Η Λουκία Μιχαλοπούλου έχει μια πίστη και μια αφοσίωση στο θέατρο. Γι’ αυτό και το γεγονός ότι ο Μπομπ Ουίλσον την επέλεξε για τη νεότερη από τις «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Εντουαρντ Αλμπι ήρθε απλά να επιβεβαιώσει το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά της. Πλάι στη Ρένη Πιττακή και στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη έζησε τις πρόβες και τώρα, λίγο πριν από την πρεμιέρα (24/11), μιλάει για όλο αυτό.

Ρένη Πιττακή (αριστερά), Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Λουκία Μιχαλοπούλου: οι «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Αλμπι όπως τις είδε ο Μπομπ Ουίλσον.

Οντισιόν με τον Ουίλσον. Πώς ήταν;

«Μου είχε μιλήσει για αυτό ο Λευτέρης Γιοβανίδης. Εγώ τότε συζητούσα μια άλλη συνεργασία, αλλά επέμενε – «έλα, ο Μπομπ Ουίλσον είναι». Πήγα και το ευχαριστήθηκα. Ημασταν 15-20 στην οντισιόν. Εγινε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη μάς ζήτησε να περπατήσουμε πάρα πολύ αργά προς εκείνον, μας έβαλε να κάνουμε κάποιους συνδυασμούς με το σώμα. Υστερα μας ζήτησε κείμενο. Οταν ήρθε η σειρά μου, μου έβαζε το μικρόφωνο, μου έβγαζε το μικρόφωνο, μου ζητούσε να βάζω τη σκέψη πριν από την πρόταση, μετά την πρόταση. Κάποιες από εμάς μας έβαζαν μαζί με τη Ρένη και την Καρυοφυλλιά».

Μετά;

«Με πήραν την επομένη και μου είπαν να ξαναπάω. Στη δεύτερη οντισιόν ήμουν εγώ και άλλη μια κοπέλα, πολύ νέα, σαν να είχε μόλις βγει από τη σχολή. Είχε πολύ κείμενο – άλλοτε μόνη μου, άλλοτε με τις δύο κυρίες. Εγώ εξακολουθούσα να το ευχαριστιέμαι. Δεν σκεφτόμουν αν θα με πάρει, ούτε φανταζόμουν ποτέ ότι θα με διάλεγε. Από μόνο του ήταν μια εμπειρία ολόκληρη, ένα σεμινάριο, όπως και η συνεργασία με τη Ρένη και την Καρυοφυλλιά. Ολο αυτό μου έδωσε αυτοπεποίθηση».

Πώς κύλησαν οι πρόβες;

«Η πρώτη φάση αφορούσε το κομμάτι «αισθητική και φώτα», κάτι που περιμένεις άλλωστε από τον Μπομπ Ουίλσον. Μας έδωσε βασικές γραμμές θέσεων και διαδρομές. Ηταν πολύ απαιτητικό – πολλές ώρες, ακρίβεια, υπομονή, συγκεκριμένη ενέργεια και στάση, ένας βομβαρδισμός. Εχοντας κατά νου τη φόρμα με την οποία δουλεύει, δεν φανταζόμουν ότι θα είχε τέτοιο βάθος. Παράλληλα σου ζητάει να είσαι εντελώς εκεί και να είναι τρομερά ζωντανό. Δεν του αρκεί να μιμηθείς μια εικόνα. Αυτό είναι το πιο απαιτητικό και με αυτό μπορώ να συνδεθώ. Αλλιώς δεν θα με ενδιέφερε να κάνω μια φωτογραφία, όσο ωραία κι αν είναι. Και κινείται ανάποδα, ξεκινάει από το αποτέλεσμα. Είναι τεράστιος καλλιτέχνης, δοσμένος σε ό,τι κάνει».

Αυστηρός;

«Ναι, πολύ. Η αίσθηση στην πρόβα είναι, όπως λέει η Καρυοφυλλιά, σαν να κάνουμε το στρατιωτικό μας. Θέλει ησυχία, όχι περιττές κουβέντες. Χωρίς να είναι δήθεν, χωρίς ίχνος κομπλεξισμού. Είναι αυθεντικός. Σου προτείνει έναν κόσμο και σου δίνει όλους τους τρόπους να μπεις σε αυτόν τον κόσμο. Μου θυμίζει τον τρόπο του Λευτέρη (σ.σ.: Βογιατζής), χωρίς αυτό το προσωπικό στοιχείο. Βέβαια, υπάρχει ένα ολόκληρο επιτελείο – δεν είναι μόνος του».

Ποιες είναι οι «Τρεις ψηλές γυναίκες»;

«Σαν κάπως να με κυνηγάει ο Αλμπι – έκανα και την «Γίδα». Είναι πολύ συγκινητικός συγγραφέας. Το έργο αυτό είναι πολύ προσωπικό. Είναι πολύ όμορφο αυτό που κάνει με τον χρόνο, πώς τον μπλέκει – ένα περίεργο, παράξενο όνειρο. Και είναι πολύ σωστό ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, που ασχολείται τόσο με τον χρόνο, να καταπιάνεται με αυτό το έργο και με αυτό το νούμερο, το τρία, που τον ενδιαφέρει – το τρίγωνο. Εκεί συνδέεται ο Ουίλσον. Με συγκινεί πολύ το πώς αντιλαμβάνεται αυτές τις τρεις γυναίκες – τη μεγάλη, τη μεσαία, τη μικρή, την πιο περίεργα θολή από τις τρεις».

«Ο Μπομπ Ουίλσον είναι αυθεντικός. Σου προτείνει έναν κόσμο και σου δίνει όλους τους τρόπους να μπεις σε αυτόν τον κόσμο. Μου θυμίζει τον τρόπο του Λευτέρη (σ.σ.: Βογιατζής)»

Πώς δουλέψατε μεταξύ σας;

«Πολύ καλά. Το καλοκαίρι δουλέψαμε, πολλές ώρες, μόνες μας πάνω στο κείμενο – στο σπίτι της Ρένης. Επίσης, επειδή δεν έχουμε ρεαλιστικές κινήσεις και δεν κοιταζόμαστε σχεδόν ποτέ, έπρεπε να ξέρουμε εξαιρετικά το κείμενο. Εχουμε κάτι κοινό, αυτό της μαθήτριας. Είναι τρομερό πόσο είναι πειθαρχημένες, πόση υπομονή έχουν, πόσο γενναιόδωρες είναι, σαν να είναι η πρώτη τους παράσταση».

Εχετε υπομονή;

«Γενικά έχω. Υπάρχουν φορές που έχω δείξει υπομονή και σε πράγματα που δεν αξίζουν. Τώρα αξίζει».

Τι σας εντυπωσίασε στον Ουίλσον;

«»Να ακούτε με τα μάτια και να βλέπετε με τα αφτιά» η φράση του που κουβαλάω. Το πιο εντυπωσιακό είναι το πώς ακούει, πώς αντιλαμβάνεται τον λόγο, τα περιττά, τα τσαλίμια – είναι ασύλληπτος. Πρώτη φορά σκηνοθέτης με έβαλε να μάθω πώς παίζεις με μικρόφωνο».

Ποιες είναι οι προσδοκίες σας;

«Υπάρχει ένα κομμάτι μέσα μου που λέει ότι πρέπει να είμαστε δοσμένοι στο θέατρο. Ετσι μεγάλωσα, είναι του χαρακτήρα μου αυτό το στρατιωτικό, το οποίο η εποχή δεν το ευνοεί ούτε το επιβραβεύει, σχεδόν το σνομπάρει, το υπονομεύει. Θεωρούμαι και γραφική. Αυτή η δουλειά μού επιβεβαιώνει αυτό που κάνω, με ενθαρρύνει. Βλέπω έναν Μπομπ Ουίλσον που, πέρα από το πόσο φοβερός και τρομερός είναι, είναι ένα παιδί απόλυτα δοσμένο σε αυτό που κάνει. Οπως η Καρυοφυλλιά και η Ρένη. Ολο αυτό μου ενδυναμώνει αυτό το στοιχείο, ένα στοιχείο που μέσα μου δεν αμφισβητώ, αλλά ορισμένες φορές με κάνει να νιώθω και μια μοναξιά. Γιατί όλοι ασχολούνται με χίλια πράγματα και εσύ είναι σαν να μην αρκεί το ένα που κάνεις».

Εχετε πάντα την ίδια πίστη;

«Ενώ είμαι ανασφαλής, έχω μια περίεργη πίστη στον εαυτό μου σε σχέση με αυτό που θέλω, που οραματίζομαι. Είχα και έχω τρομερό πείσμα, τρομερό πάθος για το θέατρο, ακριβώς όπως στα 18 μου, και πιο πολύ. Δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να αναρωτηθώ τι θα κάνω, αν θα τα καταφέρω. Δεν αφήνω περιθώριο».

«Αν και συντηρούμαι από τη δουλειά μου, δεν έκανα τηλεόραση, με μεγάλο κόστος»

Παίζετε στην ταινία του Κώστα Χαραλάμπους «Καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη. Τι σας συγκίνησε;

«Ο τρόπος που το οραματίστηκε, η ανάγκη του να το κάνει, το πείσμα του. Με συγκίνησε το πώς μου μιλούσε για την ταινία, η εμπειρία στο γύρισμα, η ελευθερία που μας έδωσε. Αλήθεια μπορεί να είσαι συνδημιουργός με τον Κώστα. Οσο για τον Καζαντζάκη, πιάνει κάποιες φλέβες βαθιές. Τα πράγματα μαζί του λειτουργούν ερήμην μας».

Τηλεόραση δεν κάνετε;

«Αν και συντηρούμαι από τη δουλειά μου, δεν έκανα τηλεόραση, με μεγάλο κόστος. Υπήρξα όμως πολύ τυχερή γιατί από τη σχολή – είχα περάσει πρώτη, δεν πλήρωνα. Μετά, στις διπλωματικές είχε έρθει ο Λευτέρης (σ.σ.: Βογιατζής) και με πήρε στο «Σχολείο γυναικών». Υστερα συνεργάστηκα με τον Γιώργο Μιχαηλίδη, έκανα έναν μονόλογο που είχε μεγάλη επιτυχία, ακολούθησε ο Δημήτρης Καταλειφός, μεγάλο κεφάλαιο. Αν σταματήσω να δουλεύω, δεν θα έχω. Δεν έχω πλάτες. Θα ήθελα να έχω λίγο πλάτες, θα ήταν πιο ξεκούραστο».