Ο σκύλος του, ο Αρίστος, τριγυρίζει στα πόδια του καθώς ο Γρηγόρης Βαλτινός με υποδέχεται στην οικία του με ένα ζεστό χαμόγελο. Βρίσκεται σε δημιουργική αγωνία, μου εκμυστηρεύεται, καθώς συναντά ξανά για δεύτερο χρόνο μετά την περυσινή μεγάλη επιτυχία, τον ρόλο του Da στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Χιου Λέοναρντ που σκηνοθετεί ο Πέτρος Ζούλιας και παρουσιάζεται στο θέατρο Ιλίσια.

Λίγο πριν του χτυπήσω το κουδούνι, όπως ομολογεί, παρακολουθούσε τον εαυτό του στο βίντεο της παράστασης «Da» που μαγνητοσκόπησε πέρυσι. «Με όλη την ειλικρίνεια της ψυχής μου το έβλεπα και αναρωτιόμουν πώς έκανε επιτυχία αυτό το πράγμα!» αναφέρει ξαφνιάζοντάς με. «Θα αστειεύεστε» του απαντώ γελώντας. «Καθόλου! Κάποια πράγματα που κάνω μου φαίνονται απαράδεκτα, δεν περνάνε σας λέω! Φέτος όμως θα τα βελτιώσω». «Σας διαψεύδει πάντως η αλήθεια του ίδιου του αριθμού των περσινών εισιτηρίων» θα επιμείνω. Μοιάζει σκεπτικός. «Ξέρετε κάτι; Εάν δεν έχεις σε αυτή τη δουλειά – επιτρέψτε μου τη λέξη – αυτό το μεγάλο ψώνιο να πηγαίνεις κάθε φορά και πιο μπροστά, να βελτιώνεσαι, θα βαλτώσεις. Ο ηθοποιός – ναι, δεν ντρέπομαι να το πω – θέλει να τον θαυμάζουν. Είμαι τυχερός λοιπόν. Σκεφτείτε εάν δεν είχα εφέτος πράγματα να βελτιώσω στον Da, τι νόημα θα είχε να επιστρέψω σε αυτόν τον ρόλο; Η δουλειά μας είναι ένα εργόχειρο που πρέπει να το κρατάμε ζωντανό, να το ξηλώνουμε και να το κεντάμε πάλι από την αρχή».

Μιλάει λοιπόν με θαυμασμό για το αυτοβιογραφικό έργο «Da» του Χιου Λέοναρντ. Διαδραματίζεται το 1968 στην Ιρλανδία με πολλά φλας μπακ που ζωντανεύουν επί σκηνής μια μοναδική ιστορία αγάπης, τρυφερότητας, αυτογνωσίας και συναισθημάτων κάθε είδους. Ο Τσάρλι Τάιναν – τον υποδύεται ο Μιχάλης Οικονόμου –, ένας εκπατρισμένος στο Λονδίνο συγγραφέας, επιστρέφει στην πατρίδα του μετά τον θάνατο του θετού του πατέρα. Στο πατρικό του θα «ζωντανέψουν» οι γονείς του, ο νεαρός εαυτός του, ιδιαίτερες στιγμές, γεγονότα και κάποια πρόσωπα του παρελθόντος του που σημάδεψαν τη ζωή του και τον επηρεάζουν ακόμα και στο παρόν του.

Κύριε Βαλτινέ, γιατί έχετε χαρακτηρίσει τον Da ως ρόλο ζωής;

«Κοιτάξτε, αποτελεί ρόλο ζωής για μένα από πολλές απόψεις. Κατ’ αρχάς αποτελεί πρότυπο θεατρικής γραφής. Νομίζω ότι θα πρέπει να διδάσκεται αυτό το έργο στα πανεπιστήμια στο μάθημα της δραματουργίας. Την ίδια στιγμή ο Da αποτελεί έναν εξαιρετικά απαιτητικό χαρακτήρα, καθώς πρόκειται για έναν ήρωα που κινείται μεταξύ ζωής και θανάτου. Θέλω να πω ότι ενσαρκώνω έναν πατέρα που έχει φύγει από τη ζωή και υπάρχει πλέον μόνο στο μυαλό του γιου του που ανασύρει μνήμες. Δεν ερμηνεύω δηλαδή έναν άνθρωπο, ερμηνεύω μία ανάμνηση. Θα έλεγα επίσης ότι αυτό το έργο με συγκινεί βαθιά γιατί καταδεικνύει την καθοριστική επιρροή που έχει ένας γονέας στο παιδί του, είτε πρόκειται για το βιολογικό του παιδί είτε για το θετό. Σε αυτό το έργο ένα εγκαταλελειμμένο από τη μητέρα του αγόρι βρίσκει στον Da τον πατέρα του, που τον σκεπάζει με τις φτερούγες του και απλώνει μέλι στις πληγές του, γιατρεύοντας τις ελλείψεις του, με αστείρευτη αγάπη. Τέλος, ο κύριος λόγος που αγαπώ τόσο πολύ τον Da είναι γιατί είναι ίδιος η μητέρα μου. Εχουν τον ίδιο χαρακτήρα».

Πότε το συνειδητοποιήσατε;

«Με βοήθησε σε αυτό παρά πολύ ο Πέτρος Ζούλιας. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε τον «Da» για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2022. Πριν αρχίσουν κανονικά οι πρόβες με τον υπόλοιπο θίασο, εγώ και ο Πέτρος σκύψαμε πολύ πάνω από το κείμενο, επάνω από αυτόν τον ρόλο. Κουβεντιάζαμε, ανταλλάσσαμε προτάσεις, γελάγαμε, κλαίγαμε και σιγά-σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ κάτι: ότι ο Da είναι η μάνα μου. Είδατε λοιπόν τι ωραίο πράγμα είναι το θέατρο; Κοιτάς κατάματα την ψυχή σου, κοιτάς τις ψυχές των γονιών σου, μαθαίνεις να αντιλαμβάνεσαι τον άνθρωπο. Γιατί σε διδάσκει εκ του ασφαλούς να αντιμετωπίζεις δύσκολες καταστάσεις, να αντιστέκεσαι, να πολεμάς, να ξεφεύγεις από τη λαίλαπα της αρνητικής ενέργειας».

Αναμετρώμενος με τον ρόλο του Da, με τον ρόλο ενός πάτερα, σκεφτήκατε τη σχέση σας με τα παιδιά σας; Εχετε την αγωνία να είστε καλός πατέρας;

«Την είχα και την έχω. Ξέρετε, πέρασα μία πολύ άσχημη παιδική ηλικία. Ο γάμος των γονιών μου απέτυχε και διαλύθηκε όταν ήμουν μόλις ενός έτους. Μεγάλωσα χωρίς πατρικό πρότυπο δηλαδή, με δύο γυναίκες, τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου. Αργότερα ήρθε ένας πατριός, που και αυτός ατύχησε στον ρόλο του πατέρα. Οταν έγινα ο ίδιος γονιός ένιωσα μία τεράστια ευθύνη να σταθώ άξιος απέναντι στα παιδιά μου. Μια ευθύνη που ακόμα κουβαλάω και ας είναι πλέον μεγάλα. Και θα την κουβαλάω μέχρι να φύγω από τη ζωή».

Φέτος μετά από καιρό επανέρχεστε και στην τηλεόραση με την πολυαναμενόμενη σειρά του Mega «Famagusta» σε σενάριο Βάνας Δημητρίου και σκηνοθεσία Αντρέα Γεωργίου.

«Είναι λίγο αστείο γιατί είχα αποφασίσει φέτος να μην κάνω τηλεόραση, καθώς θα είμαι πολύ απασχολημένος με την παράσταση «Da» με την οποία θα κάνουμε περιοδεία και θα παίξουμε και στη Θεσσαλονίκη. Για χρόνια, όπως ξέρετε, έκανα παράλληλα θέατρο και τηλεόραση και ήταν μία πραγματική τρέλα. Ημουν λοιπόν κάθετος ότι δεν ήθελα να εμπλακώ πουθενά τηλεοπτικά και μάλιστα αρνήθηκα και προτάσεις που μου έγιναν. Ομως με τον Αντρέα Γεωργίου διατηρούμε φιλικές σχέσεις, με τη Βάνα Δημητρίου έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν και ο γιος μου, ο Νικηφόρος, ανήκει στη συγγραφική ομάδα τους. Μαθαίνω λοιπόν ξαφνικά για τον ρόλο του Αρχιεπισκόπου Μακάριου στη σειρά «Famagusta». Εμένα από μικρό με φωνάζανε Μακάριο, γιατί του έμοιαζα κάπως στα μάτια. Επίσης ο πρώτος μου ρόλος στο θέατρο ήταν αυτός ενός ιερωμένου. Σκέφτηκα ότι ήταν καρμικό να παίξω αυτό το πρόσωπο και τους είπα «εγώ θα το κάνω». Αυτοπροσελήφθην λοιπόν. Τους έκανα οντισιόν και με πήρα». (γέλια).

Είναι ένας ρόλος-πρόκληση φαντάζομαι…

«Φυσικά. Γιατί δεν είναι ένας ρόλος που μπορείς να τον διαμορφώσεις όπως θέλεις, είναι ένα πρόσωπο ιστορικό, γνώριμο στον κόσμο. Ως χαρακτήρας της σειράς δεν θα εμπλέκεται με τους υπόλοιπους ήρωες. Απλά μέσω του Μακάριου θα παρουσιαστεί η ιστορία της Εισβολής με την εξιστόρηση των κρίσιμων στιγμών. Για παράδειγμα, θα δείξουμε τον πύρινο λόγο του ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ όπου κατήγγειλε τη χούντα των Συνταγματαρχών για το πραξικόπημα. Λίγες ώρες αργότερα η Τουρκία θα έκανε εισβολή στην Κύπρο. Συνοψίζοντας λοιπόν ο ρόλος αυτός είναι ένα μεγάλο στοίχημα, αλλά εμένα μου αρέσουν οι προκλήσεις, με αφυπνίζουν».

«Μπορεί να κάνεις μια μεγάλη επιτυχία και την επόμενη σεζόν να βρεθείς χωρίς δουλειά. Εμένα όμως μου αρέσει αυτή η ανασφάλεια γιατί με κρατά σε εγρήγορση»

Δεν τις φοβάστε καθόλου λοιπόν;

«Καθόλου. Εάν φοβόμουν δεν θα γινόμουν ηθοποιός. Οσοι διαλέξαμε αυτή τη δουλειά είμαστε καμικάζι: πότε πετάμε στα σύννεφα και πότε κατεβαίνουμε στην κόλαση. Γιατί έχεις κάθε φορά να παλέψεις με τον ρόλο σου, με την οικογένεια του θεάτρου, με το κοινό. Μπορεί να κάνεις μια μεγάλη επιτυχία και την επόμενη σεζόν να βρεθείς χωρίς δουλειά. Εμένα όμως μου αρέσει αυτή η ανασφάλεια γιατί με κρατά σε εγρήγορση. Μου αρέσει κάθε φορά να τα βάζω με το θηρίο που λέγεται θεατρικό έργο και το οποίο από το χαρτί πρέπει να μεταφερθεί στη σκηνή και να γίνει ερμηνεία. Και αυτό το θηρίο πρέπει κάθε φορά να βρεις τη δύναμη όχι μόνο να το αντιμετωπίσεις, αλλά και να το τιθασεύσεις».

Και εσείς το τιθασεύετε πάντα;

«Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι το προσπαθώ τουλάχιστον, γιατί από νέος αυτό πάντα επιδίωκα. Μεγαλώνοντας πάντως αποκτάς μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, μεγαλύτερη δύναμη, γνώση, εμπειρία. Πλέον ξέρεις καλά τα ατού σου, αλλά κυρίως τις αδυναμίες σου».

Ποιες ήταν οι δικές σας;

«Λοιπόν θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή μου ηχογραφημένη. Δεν είχα ακούσει πραγματικά κάτι χειρότερο στη ζωή μου. Δεν μου άρεσε τίποτα. Το συντακτικό μου, η έκφρασή μου, το ηχόχρωμά της. Και δούλεψα πολύ πάνω σε αυτό. Δούλεψα για να τη φτιάξω. Γιατί κανείς δεν γεννιέται έτοιμος από την κοιλιά της μάνας του. Υστερα ήρθαν οι φωτογραφίες και τα βίντεο. Με έβλεπα και έλεγα «Xριστέ μου, τι εκφράσεις είναι αυτές! Τι ψέματα είναι αυτά που κάνεις! Τι υπερβολές! Τι μούτες! Απορώ πώς σε κρατάνε στο θέατρο». Kαι νομίζω ότι αυτή η στάση μου τελικά με έσωσε».

Γιατί;

«Γιατί δεν υπέπεσα ποτέ στον ναρκισσισμό. Δεν είπα ποτέ «τι ωραίος που είσαι! Τι ωραία φωνή! Τι παίξιμο!». Oχι, δεν μου άρεσε τίποτα επάνω μου. Και ξέρετε γιατί; Γιατί ήμουν υπερβολικά φιλόδοξος. Ηθελα να είμαι ο καλύτερος».

Δεν φλερτάρατε ποτέ λοιπόν με την έπαρση; Γιατί ήδη από τα πρώτα σας βήματα βρεθήκατε να παίζετε δίπλα στους μεγάλους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου…

«Ποια έπαρση; Μα εγώ ήμουν τρομοκρατημένος την ώρα που συνέβαιναν αυτά. Πώς να συνειδητοποιήσω ότι παίζω δίπλα στη Μελίνα, την Αλίκη, την Τζένη, τον Καζάκο, τον Αλεξανδράκη, τη Νόνικα, τη Ζωή; Εγώ αυτούς τους ανθρώπους πρόλαβα να τους θαυμάσω ως κοινό και ύστερα βρέθηκα να παίζω μαζί τους. Ηταν σαν να μην είχε συμβεί αυτό σε μένα, αλλά σε κάποιον άλλον. Βρισκόμουν σε μία άλλη διάσταση, εάν θέλετε».

«Με τρομάζει αυτή η αγραμματοσύνη των ανθρώπων, αυτή η απύθμενη βλακεία, αυτοί οι εκπρόσωποι του τίποτα που αυτοπραγματώνονται πίσω από ένα πληκτρολόγιο κρυμμένοι στην ανωνυμία τους με την εξαπόλυση ύβρεων. Δεν ξέρω ποια είναι η χρησιμότητα αυτών των σχολίων»

Στην ίδια διάσταση βρισκόσασταν και το 2000 όταν παίξατε τον «Οιδίποδα» στην Νέα Υόρκη και ο Πολ Νιούμαν ήρθε στο καμαρίνι σας να σας δώσει συγχαρητήρια;

«Θυμάμαι μου έλεγαν ότι ήταν απ’ έξω από το καμαρίνι και εγώ δεν του άνοιγα γιατί πίστευα ότι μου έκαναν πλάκα. Αλλά θα ήθελα να μην την ξαναπούμε αυτή την ιστορία. Γιατί όταν δημοσιευθεί η συνέντευξή μας στο Ιντερνετ είμαι σίγουρος ότι θα διαβάσω κάποιο σχόλιο που στην καλύτερη περίπτωση θα λέει «τι λες βρε ψωνάρα!» και στη χειρότερη θα μου εύχεται «καρκίνους και ψόφους»».

Σας ανησυχεί αυτή η διάχυτη τοξικότητα στον κόσμο του Διαδικτύου;

«Πολύ. Με τρομάζει αυτή η αγραμματοσύνη των ανθρώπων, αυτή η απύθμενη βλακεία, αυτοί οι εκπρόσωποι του τίποτα που αυτοπραγματώνονται πίσω από ένα πληκτρολόγιο κρυμμένοι στην ανωνυμία τους με την εξαπόλυση ύβρεων. Δεν ξέρω ποια είναι η χρησιμότητα αυτών των σχολίων πέρα από το να συνειδητοποιείς ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι βαθιά άρρωστο. Μακάρι να υπήρχε ένα φίλτρο που να ξεχώριζε και να κρατούσε μόνο τα ωφέλιμα σχόλια, αυτά που ασκούν πραγματική κριτική, που έχουν κάτι να πουν και όχι αυτά που εύχονται θανάτους και αρρώστιες. Πραγματικά νιώθω ότι πλέον ζούμε στη δημοκρατία της κατάρας».

Ας αφήσουμε την τοξικότητα. Αλήθεια, κύριε Βαλτινέ, ποιο είναι το ωραιότερο σχόλιο που λάβατε ποτέ;

«Υπάρχει κάτι που έχει χαραχτεί μέσα μου. Θυμάμαι μια ημέρα περπατούσα στη Θεσσαλονίκη. Ενας ηλικιωμένος άνδρας, ίσως ήταν πάνω από 80 ετών, με κοίταζε έντονα. Με πλησίασε και έτεινε το χέρι του. «Συγχαρητήρια» μου είπε. «Γιατί, είδατε την παράσταση;» τον ρώτησα. «Oχι. Για όλα» μου απάντησε. Βούρκωσα. «Δεν μου το έχουν ξαναπεί αυτό. Θα το θυμάμαι σε όλη τη ζωή μου. Και θα το χρησιμοποιήσω και κάποια στιγμή» του είπα. Και να σήμερα που το χρησιμοποιώ».

«Da»: Από Τετάρτη έως Κυριακή στο θέατρο Ιλίσια (Παπαδιαμαντοπούλου 4).