιώθω ότι είναι απόλυτα εναρμονισμένη με αυτό που έχω στο κεφάλι μου. Εχω τους καλύτερους ηθοποιούς που θα μπορούσα για τους ρόλους».
Στο επίκεντρο είναι οι Ρομά, το χρήμα, οι απάτες;
«H κουβέντα για τους Ρομά είναι τεράστια. Για μένα Ρομά είναι ο ελεύθερος άνθρωπος που θα θέλαμε, κατά βάση, να είμαστε. Κι ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να μας τρομάξει, να μας ξενίσει, αλλά μπορεί και να μας γοητεύσει. Σίγουρα είναι κάτι που δεν μπορούμε να καταλάβουμε πλέον γιατί δεν είμαστε όσο ελεύθεροι θα θέλαμε να είμαστε.
Τώρα στο έργο μας συναντάμε δύο Ρομά που συνδιαλέγονται, μέσω δοσοληψιών, με αυτό που λέγεται υψηλή κοινωνία. Κι έτσι βλέπουμε τι συμβαίνει όταν αυτοί οι δύο κόσμοι συναντιούνται για ένα βράδυ. Ενα συμβάν τροφοδοτεί το υλικό της κωμωδίας κι εγώ βάζω μια πολιτική χροιά. Ασχολούμαστε με το τι σημαίνει εξαπάτηση με τον μάλλον, εμφανώς, παράνομο ή τον νόμιμα παράνομο…».
Σας απασχόλησε ο ρατσισμός που υπάρχει για τους Ρομά;
«Θυμάμαι ένα Ρομά κοριτσάκι κάτω από το σπίτι μου στην Τούμπα. Ερχόταν μαζί με τον πατέρα, που έπαιζε ακορντεόν, και τη μάνα του. Περπατούσαν και τραγουδούσαν, όχι για να μαζέψουν λεφτά. Κατέβηκα κι έβγαλα μια φωτογραφία το κοριτσάκι που χόρευε – για καιρό ήταν η αφίσα των Polkar. Ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ άλλη κοινωνική ομάδα που να δέχεται τόσο ρατσισμό – τρομερές ανισότητες. Απ’ την άλλη, νομίζω ότι είναι και πολύ περήφανοι άνθρωποι. Δεν μας πειράζει αν ο τσιγγάνος μάς εξυπηρετεί για να πετάξουμε το ψυγείο, να αδειάσουμε την αποθήκη. Οχι όμως και να πηγαίνουν τα τσιγγανάκια σχολείο μαζί με τα ελληνόπουλα… Υπάρχει κάτι πιο άδικο από αυτό; Πραγματικά πιστεύω ότι είναι θέμα παιδείας – όπως όλοι οι ρατσισμοί».
Οι ευαισθησίες σας οδηγούν τις επιλογές σας;
«Πάντα. Διαφορετικά, δεν μπορώ να προσεγγίσω τίποτα».
Δεύτερη σκηνοθεσία, η «Αμφιβολία», ένα έργο περί πίστεως και ασέλγειας…
«Το έργο ήρθε μέσα από τον Νικόλα Χανακούλα που του άρεσε πολύ. Το διάβασα και ομολογώ ότι μου φάνηκε πολύ ωραίο και ταυτόχρονα θίγει με έναν έξυπνο τρόπο ένα τεράστιο ζήτημα: Αυτό της ασέλγειας σε έναν μαθητή από τον δάσκαλο και κατά πόσο η κοινωνία είναι έτοιμη να τον κατασπαράξει, να το κρύψει ή όχι. Είναι γραμμένο με τρόπο τόσο αριστοτεχνικό που ο καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει όπως θέλει. Εχει κατ’ αρχάς στοιχεία σασπένς. Εμείς και στην πρόβα προσπαθήσαμε να καταλάβουμε τι εννοεί ο συγγραφέας, τι έγινε. Κι ακριβώς επειδή είναι καλογραμμένο καταλήγεις σε αυτό που λέει ο τίτλος, στην αμφιβολία. Γιατί δεν μιλάει τελικά τόσο για την ασέλγεια όσο για την έννοια της αμφιβολίας. Με την αμφιβολία αποδέχεσαι ότι είσαι μετέωρος, άρα στο πουθενά. Ειδικά σε μια εποχή που ασκούν πόλο έλξης οι απόλυτες απόψεις, δεν μπορείς να είσαι βέβαιος για τίποτα και στ’ αλήθεια αυτό είναι η ζωή».
Διόλου τυχαίο ότι εντάσσεται σε εκκλησιαστικό περιβάλλον…
«Ακριβώς. Τίθενται ζητήματα κανόνων, ορίων, ηθικής, με τον συγγραφέα να μην παίρνει θέση».
Συνεργάζεστε και με τη Φιλαρέτη Κομνηνού – τη μητέρα σας…
«Ναι. Εγώ της το πρότεινα. Της ταιριάζει τόσο που είπα ότι δεν γίνεται να μην της το πω κι ας επιλέξει εκείνη. Γιατί μας προβλημάτισε κατά πόσο αυτό θα μπορούσε να φέρει μια ανισορροπία στη σχέση μας, ειδικά τώρα που έχει γίνει και γιαγιά. Αλλά τα βάλαμε κάτω κι είπαμε πάμε να δοκιμάσουμε».
Η μία σκηνοθεσία θρέφει την άλλη;
«Είναι πολύ διαφορετικού ύφους. Από τους φρενήρεις ρυθμούς της κωμωδίας πηγαίνω σε ένα έργο εσωτερικό, εσωστρεφές – είναι πολύ αναζωογονητικό».
Πόσο σας έχει καθορίσει η πατρότητα;
«Ηθελα πάρα πολύ να πάρω αυτό τον ρόλο. Αλλαξε τα πάντα, αλλά προς μια κατεύθυνση που όταν ήμουν νεότερος με φόβιζε. Σκεφτόμουν ότι οικογένεια και παιδί σημαίνει τέρμα τα ξενύχτια, τέρμα οι τρέλες. Και όντως τέρμα. Αλλά δεν μου λείπουν καθόλου. Τώρα θέλω άλλα πράγματα».
Τηλεοπτικά θα είστε στη «Μάγισσα, φλεγόμενη καρδιά».
«Ναι. Είναι μια σειρά με πολλές απαιτήσεις, τεχνικές, υποκριτικές. Διαδραματίζεται σε μια εποχή τελείως ανεξερεύνητη, στην Ελλάδα του 1700, στην Ενετοκρατία. Κι είναι κάτι που δεν θα έχεις άλλη ευκαιρία να κάνεις. Πέρασα από κάστινγκ και πήρα τον ρόλο. Πρώτη φορά κάνω τόσες πρόβες για γυρίσματα, κάνω μαθήματα ιππασίας, ιταλικών!».