Τα ογδοηκοστά γενέθλια του Διονύση Σαββόπουλου, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944, συνδυάστηκαν χρονικώς με δύο μεγάλες προκλήσεις για τον τραγουδοποιό: Αφενός τη συγγραφή μιας πλήρους αυτοβιογραφίας με τίτλο Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (εκδόσεις Πατάκη).
Και, αφετέρου, την ανακοίνωση της συμμετοχής του στο Rockwave Festival, στο Terra Vibe στη Μαλακάσα και στο Terra Democracy στη Θεσσαλονίκη (14-21/6/2025). Οι συμβολισμοί δεν λείπουν ποτέ από τον Σαββόπουλο. Αν το 2024 γιόρτασε στο Ηρώδειο τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, από τώρα σχεδιάζει για το 2025 να γιορτάζει τα 80 χρόνια της δικής του ζωής και τα 60 της παρουσίας του στο ελληνικό τραγούδι, σε ένα περιβάλλον ιστορίας, μουσικής και σκέψης.
Αν υπάρχει «πολιτικό ωροσκόπιο», κατά την έκφραση του Αρθουρ Κέσλερ, δηλαδή πολιτικά γεγονότα που συμβαίνουν τη στιγμή της γέννησής μας, σφραγίζοντας τη ζωή μας, τότε αναμφίβολα το πολιτικό ωροσκόπιο του Σαββόπουλου καθορίστηκε από τα Δεκεμβριανά του 1944, όπως περιγράφει στο αυτοβιογραφικό τραγούδι «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη».
Η επέτειος των γενεθλίων συμπίπτει έτσι με αναστοχασμό για τον εθνικό διχασμό και τη συμφιλίωση. Ο Σαββόπουλος συνδυάζει τα δύο χαρακτηριστικά, καθώς ο άνθρωπος που υπήρξε σημείο αντιλεγόμενο για πολλές δεκαετίες, έχει όψιμα καθιερωθεί ως «εθνικός τροβαδούρος», λόγω της ικανότητάς του να συνθέτει συμπεράσματα από παθήματα του Ελληνισμού που περιέγραψε με τόλμη στα τραγούδια του.
Τώρα, εν όψει της σύνθεσης ενός παζλ που επιχειρεί στην αυτοβιογραφία του, ποια είναι η σχέση ανάμεσα αφενός στις διαφορές ενός ανθρώπου που συνήθιζε να επανεφευρίσκει τον εαυτό του, μουσικά και ιδεολογικά, σε κάθε δίσκο, και, αφετέρου, στην τελική ενότητα που επισκοπεί κανείς υπό το πρίσμα της αιωνιότητας;
Υπάρχουν δύο σχετικές διαστάσεις: Ο ρόλος του δημιουργού στο πολιτικό και εθνικό σώμα. Δίχασε ή ένωσε τους Ελληνες ο Σαββόπουλος; Δικαιούται τον ρόλο ενός «εθνικού τροβαδούρου» του Ελληνισμού ή μένει εσαεί ένα σημείο αντιλεγόμενο; Συναφώς, κατόρθωσε να συνθέσει όλα τα ετερόκλητα μουσικά είδη που χώρεσε στους δίσκους του; Υπήρξε ένας δημιουργός σύνθεσης ή εκλεκτικισμού; Και, ως προς το άμεσο, επίδικο: Δικαιούται ο 80χρονος Νέστορας του Ελληνισμού να συμμετάσχει δίκην αιωνίου εφήβου σε ένα Rockwave festival ή μήπως έτσι θα διχάσει πάλι την ελληνική κοινωνία;
«Χώρος συνάντησης αντιθέσεων»
«Το έργο του Διονύση Σαββόπουλου είναι χώρος συνάντησης αντιθέσεων και αντινομιών» τονίζει ο Φώτης Βασιλείου, επίκουρος καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. «Συναντιέται το παραδοσιακό τραγούδι, το ρεμπέτικο, το λαϊκό με το ροκ και με τους τροβαδούρους της Κεντρικής Ευρώπης. Διασταυρώνεται η καθ’ ημάς Ανατολή, του Κόντογλου, του Παπαδιαμάντη και του Τσιτσάνη, με την καθ’ ημάς Δύση, του Ντίλαν, του Κέιβ και του Λούτσιο Ντάλα.
Συνυπάρχει αυτό που ο ίδιος ο Σαββόπουλος στο «Μην πετάξεις τίποτα» ονόμασε «η άλλη Αριστερά», που το καταλαβαίνω ως νοιάξιμο για τον άλλον και μάλιστα τον αδύναμο, που ανιχνεύεται σε όλο το έργο του, με την αγωνία για διάσωση, μπορούμε να την πούμε και συντήρηση, ό,τι καλού μάς κληροδότησαν οι παλαιότεροι: Μια διάσωση όχι όλου του παλιού αδιάκριτα, αλλά αυτού που, όταν ήμασταν νέοι, το απορρίψαμε, αλλά μετά καταλάβαμε ότι είχε αξία. Συναντιέται η διανόηση και η υψηλή ποίηση με την αμεσότητα της προφορικότητας και της περφόρμανς».
Ο Φώτης Βασιλείου μίλησε και για τη στάση του Διονύση Σαββόπουλου απέναντι στα λάθη: «Στο έργο του συνυπάρχει η αποδοχή λαθών και αστοχιών, που αντικατοπτρίζουν δικά μας λάθη και αστοχίες, με την αγωνία να τα διορθώσει, για να γίνει καλύτερος. Αυτό είναι μάλλον παράξενο για την εποχή μας. Σήμερα καλούμαστε να αποδεχθούμε και να δικαιώσουμε τα λάθη, να πούμε «όλα σωστά είναι» και όχι να αγωνιστούμε για να ανταποκριθούμε σε ένα υψηλότερο ιδανικό».
«Στο σώμα του έργου του Σαββόπουλου», καταλήγει ο Φώτης Βασιλείου, «συναντιούνται οι ηλικίες και οι διαθέσεις: Ο έφηβος του «Φορτηγού», ο νέος άνδρας του «Περιβολιού», ο ώριμος άνδρας της «Ρεζέρβας», η μεταφυσική αγωνία στα «Τραπεζάκια έξω», ο μετανοημένος Σαββόπουλος του «Κουρέματος», ο αναγεννημένος του «Μην πετάξεις τίποτα», όπου ανακαλύπτει τον παλαιό εαυτό και τον ξανα-αγαπάει, και ο συμφιλιωμένος με όλους και με όλα Σαββόπουλος στον «Χρονοποιό». Με αυτές τις εκφάνσεις του Σαββόπουλου συναντιόμαστε και εμείς με τον δικό μας εαυτό και με τους ανθρώπους μας. Μπορώ να ακούσω Σαββόπουλο μαζί με τον πατέρα μου και τον γιο μου, και όλοι να επικοινωνήσουμε με τον εαυτό μας και μεταξύ μας και βέβαια με τον Σαββόπουλο με ουσιαστικό τρόπο».
«Ενάντια στον κυρίαρχο λόγο»
Ποιος, όμως, ήταν ο τρόπος που διαλεγόταν καλλιτεχνικά ο Διονύσης Σαββόπουλος με την εποχή του; Ο συγγραφέας Γιάννης Παλαβός έχει μία ιδιαίτερη θεώρηση: «Ο Σαββόπουλος ήταν ενάντια στον κυρίαρχο λόγο, στην περιρρέουσα ορθοδοξία σκέψης. Στη Χούντα υπήρχε στο έργο του ένα αίσθημα εναντίωσης, στον βαθμό που το επέτρεπε η λογοκρισία από την οποία υπέφερε. Στη Μεταπολίτευση ήταν ενάντια στην καλλιτεχνική ορθοδοξία τού τι πρέπει να εκφράζει ένας δημιουργός. Στην πασοκική δεκαετία του 1980 είχε μια σπάνια παρρησία μακριά από τις νόρμες της εποχής. Οσο διαφύλαξε την αυτονομία και ακεραιότητά του, έδωσε τις κορυφές του έργου του με το «Βρώμικο ψωμί» (1972), τη «Ρεζέρβα» (1979) και το «Κούρεμα» (1989). Πρόκειται για άτυπη τριλογία ενός τολμητία που παίρνει αποστάσεις από την εκάστοτε ορθοδοξία σκέψης και θεματική της εποχής, για να έχει το δικό του καθαρό βλέμμα».
Ιδιαίτερη ήταν και η σχέση του Σαββόπουλου με το κοινό του: «Ο Σαββόπουλος έπαιξε και έχασε το κοινό του πολλές φορές» σημειώνει ο Γιάννης Παλαβός. «Από το «Φορτηγό» (1966) μέχρι το «Κούρεμα» (1989), άλλαζε πρόσωπο κάθε φορά. Εναντιωνόταν πάντα στο περιρρέον κλίμα, στη Χούντα, μετά στον «αριστεροχουντισμό», μετά και στον ελλαδικό σοσιαλισμό, καθώς θα μιλήσει για «αποτυχία της Αριστεράς». Υστερα αποφάσισε να συμφιλιωθεί με τον ρόλο ενός εθνικού τροβαδούρου, εκεί ίσως χαλάρωσε η τόλμη του να στέκεται πάντα έξω από το κυρίαρχο πνεύμα, που ήταν η ως τότε κληρονομιά του. Ως δημιουργός, ο Σαββόπουλος πήγαινε σε αυτό που κάθε φορά δεν ήξερε.
Το «Περιβόλι του τρελλού» (1969) ήταν μια επαφή με το ροκ που ερχόταν απ’ έξω, στον «Μπάλο» (1971) έρχεται το βαλκανικό κομμάτι. Μετά αρχίζει η ελληνικότητα. Στο «Βρώμικο ψωμί» (1972) υπάρχει ένας ώριμος συγκερασμός των διαφορετικών ακουσμάτων, με όρους τροβαδούρων που έχουν χωνεύσει το υλικό τους. Στη Μεταπολίτευση, ο Σαββόπουλος, μακριά από την πολιτική ορθοδοξία της εποχής, κάθεται στο μπαρ μόνος του και σκοτεινός.
Πίνει, είναι 35άρης, ώριμος και απογοητευμένος στη «Ρεζέρβα» (1979). Μετά, τα «Τραπεζάκια έξω» (1983) είναι μια εξαίρεση φωτεινή, μακριά από το σκοτεινό ημίφως της «Ρεζέρβας». Ομως, στο «Κούρεμα» (1989) έρχεται η απόλυτη αναίρεση. Ο Σαββόπουλος αλλάζει τον εαυτό του αισθητικά και ιδεολογικά από δίσκο σε δίσκο. Η ανάγκη του είναι να βρει τη «χάρη που μας παίρνει, σκάει κι απογειώνεται βρίσκει την καινούργια βία και ξανασαρκώνεται». Επανεφηύρε τον εαυτό του ξανά και ξανά, για να μπορέσει να συλλάβει τους κραδασμούς της κοινωνίας. Ισως κάποια στιγμή κουράστηκε να είναι «στην απ’ έξω» και να πληρώνει το τίμημα. Επένδυσε στην καλλιτεχνική σιωπή, που ήταν μια ώριμη στάση».
Τι πέτυχε τελικά ο Σαββόπουλος; «Γενιές ολόκληρες αντιλαμβάνονται την αυτοσυνειδησία τους σε σχέση με το βλέμμα του Σαββόπουλου» υπογραμμίζει ο Γιάννης Παλαβός.
«Το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα είναι κομμάτι κρίσιμο του ελληνικού πολιτισμού των τελευταίων 60 χρόνων και στο μέλλον θα υπάρχουν σαββοπουλικές σπουδές. Εχει απογοητεύσει πολλούς, έχει δημιουργήσει πάθη που θα παραμείνουν, αλλά αποτύπωσε και το τι θα πει να είσαι ευαίσθητος άνθρωπος. Ο Λέοναρντ Κοέν είπε ότι «όποιος παντρευτεί το πνεύμα της εποχής του, θα μείνει χήρος από την επόμενη γενιά». Ο Σαββόπουλος ήταν απέναντι από τη γενιά του και στην πρώτη γραμμή με κριτικό πνεύμα. Οι στίχοι του χαρακτηρίζονται από πύκνωση, αιφνιδιασμό, ενατένιση, χρήση της γλώσσας έξω από νόρμες με δική της ιδιοσυχνότητα. Οταν ήμουν δεκαπέντε χρονών στο χωράφι, κουβαλούσα ροδάκινα και σκεφτόμουν τι θα τον ρωτούσα, αν τον γνώριζα. Χθες κοίμισα το παιδί μου με το «Λαύριο» και μετά άκουσα τις «Φλόγες», ευγνώμων για το έργο του» καταλήγει.
Προφήτης του Ελληνισμού;
Εχει διαψευστεί ο Σαββόπουλος ως προφήτης του Ελληνισμού; Δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε τον στίχο «Μέρες καλύτερες θα ‘ρθουν, το λέει το ένστικτό μου» (1994), που φαίνεται παρωχημένο. «Οταν τον ρωτούσαν για αυτό», μας λέει ο Φώτης Βασιλείου, «τους απαντούσε «μα υπάρχουν καλύτερα ζαχαροπλαστεία, φωτισμοί, βιτρίνες»».
Ενας άνθρωπος με υλικότητα, που είχε ζήσει σε δύσκολα χρόνια, βλέπει μια πιο μακρά εικόνα για το πώς προχωράει η Ελλάδα. Ο τραγουδοποιός που γεννήθηκε σε μήνα εμβληματικού εθνικού διχασμού είναι επίσης αυτός που τιτλοφόρησε έναν ώριμο δίσκο του «Χρονοποιός» (1999), επιζητώντας μία σοφή ολοκλήρωση των διαφορετικών εμπειριών, τολμημάτων και σχεδίων μιας ζωής.
Το ομώνυμο τραγούδι τελειώνει με τους στίχους «γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα». Αν ο «Χρονοποιός» δίνει δυναμικά μια μορφοποίηση στο χάος της χρονικής εξέλιξης, ο αυτοβιογράφος Σαββόπουλος διαλέγει για τίτλο μόνο τον πρώτο στίχο «γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», δείχνοντας ότι τόσο η δική του ζωή όσο και αυτή του Ελληνισμού, δεν έχει τελεσίδικο νόημα, αλλά συνεχίζει να τρέχει ασχημάτιστη. Μπορεί στα 80 του να συμμετέχει σε ροκ φεστιβάλ, ψάχνοντας από το παρελθόν του «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», αλλά και επιμένοντας σε έναν συνδυασμό με τη βαλκανική μουσική.
Ο Σαββόπουλος τραγουδάει ακόμη μια Ελλάδα των διχασμών και των συμφιλιώσεων, έχοντας ο ίδιος συμβάλει και στα δύο με τόλμη και ταλέντο.