«Αποδεχτείτε την αβεβαιότητα, προετοιμαστείτε για μια εμπειρία περισυλλογής, δώστε προσοχή στους διαλόγους και τις παύσεις, απολαύστε το κωμικό στοιχείο, αφήστε το έργο να σας αγγίξει»: «Οδηγίες» για την παρακολούθηση των έργων του Σάμιουελ Μπέκετ από την… ΑΙ.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, που σκηνοθετεί το «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο θέατρο Πόρτα, τις εντόπισε και, παρά το παράδοξο του πράγματος, συμφωνεί. Ωστόσο πέρα από αυτές, υπάρχουν οι οδηγίες του ίδιου του Σάμιουελ Μπέκετ, που ουσιαστικά υπαγορεύουν στον σκηνοθέτη τον τρόπο ανεβάσματος. Κι η παράσταση στο θέατρο της Ξένιας Καλογεροπούλου, που την τελευταία δεκαετία το έχει εμπιστευτεί στον Θωμά Μοσχόπουλο, αυτό προσδοκά: Να παρουσιάσει το κορυφαίο θεατρικό του 20ού αιώνα όσο πιο πιστά στον νομπελίστα ιρλανδό συγγραφέα.
Ακολουθείτε πιστά τις οδηγίες του Μπέκετ;
«Νομίζω ότι κανένας μας, σκηνοθέτης – ερμηνευτής, δεν μπορεί να ‘ναι εξυπνότερος, ειδικά από τον Μπέκετ. Το έχει τόσο άψογα δομήσει και ενορχηστρώσει. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται, ή τουλάχιστον εγώ δεν έχω καμία ανάγκη να βάλω τις ιδέες μου να καλύψουν τον Μπέκετ που ούτως ή άλλως είναι τόσο γενναιόδωρος στις λεπτές αποχρώσεις που σου δίνει τη λύση. Μόνο να μάθω έχω αν ακολουθήσω τις οδηγίες του. Δεν χρειάζεται δηλαδή εμένα το «Περιμένοντας τον Γκοντό», εγώ το χρειάζομαι».
Δεν είναι δεσμευτικές;
«Οχι. Ξαφνικά βρήκα μια τρομερή ελευθερία ακολουθώντας πιστά, πιστότατα το έργο. Μια ελευθερία εντός ορίων, κάτι σπουδαίο και βαθιά δημοκρατικό. Από τότε που το πρωτοδιάβασα πάντα έλεγα ότι θα ήθελα να το ανεβάσω. Αλλά ένιωθα ένα δέος. Αναρωτιόμουν τι έχω εγώ να πω για το έργο. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι δεν έχω να πω εγώ κάτι. Αλλά να γίνω το μέσο ώστε να το μεταφέρω με όσο μεγαλύτερη λεπτότητα. Δεν έχω καμία ανάγκη πια, μετά από τόσα χρόνια, να πουλήσω ιδέες ή να θεωρήσω ότι χρειάζεται τη δική μου σφραγίδα για να υπάρξει. Αυτά τα έργα πρέπει να παίζονται συνέχεια και για λίγα μπορώ να το πω αυτό – με τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ και κάποια από το αρχαίο δράμα, μπορώ να δουλεύω ξανά και ξανά».
Τι σας πυροδοτεί;
«Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι μια απάντηση σε όλα τα κενά που έχεις. Κάποιος ανέφερε ότι το μόνο νόημα που έχουν οι διάλογοι είναι ότι προσπαθούν να καλύψουν το κενό της ύπαρξης. Αλλά το κενό πάντα θα υπάρχει όσο υπάρχει ο άνθρωπος, όπως κι η αναμονή για κάτι που έχουμε ανάγκη. Ακόμα και να ξέρεις ότι πραγματικά δεν θα έρθει κάτι, πρέπει να πιστεύεις ότι θα έρθει. Υπαρξιακά με βρήκε σε μια στιγμή που νομίζω ότι το ξεφοβήθηκα. Το δέος έγινε αγάπη, κάτι πολύ πιο οικείο. Και το σκέφτηκα με νέους. Εχουμε δει παραδοσιακά μεγάλης ηλικίας ανθρώπους στους ρόλους. Οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι νέοι-νέοι, συχνά είναι πιο γερασμένοι απ’ τους παλιούς. Και αυτό με ταρακούνησε πολύ κι είπα «πάμε»».
Βρίσκετε τους νέους γερασμένους;
«Ως δάσκαλος, έρχομαι σε επαφή με πολύ νέα παιδιά. Και συναντάω ένα πρόωρα γερασμένο σύστημα με αγωνίες, απογοητεύσεις, προσδοκίες και την αίσθηση ότι δεν θα ‘ρθει αυτό που περιμένουμε. Ενας πεσιμισμός χωρίς λόγο».
Βρήκατε πράγματι, μέσω ΑΙ, οδηγίες προς θεατές;
«Αυτό ήταν ένα παιχνίδι που κάναμε. Βάλαμε στην ΑΙ πώς πρέπει κανείς να παρακολουθεί τον Μπέκετ. Απαντήθηκε σε ένα δευτερόλεπτο και ξαφνικά είπα «κοίτα που ‘χει δίκιο». Σαν να μετατίθεται το σκέπτεστε σε μία εφαρμογή. Γιατί αυτά που απάντησε είναι τρομακτικά σωστά. Δηλαδή «από δω και πέρα δεν θα σκέφτομαι μόνος μου;». Κι αυτό με μάγεψε και με πανικόβαλε ταυτόχρονα…».
«Βαθμολογούσα κάποιες εργασίες που είχα βάλει στο μεταπτυχιακό του ΕΚΠΑ και τρεις φοιτήτριες μου έδωσαν την ίδια εργασία. Θύμωσα, προβληματίστηκα κι άρχισα να το ψάχνω.»
Πώς το σκεφτήκατε;
«Βαθμολογούσα κάποιες εργασίες που είχα βάλει στο μεταπτυχιακό του ΕΚΠΑ και τρεις φοιτήτριες μου έδωσαν την ίδια εργασία. Στο ερώτημα που έθεσα, δηλαδή, πάτησαν το κουμπί κι ήρθε η απάντηση. Θύμωσα, προβληματίστηκα κι άρχισα να το ψάχνω. Κι όπως όλα τα παιχνίδια μπορεί να είναι επικίνδυνο, αλλά μπορεί να σου ανοίξει δρόμους, ή και τα δύο».
Σας τρομάζει αυτή η νέα πραγματικότητα;
«Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι. Με τρομάζουν οι γρήγορες αλλαγές. Αναγκαστικά πρέπει να ζήσω με αυτές, εφόσον δεν θέλω να αποσυρθώ. Επίσης πιστεύω ότι οι γενικεύσεις μάς έχουν οδηγήσει στις πολώσεις. Προσπαθώ να είμαι πιο ανοιχτός και ζητάω από τους νέους να με βοηθήσουν. Ως ανταλλαγή τούς δείχνω λίγο πώς νομίζω ότι θα έπρεπε να το αντιμετωπίσουμε φιλοσοφικά, να ανοίξω τους δρόμους της παλιάς παρακαταθήκης. Γιατί νομίζω ότι χρειάζεται αυτή η ώσμωση».
Ο Μπέκετ καθόρισε τον 20ό αιώνα…
«Ο Μπέκετ είναι η απόλυτη μεταιχμιακή κατάσταση. Αν δηλαδή ο «Βυσσινόκηπος» εγκαινιάζει το μοντέρνο θέατρο του 20ού αιώνα, ο Μπέκετ το κορυφώνει και σχεδόν το κλείνει. Βλέπω τη μετάβαση απ’ τον μοντερνισμό, που τον πάει στα όριά του, στον μεταμοντερνισμό, που δυστυχώς δεν μπορεί να αναπαραχθεί ούτε να εξελιχθεί γιατί δεν έχει κανόνα. Ο Μπέκετ όμως γνωρίζει καλά το θέατρο, το παλιό θέατρο, κι έχει μπολιαστεί από τον μοντερνισμό του Τζέιμς Τζόις – είναι «παιδί» του. Ο Μπέκετ είναι σαν να έδωσε νόημα στην έλλειψη νοήματος. Νομίζω πως το πιο σημαντικό είναι ότι κατάφερε και έγραψε κάτι που έχει νόημα, ενώ το θέμα του είναι η έλλειψη νοήματος – μεγαλειώδες και ταυτόχρονα απλό. Ο Πίτερ Μπρουκ πήγαινε παιδιά σχολείου να παρακολουθήσουν Μπέκετ – νομίζω ότι θα το κάνω και εγώ. Εχει ένα πρώτο επίπεδο κλοουνερί και απλότητας που μπορείς να παρακολουθήσεις χωρίς ν’ αγωνιάς».
Σύγχρονος φιλόσοφος;
«Εχει μια περίεργη σοφία ο Μπέκετ. Οι Γιαπωνέζοι λένε ότι η αλήθεια είναι η απόλυτη πίστη και η απόλυτη αμφιβολία ταυτόχρονα. Αυτό το ταυτόχρονα είναι πολύ ωραίο – δεν είναι μόνο βασανιστική η αντίφαση. Είναι σαν να ξαναμηδενίζει το κοντέρ του θεάτρου ο Μπέκετ και να το ξαναπιάνει απ’ την αρχή. Αλλά δεν το εκμεταλλευτήκαμε αρκετά. Νίκησε μια μορφή συμβατικότητας και πάλι στο θέατρο. Εχει κάτι υπέροχα διονυσιακό και απολλώνιο μαζί ο Μπέκετ, όπως το αρχαίο δράμα, και μια λιτότητα, τίποτα δεν περισσεύει. Εχει πολλή χαρά να μπορείς να μιλάς για τα σκοτάδια σου».
Ακούγεται λίγο απαισιόδοξο…
«Εχω καταλάβει ότι η απαισιοδοξία είναι πιο αισιόδοξη, με την έννοια ότι όταν είσαι αισιόδοξος περιμένεις να ‘ρθει ένα θαύμα. Δεν κάνεις τίποτα, περιμένεις το θαύμα και το θαύμα δεν έρχεται. Οταν είσαι απαισιόδοξος, επειδή τα πράγματα μπορεί να πάνε στραβά, προσβλέπεις κανένα-δυο, κάτι σαν «φύλαγε τα ρούχα σου», και εν τέλει είναι καλύτερα. Γιατί λες έκανα ό,τι μπορούσα, δεν μπορώ παραπάνω, ούτε λιγότερο».
Η Πόρτα κλείνει δέκα χρόνια από τότε που αναλάβατε…
«Ναι. Δύσκολη δεκαετία, αλλά δεν μετανιώνω. Ηταν επιλογή. Και είναι κάτι που οφείλω και στην Ξένια. Μου έδωσε ένα χρίσμα λέγοντάς μου «κάνε τα πράγματα που σ’ αρέσουν, με όποιον κόπο και ό,τι ζόρι. Μην κάνεις πράγματα που δεν θες». Κι αυτό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα. Εχω και μια ηθική υποχρέωση να το υπηρετήσω κι εκείνη καμαρώνει. Και κάπως έτσι, το γιορτάζουμε, με Μπέκετ».
INFO «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο θέατρο Πόρτα. Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου. Παίζουν: Πάνος Παπαδόπουλος, Τάσος Ροδοβίτης, Γιάννης Σαμψαλάκης, Γιάννης Βαρβαρέσος, Πέτρος Δημοτάκης. Από 15/11.