Μια βόλτα γύρω από την Ομόνοια είναι μια εμπειρία έντονη και γεμάτη αντιθέσεις, σε μια περιοχή που παραπαίει ανάμεσα στην παρακμή και στην ανάπλαση, με εγκαταλελειμμένα κτίρια δίπλα σε πολυσύχναστα εργοτάξια.
Η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής αντανακλά αυτή τη μετάβαση και τις αντιθέσεις της, γι’ αυτό και είναι πολύ εντυπωσιακό να βλέπεις ότι σχεδόν κανείς περαστικός έξω από την CAN Christina Androulidaki Gallery στην οδό Χαλκοκονδύλη δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να κοντοσταθεί για να χαζέψει τα έργα πίσω από τη γυάλινη πρόσοψή της. Τα πολύχρωμα, εκρηκτικά έργα της Μάρως Φασουλή, αποτροπαϊκές μορφές, ταπισερί ή τρισδιάστατα κολάζ, προσφέρουν μια αίσθηση οικειότητας και ταυτόχρονα εκπέμπουν μια αλλόκοτη γοητεία.
Η εικαστικός ανασύρει μνήμες από τον τόπο καταγωγή της, την Τήνο, επηρεασμένη από τον χρόνο που πέρασε στην Εξω Μεριά και τον εγκαταλελειμμένο οικισμό Ισμαήλ στο πλαίσιο του Kinono Residency το 2022. Οταν δηλαδή δημιουργούσε μια εγκατάσταση με καλάμια και μάλλινα νήματα σε ένα μικροσκοπικό, αρχετυπικό κτίσμα των ενετικών χρόνων.
Στην γκαλερί της Ομόνοιας, έχει ανακατασκευάσει μια φανταστική είσοδο αυτού του παραδοσιακού σπιτιού, φτιαγμένη από νήμα που αναπαριστά το πλαίσιό της. Για να τονιστεί η αυθεντικότητα, έχει προστεθεί ένα κομμάτι μαρμάρου, παρόμοιο με εκείνα που κάποτε κοσμούσαν τις εισόδους των σπιτιών. Στο έργο συμπεριλαμβάνεται και μια ξύλινη δοκός από παραδοσιακό αργαλειό της Τήνου, πάνω στην οποία είναι χαραγμένα τα αρχικά της γυναίκας που τον χειριζόταν, «ΔΓ». Ενα συμβολικό οικόσημο και φόρος τιμής στον αθέατο ρόλο των γυναικών, οι οποίες, μέσα στο σπίτι, εκτελούσαν καθήκοντα που συχνά επισκιάζονταν από τον παραδοσιακό διαμερισμό των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα φύλα.
Αυτή η λιτή αλλά επιβλητική είσοδος στέκει μόνη, σαν ένα αυτοσχέδιο σύμβολο οικογενειακής κληρονομιάς και ιστορίας, ενώπιον ενός αχανούς και συμβολικού αγροτικού τοπίου, το οποίο υποδηλώνει τις ρίζες και την επιρροή της παράδοσης που φτάνει μέχρι το σήμερα.
Βρίσκοντας το νήμα
Κόντρα στην πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς, το μείζον στην πρακτική της Φασουλή ήδη από το 2008 είναι η μελέτη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και όχι η χειροτεχνική διάστασή της. «Το υλικό και η διαδικασία προκύπτει ανάλογα με το πρότζεκτ» θα πει. Το νήμα, που έχει τον πρώτο λόγο σε αυτή την έκθεση, το πρωτοχρησιμοποίησε στο έργο με το οποίο συμμετείχε στην «Εκ Νέου» στο ΕΜΣΤ το 2014, στην έκθεση-σταθμό για την ανάδειξη της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας (επιμέλεια: Δάφνη Βιτάλη, Δάφνη Δραγώνα, Τίνα Πανδή). Αρχισε να το χρησιμοποιεί πολύ πιο ενεργά στα έργα που παρουσίασε στην έκθεση «Από τον αγκώνα ως τον καρπό» στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων το 2020 σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου.
«Ξεκίνησα να διαβάζω τι είναι υφαντική, γιατί εγώ δεν ξέρω να υφαίνω, δεν είμαι υφάντρα. Εκ των υστέρων αντιλήφθηκα ότι αυτή η τεχνική ήταν πολύ καταπιεστική για τη γυναίκα του παρελθόντος. Για παράδειγμα, το λάθος δεν έπρεπε να είναι ορατό στο υφαντό τους. Αν αυτό προέκυπτε έπρεπε να το ξηλώσουν σχεδόν τιμωρητικά, αλλιώς δεν το χρησιμοποιούσαν καθόλου. Επίσης επέλεγαν από μια πολύ αυστηρή γκάμα χρωμάτων και ακολουθούσαν μια πολύ αυστηρή μεθοδολογία στον τρόπο σύνδεσης των μοτίβων τους. Ολα αυτά μου φάνηκαν πολύ καταπιεστικά. Εφτιαξα λοιπόν μια λίστα με όλα αυτά που η υφαντική απαγορεύει και τα χρησιμοποίησα ως κανόνα για τη δουλειά μου. Ετσι ξεκίνησα να χρησιμοποιώ το νήμα στη δουλειά μου».
Γι’ αυτό και τα έργα της Φασουλή έχουν ελεύθερα σχήματα, ατέλειες, τρύπες, σκισίματα, μικρές χρωματικές εκρήξεις κόντρα στους αντίστοιχους κώδικες της παράδοσης. Γίνονται χωρίς προσχέδιο, απευθείας στις διαστάσεις που τα βλέπουμε. «Οταν ολοκληρωθεί το στάδιο της έρευνας, μόνο τότε μπαίνω στο εργαστήριο όπου σταματάω να σκέφτομαι με όρους κειμένου. Είναι μια τελείως ελεύθερη διαδικασία».
Ο κόσμος στα μέτρα της
Αυτό που δανείζεται συνειδητά από την παράδοση δίχως να το πειράξει, είναι η μετρητική διαδικασία της. «Αν το σκεφτείτε, τα παραδοσιακά κτίσματα και τα υφαντά τα αισθανόμαστε πολύ οικεία. Ο λόγος είναι ότι οι άνθρωποι τα δημιουργούσαν με βάση την κλίμακα του ανθρώπινου σώματος. Ησουν ενταγμένη/ος στον οικισμό και το σπίτι όπου κατοικούσες. Οπότε χρησιμοποιώ τον πήχη μου, την παλάμη μου, είτε ολόκληρο το σώμα μου για να δημιουργήσω έργα που είναι κοντά στις διαστάσεις τους».
Οπως το έργο που παραπέμπει σε ένα αποτροπαϊκό σύμβολο/ον, σε ένα ξόανο – δεν αναφέρω κάποιον τίτλο γιατί όλα τα έργα είναι άτιτλα ως φόρος τιμής στη λαϊκή τέχνη και την ανωνυμία της. Το συγκεκριμένο λοιπόν είναι λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος από την ήδη πολύ ψηλή εικαστικό. «Το κάνω γιατί πιστεύω ότι ο φόβος είναι μια δική μας κατασκευή, η οποία δυνητικά πρέπει να μας εμπεριέχει» θα σχολιάσει η Φασουλή. Ακόμα και ο τίτλος της έκθεσης «Σπίτι Οσο Χωρείς και Χωράφι Οσο Θωρείς» εκφράζει την αξία της έννοιας του «μέτρου» στην ιδιοκτησία. Οπως δηλαδή σήμαινε παλιά αυτή η παραδοσιακή φράση ότι καλό είναι να έχεις ένα σπίτι που καλύπτει άνετα τις ανάγκες σου και ένα χωράφι που μπορείς να διαχειριστείς.
Η έξη του συλλέγειν
Μια άλλη ιδιαιτερότητα των έργων αλλά και της καλλιτεχνικής πρακτικής της Φασουλή είναι ότι οι πρώτες ύλες τους είναι αντικείμενα που απέκτησε από δωρεές ή αγορά. Διότι έχει ένα πάθος, τη συλλογή αρχείων, κατά βάση γυναικών που έχουν ασχοληθεί με την τέχνη ή την αρχιτεκτονική. Οπως στην περίπτωση της Jenny P., μιας αρχιτεκτόνισσας που εργάστηκε στο Παρίσι, επικεντρωμένη στις εργατικές κατοικίες των προαστίων, μέχρι τη συνταξιοδότησή της τη δεκαετία του ’90. Φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενά της που βρέθηκαν στην κατοχή της έδωσαν το έναυσμα για μια σειρά έργων-μνημείων αφιερωμένων σε αυτή τη γυναίκα που δεν γνώρισε ποτέ στην έκθεση «Πικνίκ στη Βόρεια Κορέα» στην γκαλερί CΑΝ Christina Androulidaki Gallery το 2017.
Στην τωρινή έκθεση, χρησιμοποιεί τον αργαλειό μιας υφάντριας από την Τήνο, που δίδασκε στη Βιοτεχνική Σχολή των Ιστερνίων και του Πύργου, εκπαιδεύοντας γυναίκες στην τέχνη του αργαλειού. Επιπλέον, έχει αξιοποιήσει τα νήματα που προμηθεύτηκε μέσω μιας αγγελίας από μια γυναίκα που τα είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της, η οποία είχε αποζημιωθεί σε είδος, με αυτή την πρώτη ύλη, όταν είχε κλείσει το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας όπου δούλευε στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’70.
Το να πει κανείς ότι την ελκύει η παράδοση είναι μάλλον ένα understatement. «Ναι, έχω μια πολύ καλή σχέση με το παρελθόν, δεν μπορώ να προσδιορίσω γιατί. Αυτό που με ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να μαθαίνω. Τώρα αν προκύψει ένα έργο από αυτή τη διαδικασία, όπως και από εκείνη της αρχειοθέτησης, καλώς. Δεν είναι όμως αυτοσκοπός. Με ενδιαφέρει να μπορώ να ολοκληρώνω στο μυαλό μου εικόνες – της αρχιτεκτονικής, της υφαντικής – που δεν υπάρχουν πια. Να δω πώς μπορώ να καταλάβω από τα θεμέλια ενός κτίσματος που δεν υπάρχει πια, ποια ήταν η χρήση του, η καθημερινότητα σε αυτό, γιατί χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη λιθοδομή και όχι κάποια άλλη, πού βρήκαν ξυλεία για τη δημιουργία του. Είναι στοιχεία που με ελκύουν και νιώθω ότι πρέπει να τα ξέρω».
INFO «Σπίτι Oσο Χωρείς και Χωράφι Οσο Θωρείς» στην CAN Christina Androulidaki Gallery, Χαλκοκονδύλη 19, ως τις 23 Νοεμβρίου.