Η Αννα Κοκκίνου είναι ταυτισμένη με το θέατρο Σφενδόνη: Με τις επιλογές, τις παραστάσεις, τα έργα, τους συνεργάτες της, δουλεύει, πάντα, σκληρά. Χρόνια τώρα, παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τις αντιξοότητες, παλεύει να κρατήσει ζωντανή τη στέγη της στου Μακρυγιάννη.

Εφέτος, συνεργάζεται ξανά με τη σκηνογράφο Χλόη Ομπολένσκι – «αυτή η γυναίκα είναι ένα δώρο» λέει χαρακτηριστικά – για το ανέβασμα του «Αφανισμού», του τελευταίου μυθιστορήματος του Τόμας Μπέρνχαρντ που παρουσιάζει σε θεατρική διασκευή. Πραγματεύεται τον χρόνο που κυλάει ανάμεσα στην είδηση του θανάτου και στην κηδεία της οικογένειας του ήρωα, μέσα από έναν γιγαντιαίο μονόλογο. Μια ιστορία ζωής και θανάτου.

Τι σας οδήγησε στον «Αφανισμό»; Τι σας γοήτευσε;

«Εγώ εμπιστεύομαι μια κίνηση που κάνω, στο σπίτι, μπροστά στη βιβλιοθήκη, όταν αφήνω το χέρι μου να πιάσει, από ένστικτο, ένα βιβλίο. Και ήταν ο «Αφανισμός». Είχα όμως ήδη πάει προς τον Μπέρνχαρντ, σαν ανάγκη. Αλλά είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα που έχω κάνει.

Ξεκινώ από τη σκέψη του Μπέρνχαρντ, από το πώς σκέφτεται, που είναι το κυρίαρχο. Ελεγε πως έμαθε από τον παππού του, ότι υπάρχει το μυαλό, η σκέψη. Επίσης με γοητεύει η μουσική του αίσθηση. Ο τρόπος που αρχιτεκτονεί τα έργα του είναι θαυμαστός. Σου μαθαίνει πράγματα. Είναι παιδαγωγός, στον τρόπο που χτίζει τα έργα του».

Απαιτητική, φαντάζομαι, η θεατρική διασκευή του…

«Απελπιστικά δύσκολη. Ανεβάζω το μισό έργο, που είναι ολοκληρωμένο – το πρώτο κεφάλαιο. Είναι ένας μεγάλος μονόλογος. Στο πρώτο μισό της πρώτης σελίδας μάς μιλάει για το τηλεγράφημα που έλαβε για τον θάνατο σε αυτοκινητικό δυστύχημα των γονιών και του αδελφού του ήρωα. Από εκεί αρχίζουν όλα».

Σας ελκύουν όμως τα δύσκολα…

«Ναι, γιατί είναι προκλητικά. Εχουν πρόκληση. Και μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι πώς γίνονται θεατρικά. Κι έχω ακόμα δρόμο σε αυτή την κατεύθυνση.

Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει ένα γεγονός, αλλά από εκεί και πέρα αρχίζουν οι κύκλοι, κι αυτό δεν σταματά ποτέ, δεν διακόπτεται. Πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο μέσω των συνειρμών, πολύ δύσκολο κι αυτό. Δεν έχει θέματα, είναι σαν τη μουσική, και η μουσική δεν σταματά ποτέ. Είναι απίστευτα μουσικός ο Μπέρνχαρντ. Μαθαίνει πάρα πολλά στον ηθοποιό».

Εσείς μαθαίνετε πάντα; Πάντα κάποιοι σάς μαθαίνουν;

«Μα αυτό είναι το θέατρο. Οπως και η σχέση με το κοινό, η ζωντανή απεύθυνση.

Εμαθα πολλά πράγματα από τον Λευτέρη (σ.σ.: Βογιατζής), που ήταν αυτό που ήταν. Πρώτα απ’ όλα, πίστεψε σε μένα. Οταν γινόταν η «Σκηνή» και μιλούσαν με τον Βασίλη (σ.σ.: Παπαβασιλείου), ο πρώτος ηθοποιός που σκέφτηκαν ήμουν εγώ. Γνωριζόμασταν, τον πίστευα πολύ. Ηταν σαν να με έβαλε σε έναν παράδεισο. Μετά η Μίρκα Γεμεντζάκη που με βοήθησε πολύ και το τάι τσι».

Σκέφτεστε το κοινό στις επιλογές σας;

«Είναι το πρώτο που κάνω. Γιατί το θέατρο υφίσταται, υπάρχει, μόνο μέσω της απεύθυνσης. Και στην περίπτωση του Μπέρνχαρντ αυτό γίνεται ακόμα παραπάνω, από μόνο του στο μυαλό του. Ξέρετε, λένε ότι υπαγόρευε τα λόγια, γιατί μέσω της απεύθυνσης ακούς αυτό που λες, το βλέπεις με απόσταση. Κι εδώ είναι που έχει επηρεαστεί πολύ από τον Σοπενχάουερ – «ο κόσμος ως παράσταση»».

Τι σας οδήγησε στο θέατρο;

«Ανοιξα το στόμα μου και το είπα: «Εγώ θέλω να γίνω ηθοποιός». Κι όσοι ήταν γύρω μου απόρησαν, γιατί δεν το είχα αρθρώσει ποτέ ως τότε. Ηταν λίγο πριν πάω στη σχολή. Δεν ξέρω αν σήμαινε κάτι ότι μικρή με έβαζαν κι έπαιζα. Στην τελευταία τάξη μάλιστα, που είχαμε κι έναν υπέροχο καθηγητή – τον κ. Χρήστο Διονυσόπουλο -, μάθαμε τον Σολωμό, τον Πλάτωνα, την «Αντιγόνη» και με έβαλε να παίξω. Από τότε έχω κι αυτό το πρήξιμο στα χέρια, τρέμουν τα χέρια μου – ο καθηγητής του τάι τσι μού είπε ότι είναι συσσωρευμένη ενέργεια…».

Εχετε όμως πίστη στον εαυτό σας, σε αυτό που κάνετε;

«Το πρώτο πράγμα του ηθοποιού είναι ο εαυτός του, αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Είναι απαραίτητο να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, παρά το γεγονός ότι έρχονται στιγμές που όλα τα αμφισβητείς. Ακόμα και η αλαζονεία, όταν συνοδεύεται από δυνατή σκέψη, δεν είναι πάντα κακή – το θέμα είναι πώς τη διαχειρίζεσαι. Αρκεί να ακούει κανείς τον εαυτό του. Ο αυτοσαρκασμός είναι σπουδαίο πράγμα».

Με τον τρόπο που δουλεύετε νιώθετε μονάδα, χωρίς συνοδοιπόρους;

«Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει στον καθένα. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι του θεάτρου που παιδεύονται πολύ ή συναντάνε τεράστιες δυσκολίες – ενώ θα έπρεπε να μη συναντάνε. Μονάδα δεν ένιωθα ποτέ, μόνη ναι. Παρακολουθώ τα πάντα. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να έχω περισσότερες επαφές».

Το τοπίο στο θέατρο έχει αλλάξει;

«Οι εποχές άλλαζαν και αλλάζουν πάντα. Δεν υπάρχουν παλιοί και νέοι τρόποι έκφρασης, υπάρχει μόνο το να είναι κάτι αληθινό – το είπε ο Τσέχοφ τότε, και ισχύει απόλυτα. Υπάρχουν καινούργιοι τρόποι αλλά δεν είναι αυτοί που θα φανερώσουν την αλήθεια. Το θέατρο, όπως και η κοινωνία, έχει ανάγκη από κάτι άλλο, από διαφάνεια, από το να γίνονται τα πράγματα πιο απλά. Αυτό που μου λείπει είναι ότι δεν ακούω συχνά τη λέξη παιδεία, την ακούω σπάνια. Αυτό είναι το πρώτο. Πρέπει να υπάρξει και μια φωνή να το αρθρώσει – δυο-τρεις το έχουν πει. Το κάνει ο Μπέρνχαρντ, ξεκινώντας από τον εαυτό του, την οικογένεια, την κοινωνία, τη χώρα. Πιστεύω πολύ και στην ατομική πρωτοβουλία – ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι κι αν κάνει με τον καλύτερο τρόπο».

 

Παρακολουθείτε θέατρο;

«Ναι, βλέπω. Υπάρχουν υπέροχοι νέοι ηθοποιοί. Και μερικοί είναι αστέρια».

Πώς βλέπετε τη συνέχεια στη Σφενδόνη; Σε τι φάση βρίσκονται τα πράγματα;

«Είναι ήδη σημαντικό που υπάρχει και λειτουργεί το θέατρο – μα, για να είμαι απόλυτα ακριβής, την ίδια στιγμή το χρέος ακόμα τρέχει και μου παγώνει τα πόδια και προσπαθώ με τεράστια προσπάθεια να σταθώ και να σώσω τη Σφενδόνη».

Υπάρχει κάτι το επίπονο στον τρόπο που κάνετε θέατρο. Θα θέλατε μια φορά να έχετε όλες τις ευκολίες, μια λευκή επιταγή;

«Μα υπάρχει και η τεράστια χαρά της ίδιας της δουλειάς – όχι; Δεν γνωρίζω εύκολο τρόπο να κάνει κανείς θέατρο – και δεν το υπολόγισα ποτέ. Αν όμως εννοείτε επίπονο σε σχέση με τα βάσανα τα οικονομικά… μα είναι εύκολη η ζωή ενός καλλιτέχνη του θεάτρου στη χώρα μας; Πάρα πολύ θα ήθελα έστω ένα διάλειμμα χωρίς δυσκολίες. Να δω πώς θα ήμουνα στη δουλειά. Οι δυσκολίες μάς πλουτίζουν αλλά, ναι, υπάρχει και όριο… Υπάρχει; Δεν ξέρω. Η στοιχειώδης βοήθεια πάντως που χρειάζεται ο καλλιτέχνης θα ήταν υπεραρκετή – δεν θέλω λευκή επιταγή!».

Μετάφραση Βασίλης Τομανάς, δραματουργία Μαρία Στεφανοπούλου – Νίκος Φλέσσας – Αννα Κοκκίνου, σκηνοθεσία Αννα Κοκκίνου, μουσική Νίκος Βελιώτης, σκηνικό-κουστούμια Χλόη Ομπολένσκι, φωτισμοί Τάσος Παλαιορούτας. Παίζουν: Αννα Κοκκίνου, Τάσος Κωλέτσης.

Παραστάσεις: Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο (20.00), Κυριακή (18.00).