Η συζήτησή μας με τον Ευριπίδη Λασκαρίδη ξεκινά κάπως παράδοξα. Τον ρωτώ για το καλύτερο σχόλιο που έχει λάβει ποτέ για παράστασή του. «Δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια της, αλλά μία θεατής στο «ELENIT», μου ζήτησε να της εξηγήσω πώς γίνεται να την παίρνουν τα κλάματα σε ένα έργο που όπως μου είπε «δεν έβγαζε άκρη»» αναφέρει.
Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης τα τελευταία χρόνια ταξιδεύει με τις παραστάσεις του σε όλον τον κόσμο, δημιουργώντας μία δική του σκηνική γλώσσα, η οποία γειτνιάζει με το θέατρο, τον χορό, την εικαστική περφόρμανς, δανείζεται από το μπουρλέσκ, από το τσίρκο, από τη φάρσα, από την όπερα και φλερτάρει με τις παραστατικές τέχνες, οδηγώντας τελικά τον θεατή στον λαβύρινθο της οργιώδους φαντασίας του, από όπου ξεπηδούν αλλόκοτα πλάσματα που όμως θυμίζουν κάτι βαθιά προσωπικό στον καθένα μας.
Κύριε Λασκαρίδη, το προσεχές διάστημα θα παρουσιάσετε τους «ΤΙΤΑΝΕΣ» για τέσσερις παραστάσεις στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.
«Ναι, οι «ΤΙΤΑΝΕΣ»παίζονται ανελλιπώς και συνεχόμενα εδώ και έξι χρόνια. Από την πρεμιέρα του έργου στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2017 έως και σήμερα κάθε χρόνο ταξιδεύουν εντός και εκτός συνόρων έχοντας συμπληρώσει πάνω από 50 παραστάσεις σε 14 χώρες και 22 διεθνή φεστιβάλ. Στη διάρκεια των ετών αυτών η παράσταση όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, δηλαδή στη δομή της, δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου».
Πράγματι πρόκειται για μία παράσταση που έχει παιχθεί πρόσφατα στο Λονδίνο και έχει ταξιδέψει από το Χονγκ Κονγκ μέχρι το Μόντρεαλ και από την Biennale de la danse της Λυών μέχρι το Tanz im August του Βερολίνου. Πόσο διαφορετικός είστε εσείς σήμερα από τον Ευριπίδη του 2017;
«Ευτυχώς τα έργα μου φέρουν κάτι πολύ προσωπικό που δεν τα αφήνει να με κουράσουν ή να σταθούν σε ασφαλή τερτίπια και έτσι να πετρώσουν. Σίγουρα στο σώμα δεν είμαι όσο ελαφρύς μπορεί να ένιωθα επτά χρόνια πριν, αλλά αυτό βλέπω πως όχι μόνο κακό δεν κάνει στο έργο, αλλά του δίνει μια άλλη διάσταση στον ρυθμό, κάτι που δεν είχα την ωριμότητα προηγουμένως να τολμήσω».
Γνωρίζω ότι δεν αγαπάτε να επεξηγείτε τις παραστάσεις σας, αλλά τι θα λέγατε σε έναν «αμύητο» θεατή για τους «ΤΙΤΑΝΕΣ»;
«Ναι, είναι αλήθεια αυτό. Είμαι λάτρης των ανοιχτών νοημάτων. Επιθυμώ βαθιά να ενθαρρύνω το κοινό να μη φοβάται να αφεθεί σε έργα που δεν πατάνε σε γραμμικές μορφές αφήγησης. Μου αρέσει το θέαμα που υπαινίσσεται και δεν οδηγεί σε βεβαιότητες . Οι «ΤΙΤΑΝΕΣ» είναι και στην ουσία του ένα τέτοιο έργο καθώς καταπιάνεται και με ζητήματα για τα οποία μπορεί να μην έχουμε λόγια να μιλήσουμε: όπως η ζωή, ο θάνατος, ο έρωτας ή η σχέση μας με το μυστήριο και το υπερφυσικό».
Σπουδάσατε στο Θέατρο Τέχνης, αργότερα στη Νέα Υόρκη. Πώς δημιουργήθηκε το πρώτο σας έργο «RELIC» με το οποίο μας συστήσατε αυτή την ιδιαίτερη σκηνική σας γλώσσα;
«Το «RELIC» δημιουργήθηκε στην καρδιά της οικονομικής κρίσης και σε μία στιγμή δικής μου εσωτερικής κρίσης. Είχα βρεθεί πολύ μόνος, προσωπικά και καλλιτεχνικά, και σκεφτόμουν να τα παρατήσω όταν αποφάσισα να δοκιμάσω να φτιάξω ένα έργο που να μπορεί αφενός να ταξιδέψει και αφετέρου να μιλά μια σκηνική γλώσσα που θα με εξέφραζε απόλυτα. Αν δεν τα κατάφερνα θα τα παρατούσα. Αυτή η οριακή απόφαση που είχε μέσα της ένα «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς» νομίζω έκοψε τα περιττά και με οδήγησε στην ουσία».
Στη σκηνή ουσιαστικά είστε ο γεννήτορας «αλλόκοτων, περιέργων» πλασμάτων…
«Οι χαρακτήρες που ενσαρκώνω είναι υπάρξεις που με στοιχειώνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Είναι πλάσματα που τα έχω κάπως γνωρίσει στην ψυχή τους. Είτε σε ένα όνειρο είτε σε μία ανυποψίαστη στιγμή της καθημερινότητας είτε και σε ένα εντελώς φαντασιακό επίπεδο του οποίου οι ρίζες δεν γνωρίζω με βεβαιότητα αν βρίσκονται σε μνήμες μου ή σε κάτι λιγότερο χειροπιαστό. Οι χαρακτήρες που μου έρχονται στον νου αποκτούν ένα πρώτο επίπεδο πραγμάτωσης με την καταγραφή τους σε μια κολλά χαρτί. Το αμέσως επόμενο βήμα είναι η συνάντησή μου με τον Αγγελο Μέντη, έναν ιδιοφυή καλλιτέχνη και σημαντικότατο συνεργάτη μου, ο οποίος «ντύνει» τα πλάσματα των έργων μου και μέσα από τη διαδικασία αυτή με πετά με τον μοναδικό του τρόπο σε μία δίνη αναζήτησης — συχνά εφιαλτική γιατί δεν συμβιβάζεται ποτέ με κάτι που δεν του λειτουργεί. Αυτό με οδηγεί σε όρια που δεν θα τολμούσα ίσως να αγγίξω ποτέ από μόνος μου και οι χαρακτήρες γίνονται ακόμη πιο τρισδιάστατοι».
Είχατε συνεργαστεί με την Πίνα Μπάους στο «Masurca Fogo». Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνη;
«Είναι γεγονός ότι διέσχισα τη σκηνή της Πίνα Μπάους στο έργο «Masurca Fogo» στις παραστάσεις στο BAM το 2001 και όντως έφτασα να έχω και διορθώσεις από τη σπουδαία χορογράφο, αλλά το να πει κανείς ότι «συνεργάστηκα» μαζί της αγγίζει τα όρια της μυθοπλασίας. Εβαλα το κοστούμι ενός θαλάσσιου ελέφαντα και σύρθηκα από τη μια άκρη της σκηνής στην άλλη. Δεν θα ξεχάσω την απόλυτη ησυχία και συγκέντρωση της ομάδας στα παρασκήνια, σαν να ήμασταν σε εκκλησία. Και η ίδια είχε κάτι «μοναστηριακό». Ενιωσα βαθιά συγκίνηση από αυτή τη σύντομη επαφή και της έγραψα ένα ποίημα, δεν νομίζω να έχω γράψει δεύτερο στη ζωή μου. Το διάβασε, συγκινήθηκε και μου έκανε μία αφιέρωση που τη φυλάω ως θησαυρό στη βιβλιοθήκη μου».
Επίσης έχετε συνεργαστεί ως περφόρμερ με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου στο «2», στο «ΜΕΣΑ», στο «ΠΟΥΘΕΝΑ». Αποτελεί ένα κομβικό πρόσωπο για εσάς;
«Η επιρροή του Δημήτρη στη δουλειά μου είναι υψίστη. Το «μάθημα» ξεκίνησε από την ώρα που παρακολούθησα το «Ενός Λεπτού Σιγή», ήταν η πρώτη μου επαφή με τη δουλειά του. Η ουσιαστικότερη ζύμωση για μένα έγινε στις πρόβες του «2» όπου τον είδα να φτιάχνει ένα έργο από το μηδέν. Καυχιέμαι να λέω πως στα δικά του χνάρια πάτησα και πατώ και εξελίσσομαι για να φτιάχνω τους δικούς μου κόσμους και το δικό μου σκηνικό λεξιλόγιο».
«ΤΙΤΑΝΕΣ»: Από 8 έως 11 Ιουνίου στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά (Λεωφ. Ηρ. Πολυτεχνείου 32).