Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, με τους μεγάλους συνθέτες να έχουν υποχωρήσει – τουλάχιστον στην πλειονότητά τους, με τις εξέχουσες εξαιρέσεις συνθετών όπως ο Μικρούτσικος, ο Κραουνάκης, ο Παπαδημητρίου, ο Ανδρέου – είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω καλλιτεχνικής κόπωσης, έκαναν την εμφάνισή τους οι τραγουδοποιοί που κράτησαν ανοιχτά τα περάσματα του ελληνικού τραγουδιού, όπως αυτό δημιουργήθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα και συνέχισε μέσα από το λαϊκό και το έντεχνο. Ηταν μια εποχή καμπής, με το τραγούδι της πίστας να έχει αρχίσει να ανάγεται σε «εθνικό» μας τραγούδι.
Εκεί χρειάστηκε ένα ανάχωμα να διαφυλάξει τα αυτονόητα του κοινού μας αισθήματος αλλά και της μνήμης μας σε αυτό το πολύ σπουδαίο κομμάτι του νεοελληνικού πολιτισμού. Κατσιμίχα, Πορτοκάλογλου, Μαχαιρίτσας, Τσακνής, Μάλαμας, Περίδης, αλλά και Πασχαλίδης, Θηβαίος, Δεληβοριάς, Ιωαννίδης, Φάμελος, Λειβαδάς, Θαλασσινός, Μάνου, Λάκης Παπαδόπουλος, Παπάζογλου, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, συνεπικουρούμενοι από τα ηλεκτρικά συγκροτήματα, κράτησαν το μυαλό μας στη θέση του, όταν όλα γύρω μας επιχειρούσαν για το αντίθετο…
Ο Λαυρέντης – ξέρω πως είναι φθαρμένη η έκφραση – ήταν μια κατηγορία μόνος του. Ενας τραγουδοποιός που δεν έγραφε στίχους, όμως οι επιλογές του είχαν έναν απόλυτα προσωπικό χαρακτήρα. Αρκετά απρόβλεπτος, ώρες-ώρες με αιφνιδίαζε για τους στίχους και τη θεματολογία που επέλεγε, όμως όταν έφτιαχνε τις μελωδίες και τα ερμήνευε ο ίδιος αποκτούσες μια απίστευτη οικειότητα με το τραγούδι.
Αρα, πρώτο του χάρισμα η αμεσότητα. Ο τρόπος του ήταν η πραγμάτωση του στίχου του Ρίτσου πως τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο. Τα λόγια του Μαρματάκη, του Σπυρόπουλου, του Γκανά, του Σούση, της Δημοπούλου δεν ήταν εύκολα, εκείνος τα έκανε καλόπιοτα. Πολιτικός, αιχμηρός, στοχαστικός, αλλά ποτέ φανατικός και πολωτικός.
Εκείνο όμως που του χρωστάμε περισσότερο από όλα ήταν πως απενοχοποίησε την ξέγνοιαστη μελωδία, τη γελαστή, η οποία ερμηνευμένη από μια φωνή που στο κύτταρό της κουβαλούσε λύπη κατάφερνε στο τελικό πρόσημο να αφήνει μια ωραία ελαφρότητα.
Η αγάπη του στους δασκάλους του, τους σπουδαίους ιταλούς τροβαδούρους, σε συνδυασμό με τη βαθιά του γνώση για τους μεγάλους έλληνες συνθέτες που προηγήθηκαν, δημιουργούσαν ένα μείγμα που δεν το κατάφερε κανένας άλλος. Από τα σκοτεινά του τραγούδια μέχρι εκείνα που χαμογελούσαν στην ποπ, ήταν ένας.
Τίμιος, καθαρός, με αισθητική που δεν χαρακτηριζόταν από κάποια επιθετικότητα για το διαφορετικό – παρά τη συχνή του αυτοϋπονόμευση σε συνεντεύξεις. Ετσι κι αλλιώς όμως στους καλλιτέχνες το έργο υπερβαίνει τα λόγια τους. Πόσω μάλλον στους ταλαντούχους και επιδραστικούς. Μπορεί να θύμωνε, αλλά το έργο του ήταν στην ουσία ενωτικό. Ανοιγε τις μεγάλες αγκαλιές των αγαπημένων ρεφρέν και χωρούσαμε όλοι. Εστω και για λίγες στιγμές μάς ανάγκαζε να είμαστε ο καλός, ο ανεκτικός μας εαυτός. Γιατί τραγουδήθηκε από όλους. Κυριολεκτικά από όλους!
O Θεός τον έστειλε στο έντεχνο
Τον Μαχαιρίτσα τον έστειλε ο Θεός στο έντεχνο, για να πάρει τις ανάσες του, να ξαναθυμηθεί το παιχνίδι, το fun που λένε οι Εγγλέζοι. Ναι, οξύμωρο για έναν τραγουδοποιό που τραγούδησε και βαθιά πολιτικό λόγο, αλλά είπαμε πως ήταν μια κατηγορία μόνος του, και σε αυτό.
Τα τραγούδια του – ως νεύρο, διάθεση και ένταση – δεν αντιστοιχούσαν στη σκηνική του παρουσία. Ο Ζουγανέλης τον πείραζε λέγοντας πως στήνεται και τραγουδάει στη σκηνή σαν να πληρώνει εκείνος και όχι οι θεατές. Η αλήθεια είναι πως είχε το ύφος «χάρη σας κάνω», όμως δεν ήταν σε καμία περίπτωση σνομπισμός. Απλά δεν ήταν φτιαγμένος για να πουλήσει επάνω στη σκηνή κάτι περισσότερο από τα τραγούδια του.
Από τα χρόνια που έφτιαχνε την πρώτη του μουσική παρέα, τους PLJ BAND, τραγουδώντας στα αγγλικά, μέχρι τη μετεξέλιξή τους σε Τερμίτες, αλλά και την πολυετή προσωπική του διαδρομή, έχω την αίσθηση πως στα τραγούδια του ονομάτιζε κάθε φορά τους μουσικούς του ήρωες, τις επιρροές του, τις ζήλιες του. Τα ξένα συγκροτήματα της rock με τον επιθετικό ήχο αλλά και τις μπαλάντες τους, τη μεσογειακή ευγένεια του Battisti, του Branduardi, του Rossi, τη ρυθμική αγωγή του Μικρούτσικου.
Συνήθως λένε πως οι τραγουδοποιοί μπορούν να ερμηνεύσουν καλά μόνο τα δικά τους τραγούδια. Ο λόγος είναι πως οι μελωδίες που γράφουν είναι γραμμένες επάνω στη φωνή τους και στις δυνατότητές τους, χωρίς να ρισκάρουν κάτι πιο απαιτητικό. Αυτό είναι εν μέρει σωστό, αλλά σίγουρα είναι και αυστηρό για αρκετούς, οι οποίοι όταν κλήθηκαν να τραγουδήσουν κλασικά τραγούδια της δισκογραφίας μας τα είπαν με το αίσθημα την εποχής, με την εσωστρέφεια που μας «γλύκανε» τα τελευταία χρόνια.
Οι ερμηνείες του Μαχαιρίτσα σε τραγούδια από τον «Σταυρό του Νότου» ή από τους «Λιποτάκτες» του Μίκη είναι συγκινητικές. Το φευγιό του Λαυρέντη το αισθάνομαι σαν ξήλωμα. Εφυγαν πόντοι από μέσα μου στο ρούχο που μου ζέστανε όλα τα νεανικά μου χρόνια. Σε όλους εκείνους η γενιά μου χρωστάει ότι βρήκαμε σκιά να καθίσουμε. Κι ένα σπίτι να θέλουμε να επιστρέφουμε. Μπορεί να μας μεγάλωσαν λίγο μουτρωμένους, με μια στενοχώρια που δεν την δικαιολογούσε απόλυτα ο τρόπος ζωής και εκείνα που πραγματικά μας έτυχαν, αλλά μας πήραν από το χέρι όταν το χεράκι μας το ζαχάρωναν οι ντίλερς του lifestyle. Δεν ξέρω τι καταφέραμε να γίνουμε τελικά. Σίγουρα κάτι λιγότερο από αυτό που ονειρευόμασταν και πιστεύαμε πως αξίζαμε. Αλλά ήταν τόσο εύκολο να χαθούμε και να μη γίνουμε απολύτως τίποτα. Tους χρωστάμε μόνο ευχαριστώ.
Στον αποχαιρετισμό, την Τετάρτη στο Νεκροταφείο Ζωγράφου, συγκεντρώθηκαν όλοι οι δικοί του άνθρωποι, φίλοι και συνεργάτες, συνοδοιπόροι μιας ζωής, όπου μαζί με το μεγάλο πλήθος όσων αγάπησαν τα τραγούδια του, έφτιαξαν μια «γιορτή» μνήμης. Αλλοι προσπαθούσαν να διασκεδάσουν το ράγισμα, αφηγούμενοι ιστορίες αστείες από τον Λαυρέντη, άλλοι δεν είχαν το κουράγιο για τέτοια, και πολλοί ψιθύριζαν ρεφρέν του. Μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας και πέσαμε σε τραγούδια του στο ραδιόφωνο. Ολα συνεχίζονται.
Λίνα Δημοπούλου: «Μπλέχτηκαν οι ζωές μας»
Ο Λαυρέντης είναι εκείνος που με έσπρωξε στη δισκογραφία. Θα έλεγα πως η ζωή μου χωρίζεται σε εκείνη προτού γνωρίσω τον Λαυρέντη και στη μετέπειτα, αν αναλογιστείς πως η συνεργασία μας ξεκίνησε πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Αυτό για το οποίο πραγματικά τον παραδεχόμουν ήταν πως ό,τι στίχο και να του έδινα, όσο σκληρός ή «επιθετικός» κι αν ήταν, δεν τον απέτρεπε από το να τον μελοποιήσει. Η σχέση μας με τα χρόνια έγινε σχεδόν οικογενειακή. Εχω ζήσει όλα τα πάνω και τα κάτω του, τα ηχηρά του γέλια, την παιδικότητα, όλα στο κόκκινο. Η διαδρομή από το «Ρίξε κόκκινο στη νύχτα» ως σήμερα ήταν κοινή. Μπλέχτηκαν οι ζωές μας. Το «Τόσα χρόνια μια ανάσα» ήταν ένα τραγούδι που στην ουσία γράφτηκε έπειτα από παραγγελία, μου το ζήτησε. Εχοντας ζήσει από κοντά όλες τις χαρές αλλά και τις τραγωδίες της ζωής του, ήξερα τι ακριβώς θα έλεγα. Τον είδα στις 14 Αυγούστου στη συναυλία του στην Κεφαλλονιά και χάρηκα για τη δύναμή του στη σκηνή, την ενέργειά του. Τον αισθάνθηκα πιο ώριμο και πιο ήρεμο από ποτέ. Το σοκ μου είναι πολύ μεγάλο και η απώλειά του θα καθορίσει τη ζωή μου απ’ εδώ και πέρα.
Θάνος Μικρούτσικος: «Ο δικός μου Λαυρέντης,
μια αγκαλιά»
Το ότι ο Λαυρέντης ήταν ένας σπουδαίος τραγουδοποιός, με τραγούδια που θα τραγουδιούνται από τις επόμενες γενιές αλλά και σπουδαίος τραγουδιστής, αυτά είναι αυτονόητα. Ο δικός μου Λαυρέντης ήταν επίσης μια μεγάλη αγκαλιά μικρού παιδιού που χωρούσε από τα σοβαρά μέχρι τα αστεία και δευτερεύοντα πράγματα. Από την αγάπη για τον Παναθηναϊκό μέχρι τα ίχνη από σάλτσα όταν έτρωγε με βουλιμία μακαρονάδα τα καλοκαίρια, αλλά και την παθολογική αγάπη του για την κόρη του, Μαρία-Κλάρα, και τη γυναίκα του Ελένη.
Ο θάνατος είναι ασύμμετρος, χτυπάει απρόβλεπτα κι εκεί που δεν πρέπει.
Ο Λαυρέντης κέρδισε την αθανασία και δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ.
Μίλτος Πασχαλίδης: «Οποτε τον χρειάστηκα
ήταν δίπλα μου»
Δεν θα πω για μουσική. Από το 1996, όποτε κι αν τον χρειάστηκα, ήταν δίπλα μου. Με έπαιρνε από το χέρι και με σύστηνε στο κοινό του. Νοέμβρης του 2012, πρόβες στον Ζυγό. Η κόρη μου σχεδόν τεσσάρων. Την έχω μαζί στην πρόβα, για παρέα. Και για να γνωρίζει τους φίλους μου. Στον δρόμο τής παίρνω παγωτό, κυπελλάκι σοκολάτα-φράουλα. Μπαίνουμε στο μαγαζί, τη βλέπει ο Λαυρέντης, «καλώς το μου» αναφωνεί. Κάθονται απέναντι στο μακρόστενο τραπέζι. Τη ρωτάει: «Ευγενία μου, καλό το παγωτό;». Σηκώνει το κεφάλι το παιδί, τον κοιτάζει και δίπλα βλέπει και τον Σταρόβα. Και χωρίς να απαντήσει, αρχίζει έντρομη να χλαπακιάζει το παγωτό με απανωτές αγωνιώδεις κουταλιές. Ο Μαχαιρίτσας σκάει στα γέλια. «Αγάπη μου, δεν θα σ’ το φάω, απλά αν σ’ αρέσει ρώτησα…». Γελούσαμε μέρες.
Πάντα γελούσαμε με τον Λάρυ, κι ας είχε φήμη βλοσυρού και δύστροπου.
Δεν ήταν, ρε γαμώτο. «Πες μου πως είναι ψέμα» που λέει κι ο Νίκος.