Ο Ελάιτζα Μοσίνσκι δεν έχει έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Σχεδίαζε να ταξιδέψει στην Αθήνα προκειμένου να επιβλέψει την αναβίωση του «Σιμόν Μποκανέγκρα», της εμβληματικής παραγωγής της όπερας του Βέρντι που σκηνοθέτησε ο ίδιος στο Κόβεντ Γκάρντεν το 1991 και έκτοτε ανεβαίνει εκεί σταθερά με αμείωτη επιτυχία ενώ εδώ θα παρουσιαστεί από την Εθνική Λυρική Σκηνή στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», στο πλαίσιο της συνεργασίας του οργανισμού με τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου. Ωστόσο, λόγοι υγείας θα τον εμποδίσουν. Εκφράζει τη λύπη του γι’ αυτό σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας. «Ξέρετε, ήθελα πραγματικά να έρθω στην Αθήνα, είναι όνειρο ζωής για μένα» λέει ο 73χρονος σκηνοθέτης ο οποίος μετρά περισσότερα από 40 χρόνια καριέρας στην όπερα, στο θέατρο αλλά και στην τηλεόραση, έχοντας διαγράψει λαμπρή διεθνή διαδρομή.
Εύσημα στον Πλατανιά
«Αυτό που με ενδιαφέρει στην όπερα είναι κυρίως οι ιδέες και οι χαρακτήρες. Γι’ αυτό ήθελα τόσο να έρθω στην Ελλάδα, που είναι το λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Ελπίζω μια μέρα να τα καταφέρω» λέει στη συνέχεια. Παράλληλα, εκφράζει την εκτίμησή του για τον Δημήτρη Πλατανιά, τον διεθνώς καταξιωμένο βαρύτονο που θα ερμηνεύσει στην Αθήνα τον ρόλο του τίτλου, προσθέτοντας το όνομά του στη λαμπρή λίστα πρωταγωνιστών της συγκεκριμένης παραγωγής. Μια λίστα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, καλλιτέχνες όπως ο Αλεξάντρου Αγκάκε, ο Κάρλος Αλβάρες, αλλά και τον θρυλικό ισπανό τενόρο Πλάθιντο Ντομίνγκο ο οποίος τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται στο ρεπερτόριο του βαρύτονου. «Ο Πλατανιάς είναι καλύτερος από τον Ντομίνγκο. Είναι πραγματικός βαρύτονος» λέει ο Μοσίνσκι γελώντας δυνατά.
Γεννημένος από ρωσοεβραίους γονείς στη Σανγκάη και μεγαλωμένος στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, όπου ολοκλήρωσε έναν πρώτο κύκλο σπουδών, ο Μοσίνσκι έλαβε στη συνέχεια μια υποτροφία για την Οξφόρδη και έκτοτε η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί τη βάση του. Εχει συνεργαστεί με τα πλέον φημισμένα λυρικά θέατρα του κόσμου, ειδικά με τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου, αλλά και με τη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. «Η αλήθεια είναι ότι έχω κάνει και μικρότερες παραγωγές σε εξίσου μικρότερες σκηνές» λέει ο Μοσίνσκι. «Πάντα μου άρεσε η όπερα, η αλήθεια και η ένταση που αποπνέει. Σπούδασα Πολιτική Φιλοσοφία στην Οξφόρδη με τον Αϊζάια Μπερλίν, από τους κορυφαίους στοχαστές του 20ού αιώνα, και με απασχόλησε ιδιαίτερα η αποτυχία του φιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Κάποτε, λοιπόν, που επικεντρώθηκα στην Ιταλία συνειδητοποίησα ότι οι μεγάλες ιδέες της ατομικής ελευθερίας, της πάλης εναντίον των τυράννων περνούν μέσα από το μελόδραμα. Ετσι, αντί να μελετήσω Μπακούνιν και Μαρξ, στράφηκα στον Βέρντι και στον Ροσίνι. Ενα ακόμη στοιχείο που με κέντρισε στην όπερα, με δεδομένο αυτό που είπα προηγουμένως, ότι με ενδιαφέρουν οι ιδέες και οι χαρακτήρες, είναι ότι μπορείς να φτάσεις σε πολύ μεγάλο βάθος, να επικοινωνήσεις με αυτό που λέμε συλλογικό ασυνείδητο».
Πολιτικό vs προσωπικού
Με τον «Σιμόν Μποκανέγκρα» ο Βέρντι έπλασε έναν από τους πιο εντυπωσιακούς ρόλους για φωνή βαρύτονου εκφράζοντας, παράλληλα, την πολιτική του σκέψη και τα ιδανικά του για μια Ιταλία ενωμένη, μακριά από αδελφοκτόνους πολέμους. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Γένοβα του 14ου αιώνα και αφορά την άνοδο στην εξουσία και τη δολοφονία ενός ιστορικού προσώπου, του κουρσάρου Σιμόν Μποκανέγκρα. Παράλληλα προς την πολιτική ιστορία εκτυλίσσεται και αυτή της χαμένης κόρης του Μποκανέγκρα, η οποία δίνει αφορμή για πολιτικές συγκρούσεις.
Μιλώντας για την παράστασή του, πού αποδίδει, άραγε, ο Μοσίνσκι την αντοχή της στον χρόνο; «Μα, φυσικά, στη μουσική του Βέρντι, στην ιδιοφυΐα του» απαντά. «Θυμάμαι, όταν ανέλαβα τη σκηνοθεσία, ξεκίνησα συζητώντας με τον αείμνηστο Γκέοργκ Σόλτι, ο οποίος είχε την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης. Πάντα αρχίζω με συζητήσεις, επιχειρώ αυτό που στην Ελλάδα ονομάζετε «σωκρατική μέθοδο». Συμφωνήσαμε λοιπόν ότι πρόκειται για μια όπερα μοναδική, δεν μοιάζει με καμία άλλη. Στην ουσία είναι δύο όπερες μαζί».
Στη συνέχεια εξηγεί τι ακριβώς εννοεί: «Ο «Σιμόν Μποκανέγκρα» ανέβηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1857. Περίπου 25 χρόνια αργότερα, το 1881, ο Βέρντι παρουσίασε μια αναθεωρημένη εκδοχή του έργου στη Σκάλα του Μιλάνου. Στο ενδιάμεσο διάστημα είχαν συμβεί πολλές αλλαγές, όχι μόνο στο ίδιο το ύφος του Βέρντι ως συνθέτη αλλά και στις ευρύτερες συνθήκες στον πολιτισμό της Ιταλίας. Συγκεκριμένα, η όπερα ως είδος είχε περάσει από το μελόδραμα σε μια σύνθετη μορφή μουσικού δράματος. Η Ιταλία είχε βιώσει μια εθνική επανάσταση και οι ποιητές του Μιλάνου εκείνη την εποχή είχαν την τάση να προτιμούν τον συμβολισμό και τον υπαινιγμό. Είναι πάρα πολύ δύσκολο – αν όχι αδύνατον – να αφηγηθεί κανείς πλήρως την υπόθεση της όπερας. Οι χαρακτήρες μοιάζουν περισσότερο με αρχέτυπα. Παθιασμένες δυνάμεις που έρχονται αντιμέτωπες η μία με την άλλη και παράγουν δράσεις και αντιδράσεις οι οποίες μεταμορφώνουν τα πάθη σε πεπρωμένο. Στη δράση της όπερας εμπλέκονται πολλά θέματα, τόσο πολιτικά όσο και προσωπικά, είναι ένας συνδυασμός. Μπορείς να κυβερνήσεις καλά και ταυτόχρονα να είσαι και καλός άνθρωπος; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα κατά τη γνώμη μου».
Αναφορά στη θνητότητα
Εν προκειμένω, ο Μοσίνσκι προτείνει μια ιστορική σκηνοθεσία η οποία εμπνέεται από την τέχνη και την αρχιτεκτονική της Αναγέννησης. Εικόνες της θάλασσας επανέρχονται διαρκώς, ως μια αναφορά στη θνητότητα. «Συχνά με ρωτούν αν οι παραγωγές μου είναι παραδοσιακές. Απαντώ πως όχι, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι και αποδομητικές, ειρωνικές όπως θέλει η σημερινή μόδα. Βλέπεις παραστάσεις και νομίζεις πως όλα γίνονται στο παρόν, λες και το παρελθόν δεν υπάρχει. Εν προκειμένω η επιλογή της όψης είναι συνειδητή προκειμένου να δοθεί μια μεταφυσική, άχρονη αίσθηση και να αναδειχθούν οι αντιπαραθέσεις του έργου».