Οταν το 1997 η Ανδρονίκη Χριστάκη αποφασισμένη να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο της τέχνης μετακόμισε στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω της το Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Η καριέρα της άρχισε με παιδικές παραστάσεις («Ομήρου Οδύσσεια – Το παραμύθι των παραμυθιών» στο παιδικό στέκι του Εθνικού Θεάτρου), αργότερα ακολούθησαν η τηλεόραση («Τα παιδιά της Νιόβης», «Ο μάγισσες της Σμύρνης»), ο κινηματογράφος («Αλησμόνητη πατρίδα» του Κώστα Κουτσομύτη) και, κυρίως, το θέατρο. Για πολλά χρόνια η βασική ενασχόληση της Χριστάκη ήταν πάνω στο θεατρικό σανίδι παίζοντας και σκηνοθετώντας. Αρχικά ως βοηθός («Φλαντρώ» της Λυδίας Κονιόρδου), αργότερα δικές της παραστάσεις («LIMBO», «Μήδεια», «Εβραία – Χαφιές»).
Ωστόσο ο συνδυασμός της παιδικής ηλικίας της με τις Πρέσπες δεν σταμάτησε να την απασχολεί γιατί μέχρι τα 13 της, όταν έφυγε από την Ελλάδα για το εξωτερικό, περνούσε εκεί μέρος των διακοπών της. Στο κτήμα του παππού της – αν και κανένας από την οικογένειά της δεν έχει ρίζες από τις Πρέσπες. «Αυτά τα καλοκαίρια σημάδεψαν τη ζωή μου» είπε στο «Βήμα», οπότε όταν κάποιοι από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής των Πρεσπών και της Φλώρινας έμαθαν ότι η Χριστάκη είναι άνθρωπος της τέχνης τής πρότειναν να φτιάξει «κάτι για τον τόπο τους». Τότε, για πρώτη φορά, μπήκε στη διαδικασία μιας ενδελεχούς έρευνας για τον τόπο στον οποίο πέρασε τόσο ανέμελα ως παιδί. Παρότι το σχέδιο της πρότασης των κατοίκων των Πρεσπών τελικά δεν υλοποιήθηκε, η σκηνοθέτρια δεν έχασε ποτέ το ενδιαφέρον της για μια δουλειά εκεί. Η αφορμή τής δόθηκε μέσω της FIMI Culture, ελληνογερμανικής νεοσύστατης εταιρείας παραγωγής θεατρικών παραστάσεων και οπτικοακουστικού έργου με βάση στη Φρανκφούρτη όπου η ίδια έχει ζήσει.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.