Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξής μας δεν σταμάτησε να τραβάει γραμμές, να σχεδιάζει, να σκιτσάρει. Μετά μου αφιέρωσε το σκίτσο του. Ο Ρόμπερτ (Μπομπ) Γουίλσον παραμένει μια γοητευτική προσωπικότητα: Μιλάει ήρεμα, σιγά, εκφραστικά, χωρίς υπερβολές, με μια κατασταλαγμένη σοφία από την πορεία του στον κόσμο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο αμερικανός σκηνοθέτης και εικαστικός δημιουργός έρχεται να δουλέψει στην Ελλάδα. Είναι όμως η πρώτη φορά που επιλέγει έργο του Εντουαρντ Αλμπι, τις «Τρεις ψηλές γυναίκες» – το χρωστούσε στον συγγραφέα και φίλο του, το χρωστούσε στον εαυτό του. Η συνεργασία του με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά είχε κλείσει από την προηγούμενη διεύθυνση (υπό τον Λευτέρη Γιοβανίδη) και υλοποιείται από τη νυν, του Νίκου Διαμαντή. Η Ρένη Πιττακή, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και η Λουκία Μιχαλοπούλου έχουν αναλάβει τους ρόλους. Με αφετηρία την αρχιτεκτονική, αυτός ο εραστής του φωτός και της σιωπής έχει βάλει εδώ και δεκαετίες τη σφραγίδα του, ανεξίτηλη, στον παγκόσμιο χάρτη της τέχνης. Πάμε λοιπόν…
Κύριε Ουίλσον, μιλήστε μου για τη γνωριμία σας με τον Εντουαρντ Αλμπι…
«Τον άκουσα για πρώτη φορά να μιλάει όταν ήμουν φοιτητής στη Νέα Υόρκη, σπούδαζα Αρχιτεκτονική. Είχαμε έναν κοινό φίλο. Ημουν γύρω στα είκοσι. Είχα δει μια παράστασή του τότε στο West Village, την «Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου». Ηταν ένας πολύ ενδιαφέρων θεατρικός συγγραφέας. Μέσα στα χρόνια συναντιόμασταν κατά καιρούς. Είχαμε παρόμοια ενδιαφέροντα – την πρώιμη αφρικανική τέχνη, τη μεταγενέστερη των Εσκιμώων, των Ινδιάνων, των Αυστραλών, την ινδονησιακή τέχνη. Τον ενδιέφεραν επίσης οι εικαστικές τέχνες, η αφηρημένη ζωγραφική. Μεταξύ μας αναπτύχθηκε μια στενή φιλία, μια φιλία που είχε άμεση σχέση με την τέχνη. Ο Εντουαρντ ερχόταν στο εργαστήριό μου, παρακολουθούσε τη δουλειά μου. Είχε περιέργεια. Τα πρώτα του έργα μού θύμιζαν λίγο το παράλογο, την οπτική του Μπέκετ».
Αγαπούσατε ήδη το θέατρο;
«Οταν τον πρωτογνώρισα δεν είχα ιδέα από θέατρο, δεν είχα δουλέψει ποτέ, δεν μου άρεσε καν. Μάλλον το μισούσα. Τα έβρισκα όλα χάλια, σκηνικά, κοστούμια, φωτισμοί. Υστερα από χρόνια είχα αρχίσει πια να δουλεύω στο θέατρο, έγραψα ένα σύντομο έργο με έναν τίτλο-σιδηρόδρομο «I was sitting on my padio, the sky appeared, I thought I was illucinating». Το έκανα στο Cherrylane Theatre και ο Εντουαρντ ήρθε να το δει. Του άρεσε πολύ, κυρίως το κείμενο που ήταν σχεδόν χωρίς περιεχόμενο. Αργότερα, όταν έκανα το «Einstein on the beach» και κάποια ακόμα, εκείνος ήταν που με παρακινούσε να επιστρέψω στη γραφή. Για εμένα ο Αλμπι ήταν συγγραφέας του παραλόγου. Τότε ήταν που μου είπε ότι έπρεπε να ανεβάσω κάποια στιγμή ένα από τα δικά του. Μάλλον δεν το εννοούσε. Γιατί τα έργα του ανέβαιναν σχεδόν νατουραλιστικά και εγώ μισώ τον νατουραλισμό. «Τότε γι’ αυτό πρέπει να σκηνοθετήσεις εσύ». Και να που ήρθε η ώρα».
«Πρέπει να σεβαστείς τον δημιουργό αλλά συγχρόνως πρέπει να προσέξεις να μη γίνεις σκλάβος του. Να σέβεσαι αλλά να βρίσκεις και τον δρόμο σου»
Γιατί διαλέξατε τις «Τρεις ψηλές γυναίκες»;
«Κάποιες φορές αναρωτιέσαι «τι θα κάνω μετά» και άλλες πάλι «τι δεν θα κάνω μετά». Τότε είναι που ανεβάζεις αυτό το έργο. Είναι τόσο μακριά από εκείνα που επιλέγω συνήθως, της σιωπής, χωρίς λόγια. Η καριέρα μου βασίστηκε σε ένα επτάωρο έργο χωρίς λόγια – θα το ανέβαζα για δύο παραστάσεις στη Γαλλία και τελικά παίξαμε δυόμισι μήνες ενώπιον 2.000 θεατών κάθε βράδυ. Εδώ τώρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο – μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε συνέχεια. Δεν ξέρω αν είναι το κατάλληλο έργο για εμένα, ωστόσο το σκέφτηκα τελείως αφηρημένα. Ισως αυτές οι τρεις γυναίκες είναι το ίδιο πρόσωπο. Συνδέονται με πολλούς τρόπους. Είδα το έργο 3-4 φορές και την τελευταία σκέφτηκα ότι κάτι δεν πάει καλά – σύνθετο έργο. Δεν θέλω να ξαναγράψω τον Αλμπι, θέλω να του μείνω πιστός. Είχα ανεβάσει «Αμλετ» πριν από μερικά χρόνια. Δεν ήθελα να ξαναγράψω τον Σαίξπηρ. Θα ήταν γελοίο. Πρέπει να σεβαστείς τον δημιουργό αλλά συγχρόνως πρέπει να προσέξεις να μη γίνεις σκλάβος του. Να σέβεσαι αλλά να βρίσκεις και τον δρόμο σου. Οπότε κάποιος που θα δει τις «Τρεις ψηλές γυναίκες» μπορεί να εκπλαγεί, να σοκαριστεί με τη σκηνοθεσία μου. Νατουραλιστικός τρόπος παιξίματος με πολλά λόγια, να η πρόκληση».
Πώς βρήκατε τον δρόμο σας στη σκηνοθεσία;
«Είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν και δύο ετών, που λέει ο λόγος. Το ίδιο σώμα, κατά κάποιον τρόπο. Αλλαξα. Αλλαξα όπως ένα δέντρο που επηρεάζεται από τον καιρό και μπορεί να σπάσει ένα κλαδί του ή να χάσει τα φύλλα του – τα φύλλα θα ξαναβγούν, αλλά παραμένει το ίδιο δέντρο. Ζήτησαν από τον Αΐνστάιν να επαναλάβει κάτι που είπε και εκείνος απάντησε «δεν χρειάζεται, όλα είναι η ίδια σκέψη». Ολα αλλάζουν και όλα μένουν ίδια».
Είστε περίεργος;
«Ο Σωκράτης έλεγε ότι το μωρό γεννιέται και ξέρει τα πάντα. Η γνωστική διαδικασία είναι να ξεσκεπάζεις τη γνώση. Αυτό που κάνουμε είναι να ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά αυτά που ξέρουμε από τότε που γεννηθήκαμε. Ολα είναι εκεί. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος, μέσα στα χρόνια, πρέπει να ανακαλύψει ξανά τους κλασικούς».
Ζωγραφίζετε, σκιτσάρετε πάντα. Τι είδους εικαστικός καλλιτέχνης είστε;
«Οταν ήμουν νεαρός, η μητέρα μου έλεγε ότι ο Μπομπ σκέφτεται σχεδιάζοντας. Ετσι είναι. Αυτός είναι ο τρόπος που σκέφτομαι. Για κάθε έργο, κάθε παράσταση, το πρώτο που κάνω είναι να σχεδιάσω τη σκηνή, να βάλω τα αντικείμενα. Υπό κάποια έννοια όλα είναι γύρω από τις γραμμές. Δύο είναι οι γραμμές, ευθεία και τεθλασμένη. Ποια θέλεις να είσαι; Αλλη δεν υπάρχει. Η δική μου γραμμή είναι της αρχιτεκτονικής. Αυτό ήταν και είναι πολύ δυνατό σε εμένα».
Οπως το φως, οι φωτισμοί…
«Οταν σπούδαζα, ο διάσημος αμερικανός αρχιτέκτονας Λούις Καν είχε έρθει να δώσει διάλεξη. «Να ξεκινάτε από το φως» μας είπε. Και εγώ επηρεάστηκα βαθιά από εκείνον. Στο θέατρο όλοι που γράφουν έργα αναζητούν ηθοποιούς, σκηνογράφο, ενδυματολόγο και δύο εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα φωτίζουν. Εγώ πρώτα φωτίζω».
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τις τρεις ελληνίδες ηθοποιούς;
«Μου τις σύστησαν – τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Το 3 είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων αριθμός. Διά μέσου της ιστορίας βλέπουμε τις «Τρεις αδελφές», τις τρεις μάγισσες. Το ανθρώπινο σώμα έχει δέρμα, κρέας, κόκαλα, τρία στρώματα δομημένα μαζί. Το 3 είναι παρελθόν, παρόν, μέλλον».
Το 3 δεν είναι ο αριθμός που σπάει το ζευγάρι;
«Ακριβώς. Το 3 είναι ένας τρόπος να δομήσεις τη σκέψη σου. Σκέφτομαι συχνά τους αριθμούς».
Πόσο σας καθορίζουν ο χώρος και ο χρόνος;
«Αναρωτιέμαι τι θα κάνω πρώτο, τι τελευταίο. Είναι θέμα απόφασης. Πέρυσι έκανα τον «Οθέλλο» στη Λυρική, εδώ στην Αθήνα. Ξεκινούσα με μια 7λεπτη βωβή ταινία με έναν ελέφαντα. Ο Βέρντι έγραψε την όπερα ξεκινώντας από μια καταιγίδα, έναν δυνατό θόρυβο. Εγώ έβαλα αυτά τα 7 λεπτά ταινίας με τον ελέφαντα να πεθαίνει, μέσα στη σιωπή. Και τότε η καταιγίδα φάνηκε να κάνει πιο πολύ θόρυβο, να έχει μεγαλύτερη δύναμη, γιατί ήρθε μετά τη σιωπή.Είναι ο τρόπος που χτίζεις τον χώρο και τον χρόνο μιας παράστασης. Είναι θέμα απόφασης, επιλογής. Το κοινό δεν χρειάζεται να ξέρει τη δομή για να εκτιμήσει και να απολαύσει κάτι. Αν σου αρέσει ο Μότσαρτ, μπορείς, αν θες, να μελετήσεις τη δομή του – μια κλασική φόρμα, αλλά δεν χρειάζεται να την καταλάβεις για να απολαύσεις τη μουσική του. Η δομή είναι το κάδρο μέσα στο οποίο μπορείς να δημιουργήσεις. Το θέμα είναι πώς θα το γεμίσεις – γιατί από μόνη της είναι βαρετή. Ο αρχιτέκτων φτιάχνει ένα κτίριο. Ο καθένας μας θέλει να έχει έναν χώρο και ο καθένας μας θα τον γεμίσει με την προσωπικότητά του».
«Για κάθε έργο, κάθε παράσταση, το πρώτο που κάνω είναι να σχεδιάσω τη σκηνή, να βάλω τα αντικείμενα. Υπό κάποια έννοια όλα είναι γύρω από τις γραμμές»
Ετσι συμβαίνει και στο θέατρο; Υπάρχουν οι συγγραφείς, τα έργα, μετά οι σκηνοθέτες…
«Τα έργα μου έχουν μια αυστηρή δομή – το θέμα είναι πώς νιώθεις. Βλέπεις εκατοντάδες κορίτσια να χορεύουν. Πώς ξεχωρίζεις αυτή τη μία; Πώς διδάσκεις το πώς να αισθάνονται; Μαθαίνουν τη δομή αλλά όχι το αίσθημα. Κανένας σκηνοθέτης, κανένας συγγραφέας δεν μπορεί να σου διδάξει πώς να νιώσεις, πώς να αισθανθείς…».
Αυτό είναι το ταλέντο;
«Ναι, ίσως. Το ταλέντο υπάρχει…».
Νιώθετε πλήρης;
«Εχω αυτό το κέντρο στη Νέα Υόρκη, το Watermill. Στη χώρα μου, που είναι τεράστια, είμαστε εξαιρετικά απομονωμένοι. Δεν ξέρω πραγματικά τι συμβαίνει στον κόσμο – από το Αφγανιστάν ως τους Εσκιμώους. Πρώτα έρχεται η Αμερική… Το μεγαλύτερο ποσοστό από τους φόρους που πηγαίνει στην τέχνη και στον πολιτισμό στηρίζει τους κατοίκους της Νέας Υόρκης. Ταξιδεύω σε όλον τον κόσμο. Αλλά οι Γάλλοι ανακάλυψαν τη δουλειά μου, υποστήριξαν την 7ωρη παράστασή μου στη σιωπή, με κάλεσαν να ανακαινίσω την Οπερα της Βαστίλλης. Στα 80ά μου γενέθλια μου έδωσαν πέντε, πέντε παραγωγές, στο Παρίσι…».
Νιώθετε Ευρωπαίος;
«Είναι περίεργο που το ρωτάτε αυτό. Οταν δουλεύω στη Γερμανία, μου λένε στην Ευρώπη «είστε τόσο Αμερικανός». Οταν εργάζομαι στις ΗΠΑ, λένε πως είμαι «τόσο Ευρωπαίος». Δεν ξέρω λοιπόν».
Τι περιμένετε, τι ονειρεύεστε;
«Θα απαντήσω όπως η Γερτρούδη Στάιν: «Κυρία Στάιν, τι θα κάνετε μετά;». «Μετά, νομίζω ότι θα πάρω ένα ποτήρι νερό»».
«Η χώρα μου κλείνει συχνά τις πόρτες της»
Σας έχει απογοητεύσει η πατρίδα σας;
«Ο λόγος που έκανα το Watermill Center ήταν για να έχω μια πολιτική ανοιχτή – εκτός συνόρων. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου έκανα μια δουλειά στην Ινδονησία – το 60%-70% των ηθοποιών ήταν μουσουλμάνοι. Ξέρετε πόσο δύσκολο ήταν να φέρω στις ΗΠΑ μουσουλμάνους μετά το 2011; Αλλά το Watermill Center δεν έχει περιορισμούς – πλούσιος, φτωχός, θρησκεία, και αυτό έχει μεγάλη σημασία στη χώρα μου που κλείνει συχνά τις πόρτες. Είχα πάει στην Κούβα επί Κάστρο και ήθελα να μεταφέρω 11 κουβανούς καλλιτέχνες στην Αμερική. Μου έκλεισαν ραντεβού με τον Κάστρο, πήγα, του έθεσα το αίτημά μου. Ο Κάστρο γέλασε και μου είπε: “Εγώ να δώσω βίζα, αλλά νομίζετε ότι θα σας δώσει το ΟΚ η χώρα σας;” – ήταν επί προεδρίας του πατρός Μπους. Εκλεισα ένα ραντεβού με την τότε πρώτη κυρία, τη Λόρα Μπους. Το αρνήθηκε. Αυτός είναι ένας λόγος για να υπάρχει το Watermill Center – για νέους καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο»
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, από 24/11. Η προπώληση άρχισε.