«Θέλω να πεθάνω πάνω στη σκηνή. Αλλά δεν θέλω να πεθάνω…». Ο Γιάννης Βογιατζής υποδύεται έναν ηθοποιό που λέει έναν μονόλογο, τον μονόλογο ενός θεατρίνου, στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο, και ουσιαστικά ερμηνεύει τον μονόλογο της δικής του ζωής. Με τον υπόλοιπο θίασο να τον περιτριγυρίζει, ο 92χρονος ηθοποιός στέκεται απέναντι από το κοινό, βαθύς, ειλικρινής, συγκινητικός. Μετρά επτά δεκαετίες στο θέατρο.
Ολα ξεκίνησαν από το Εθνικό. Η σχολή, τα πρώτα βήματα στο σανίδι, οι δάσκαλοι, οι συναντήσεις. Μετά ήρθε ο κινηματογράφος κι ύστερα μια δεύτερη καριέρα, «στο σωστό θέατρο», όπως λέει ο ίδιος, καθώς ξετυλίγει ένα κουβάρι αναμνήσεων. Αλλοτε γελάει, άλλοτε δακρύζει, άλλοτε πάλι απολαμβάνει την ίδια την ιστορία της ζωής του.
Στην αρχή ήταν το Eθνικό Θέατρο
«Η πρώτη μου επαφή με το θέατρο ήταν το 1947. Είχα έρθει εδώ στο Εθνικό να ρωτήσω πότε δίνουν εξετάσεις. Ηταν ο Εμφύλιος. Κι έτσι έδωσα το ’48. Πριν από εβδομήντα χρόνια.
Δούλευα απέναντι, στο Μέγαρο Εϋνάρδου, στο ΙΚΑ, στο λογιστήριο και έβλεπα τη σχολή – μετά γκρεμίστηκε, έγινε η επέκταση του θεάτρου, η σκηνή Νίκος Κούρκουλος. Ντρεπόμουν μάλιστα να έρθω να ρωτήσω και έστειλα δύο από τα κορίτσια που δουλεύαμε μαζί.
Ηξερα ότι θα γίνω ηθοποιός πριν πάω στην πρώτη δημοτικού. Είπα το πρώτο μου ποίημα το 1933: «Μηχανικός θέλω να γίνω, αυτό πολύ με συγκινεί, αν πάλι σέκος απομείνω, αν με πλακώσει η μηχανή;». Εβλεπα πολύ θέατρο, τα περιβόητα τσαντίρια. Μάλιστα θυμάμαι τον θίασο Παλαιολόγου, σε ένα τσαντίρι στο Αλιβέρι της Ευβοίας, όπου πήγα δημοτικό, γιατί εκεί υπηρετούσε τότε ο πατέρας μου. Θυμάμαι κι ένα νούμερο από την επιθεώρηση με μια κυρία που έλεγε ένα τραγούδι για λουλούδια και μοίραζε λουλούδια στο κοινό. Αργότερα γνώρισα τον Παλαιολόγο στο θέατρο Μουσούρη και του είπα ότι με επηρέασε για να γίνω ηθοποιός. Οπως θυμάμαι τα ποιήματα και τις ιστορίες που μας διάβαζαν οι δάσκαλοι στο σχολείο. Ημουν πολύ καλός στην έκθεση και στα ελληνικά. Επαιρνα βραβεία, δηλαδή σταφίδες και τέτοια.
Μεγαλώνοντας έμαθα ότι ένας πρώτος μου εξάδελφος, επίσης Γιάννης Βογιατζής, ήταν πρώτο βιολί στην ορχήστρα του Μπουένος Αϊρες – ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου είχε μεταναστεύσει εκεί γιατί ήταν ήδη ο παππούς.
Και βέβαια έχω τον άλλο μου ξάδελφο, τον τραγουδιστή, τον Γιάννη Βογιατζή.
Οταν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός η μητέρα μου με υποστήριξε, ο πατέρας μου βεβαίως όχι. Αλλά μετά το δέχτηκε. Δεν έβρισκα τον εαυτό μου πουθενά αλλού εκτός θεάτρου.
Εδώ τώρα, στο Εθνικό που παίζω, αισθάνομαι ότι είναι σαν πατρίδα μου».
Ο Χορν, ο Ροντήρης, ο Μουσούρης…
«Οταν ήθελα να δώσω εξετάσεις για να μπω στη σχολή ήθελα να δω τον Χορν. Κάποια στιγμή, όταν κατάφερα να τον δω, του είπα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός και του ζήτησα να με ακούσει. «Αν μου πείτε ότι κάνω για ηθοποιός, θα γίνω. Αν μου πείτε ότι δεν κάνω, πάλι θα γίνω». «Ε τότε», μου λέει, «κάνεις για το θέατρο».
Δάσκαλός μου ήταν ο Ροντήρης, στον οποίο και έδωσα εξετάσεις το ’48. Μόλις άρχισα να λέω τον μονόλογο, ο Ροντήρης με έκοψε, μου ζήτησε να σταματήσω την απαγγελία και να του πω τι κατάλαβα… Με κατέταξε στην τρίτη τάξη, με συμμαθητές τον Αλεξανδράκη, τη Συνοδινού, την Ειρήνη Παππά, τον Γρηγόρη Βαφιά, τον Κάρτερ… Απίστευτη τάξη.
Ο πρώτος μου ρόλος ήταν ο έμπορος στον «Εμπορο της Βενετίας», στην Καλλιθέα. Από εκεί πήγα στον Κουν. Πώς έγινε; Είχε έρθει ο Σπύρος Κωνσταντόπουλος τότε στην Καλλιθέα επειδή έψαχνε έναν ηθοποιό, γιατί κάποιος είχε φύγει από το Τέχνης. Με πρότεινε στον Κουν για τον ρόλο ενός βασιλικού ακολούθου. Ο Κουν με ήθελε, αλλά όχι οι άλλοι, πλην του Λαζάνη. Δεν έμεινα όμως, και ευτυχώς, γιατί έτσι πήγα στον κινηματογράφο. Μίλαγα απλά, φυσιολογικά, χωρίς στόμφο.
Παίζαμε το «Τοπάζ» του Πανιόλ με τον θίασο του Μίμη Φωτόπουλου σε διδασκαλία του Πέλου Κατσέλη. Ο Νίτσος είχε γράψει τότε στους Αστερίσκους στα «Νέα» για μένα και θυμάμαι ότι το διάβαζα όπως διέσχιζα τη Σταδίου και κόντεψε να με πατήσει αυτοκίνητο. Το διάβασε λοιπόν αυτό ο Μουσούρης και έστειλε τη γυναίκα του, την Ελλη Σταθάκη, να με δει στο «Τοπάζ». Ηρθε λοιπόν στο καμαρίνι, μου συστήθηκε και μου είπε: «Σε θέλει ο Κώστας αύριο το πρωί να έρθεις στο σπίτι, στις 10.30. Κι όταν λέει 10.30 εννοεί 10.30». Κόντεψα να λιποθυμήσω.
Το σπίτι ήταν κάπου στα Πατήσια. Ημουν απ’ έξω στις 10.05. Χτύπησα το κουδούνι στις 10.29. Μου άνοιξε την πόρτα και το πρώτο που μου είπε είναι ότι «εμείς δεν αργούμε ποτέ στην πρόβα, μαθαίνουμε τα λόγια μας μέσα σε δέκα μέρες…». Εμεινα επτά χρόνια στου Μουσούρη…».
Ο Σακελλάριος, ο Δαλιανίδης και ο Φίνος
«Για το σινεμά, πάλι το «Τοπάζ» έπαιξε ρόλο. Ο Φωτόπουλος είχε ήδη κάνει το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» και θα έκανε το επόμενο, με το «Φιλότιμο». Ερχεται ένα βράδυ ένας Ζωγραφάκης, βοηθός του Σακελλάριου, ασθμαίνοντας στο θέατρο γιατί έψαχνε έναν ηθοποιό να παίξει σε μια σκηνή τον γιατρό και να πει δύο λόγια – την επομένη ήταν το γύρισμα. «Πάρε αυτόν» του είπαν για μένα. Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα. Πήγα την άλλη μέρα στο στούντιο στις Τρεις Γέφυρες, σαν τρελός. Δέκα φορές γυρίσαμε το πλάνο. Ελεγα στην Καρέζη, που ήθελε να κάνει έκτρωση: «Δυστυχώς, κυρία μου, η κατάσταση της υγείας σας δεν μας επιτρέπει να κάνουμε αυτό που μου ζητάτε»…
Από εκεί με είδαν ο Δημόπουλος, ο Δαλιανίδης, ο Φίνος και με κάλεσαν να κάνω διάφορους ρόλους, πρώτα έναν που πουλούσε γούνες, μετά κάτι άλλο. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Ηθελα σαν παλαβός να παίξω στον κινηματογράφο. Υστερα με κάλεσε ο Μάρκος Ζέρβας να παίξω έναν γιατρό, αδελφό της Ρένας Βλαχοπούλου. Πήγα στην οδό Χίου να πάρω το σενάριο, και όπως κατέβαινα από τον πρώτο όροφο είδα τον Φίνο με τον Δαλιανίδη και τους ευχαρίστησα. Τότε ο Δαλιανίδης με φώναξε και μου είπε ότι με έψαχνε, αλλά δεν θυμόταν το όνομά μου, γιατί ήθελε να με ζευγαρώσει με τη Βλαχοπούλου. Ετσι πήρα κι άλλον ρόλο.
Η Βλαχοπούλου ήταν επαγγελματίας κανονικός, έντιμος, σωστός. Δεν είχαμε ιδιαίτερες φιλίες. Δεν παντρευτήκαμε ποτέ στις ταινίες, ήμασταν το ζευγάρι το ανύμφευτο. Περνούσαμε πολύ ωραία στα γυρίσματα. Ο Δαλιανίδης ήταν αυστηρός, σωστός. Ο Φίνος; Αν ήταν να διαλέξω πατέρα, θα διάλεγα τον Φίνο. Η ευγένειά του, το ήθος του… Στη «Λόλα» έπαιζα ένα γκαρσόνι που φοβόταν, και φοβόμουν στ’ αλήθεια. Τότε πρωτάκουσα τη Μοσχολιού, που άνοιγε το μπαλκόνι και τραγουδούσε.
Τις παραστάσεις μου έβλεπε και ο Κώστας Πρετεντέρης όταν έψαχνε έναν ηθοποιό να παίξει στο «Ημερολόγιο ενός θυρωρού», στο ραδιόφωνο. Ηθελε ένα καλό, μορφωμένο παιδί, μεταξύ ηλιθίου και ιδιοφυούς, να φοβάται τη μαμά του. Με τον Κώστα κάναμε πολλή παρέα, γίναμε φίλοι.
Δεν υπάρχει κωμικός και δραματικός ηθοποιός. Κάποιος συμμαθητής μου με παρουσίασε κάποτε στον μεγάλο Λογοθετίδη λέγοντας «να σου συστήσω έναν ηθοποιό που θα γίνει μεγάλος κωμικός». Και γυρνώντας σε μένα ο Λογοθετίδης είπε: «Ακου, νεαρέ μου, δεν υπάρχουν κωμικοί και δραματικοί ηθοποιοί, όπως δεν υπάρχουν μικροί και μεγάλοι ρόλοι. Υπάρχουν καλοί και κακοί ηθοποιοί. Να μην το ξεχάσεις ποτέ». Και δεν το ξέχασα.
Θέλω να μου λένε τι ωραία που παίζω έναν ρόλο. Δεν παίζω τον ρόλο, είμαι ο ρόλος. Αυτό μου το έμαθε ο κινηματογράφος και το χάρηκα, γιατί αλλιώς κινδυνεύεις να τυποποιηθείς και να μη δημιουργήσεις. Τη δημιουργία θα την κάνεις αν αφήσεις την ψυχή σου και τα συναισθήματά σου ελεύθερα. Τότε θα βρεις τον ρόλο και θα ελευθερωθείς, θα κάνεις μια δεύτερη ζωή. Από τη μια θα έχεις τη ζωή σου και από την άλλη τη ζωή που θα έχεις επιλέξει με την υποκριτική όχι μόνον σαν επάγγελμα αλλά σαν λειτούργημα. Και λύτρωση. Αυτή η λύτρωση δεν πληρώνεται με τίποτα.
Η αθανασία του ηθοποιού είναι η φήμη του. Κάθε ηθοποιός έχει και φιλοδοξία και ματαιοδοξία».
«Το σωστό θέατρο»: Ο Μαυρίκιος, ο Χουβαρδάς
«Ο μονόλογος στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» είναι τα εσώψυχα του ηθοποιού. Είναι πολύ μεγάλος συγγραφέας ο Πιραντέλο και ο Μαυρίκιος ο πλέον ενδεδειγμένος, όχι μόνον γι’ αυτό το έργο, αλλά και για όλο τον Πιραντέλο, και όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά στον κόσμο ολόκληρο: είναι ο απόλυτος καλλιτέχνης. Ερμηνεύει το πνεύμα του Πιραντέλο και σε αφήνει ελεύθερο να αυτοσχεδιάσεις.
Νιώθω απέραντη ευτυχία μέσα μου όταν κάνω αυτόν τον μονόλογο στην παράσταση. Κι αυτό το καταλαβαίνει ο κόσμος. Θέλω να παίζω τα σπουδαία έργα.
Ο,τι κάνω τώρα στο σωστό θέατρο το οφείλω στον Γιάννη Χουβαρδά. Με είδε σε ένα μπουλβάρ που παίζαμε στο θέατρο Μουσούρη. Ηταν η εποχή που ετοιμαζόμουν να φύγω στην Αμερική, για να διδάξω την ελληνική γλώσσα κα τη σωστή άρθρωση στους παπάδες. Ηρθε λοιπόν μετά την παράσταση, μου συστήθηκε και μου μίλησε για το θέατρο Αμόρε. Δεν τον ήξερα, δεν είχα ιδέα για το Αμόρε. «Θέλω να έρθεις να παίξεις στην Τερέζ Ρακέν του Ζολά». Αυτό ήταν. Με οδήγησε σε έναν άλλον δρόμο που τελικά αυτός ήταν ο δρόμος που έψαχνε η ψυχή μου. Και με αγάπησαν όλοι οι σκηνοθέτες, ο Μαυρίκιος, που μου εμπιστεύθηκε τόσα πράγματα, ο Καραθάνος, που είναι και φίλος μου, κάναμε την Γκόλφω και τον αγαπώ πολύ, ο Μαρμαρινός.
Στο Εθνικό ήρθα με τον Γιάννη Χουβαρδά και ρίζωσα. Μόνον πέρυσι ήμουν εκτός που κάναμε τις «Γοργόνες και μάγκες» και φορούσα στην παράσταση το ίδιο πουκάμισο που φορούσα στην ταινία.
Ο Μαυρίκιος με ξέρει, έχουμε δουλέψει τρεις – τέσσερις φορές. Τώρα στο «Απόψε…» με ρωτούσε, του απαντούσα, χωρίς να ξέρω ότι εκείνη την ώρα με ηχογραφούσε. Κι εγώ του είπα τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Και αυτές οι αλήθειες μου με την έγκριση και τις διορθώσεις του Μαυρίκιου μπήκαν στην παράσταση. Με τον Δημήτρη δουλεύεις σαν να είσαι στο σπίτι σου, μπροστά στον καθρέφτη σου – το ίδιο και με τον Χουβαρδά, τον Καραθάνο, τον Μαρμαρινό. Μπροστά τους δεν ντρέπομαι, γδύνομαι. Αν ο ηθοποιός δεν βγάλει την ψυχή του στο σανίδι δεν έχει κάνει τίποτα, αν δεν δείξει τι αισθάνεται. «Το κείμενο δεν αρκεί» έλεγε ο Ροντήρης, θέλει αποδείξεις. «Πες το, παίξ’ το» μας έλεγε».
«Δεν σκέφτομαι τον χρόνο. Τι να σκεφτώ; Είμαι 92»
«Συνεχίζω να περιμένω τη στιγμή που θα βγω στη σκηνή. Στο ελεύθερο θέατρο έχω παίξει και σαχλαμάρες, σε παραστάσεις που δεν πίστεψα, έκανα και κάτι νούμερα αίσχος – έκλαιγα. Κάποιοι ηθοποιοί ξέρουν πότε παίζουν σαχλαμάρα. Οχι όλοι. Μερικές φορές υποχρεώνεσαι να κάνεις και πράγματα που δεν σου αρέσουν. Ηθελα να σπουδάσω τον γιο μου. Τώρα έχω έναν εγγονό, είναι οκτώμισι χρόνων, τον Γιαννάκη μου.
Εκανα πολύ ραδιόφωνο, τηλεόραση και παρλάτες σε μεγάλα κέντρα. Στο “Ημερολόγιο ενός Θυρωρού” του Κώστα Πρετεντέρη γινόταν χαμός.
Μετανιώνω για πολλά. Αν είχα οικονομική άνεση δεν θα είχα κάνει τόση επιθεώρηση. Από την άλλη η επιθεώρηση σε λύνει, όπως και το μικρόφωνο στα νυχτερινά κέντρα.
Οταν ήμουν νεότερος σκεφτόμουν τον χρόνο. Τώρα δεν σκέφτομαι τον χρόνο. Τι να σκεφτώ; Είμαι 92.
Θέλω να προλάβω να παίξω κι άλλα πράγματα. Μετά από τον Πιραντέλο έχω Μολιέρο, με τον Γιάννη μου.
Εκανα παρέα με τον Σταύρο τον Ξενίδη, τον Σωτήρη τον Μουστάκα, με τον Κώστα Πρετεντέρη… Κάναμε ψαροντούφεκο με τον Μουστάκα, μαζί με τον Μίμη Πλέσσα, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Νότη Περγιάλη…
Τι συμβουλεύω έναν νέο ηθοποιό; Μελέτη, μελέτη, ήθος και πάλι μελέτη, παιδεία».