«Στέλακα, είμαι καταδικασμένος 10 χρόνια φυλακή επί λιποταξία (τόσκασα το ’47). Μελετώ ένα μοναστήρι (αρχιτεκτονικά). Μόλις κάνω εκπομπή σε ειδοποιώ. Σε φιλώ, Γιάννης». Με αυτή τη νευρική, συγκοπτόμενη πρόζα που συμπυκνώνει τις κατευθύνσεις μιας μεγάλης πορείας, ο Ιάννης Ξενάκης στα μέσα της δεκαετίας του 1950 απευθύνεται στον Στέλιο Μουσιόπουλο, τον έλληνα φίλο και επαγγελματικό συνοδοιπόρο στο γραφείο του Λε Κορμπιζιέ στο Παρίσι. Ο Μουσιόπουλος ήταν πολιτικός μηχανικός με σπουδές στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το 1948, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, βρέθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα όπου μετεκπαιδεύθηκε και εργάστηκε ως το 1951. Απασχολήθηκε στην περίφημη τεχνική εταιρεία ΑΤΒΑΤ του Βλαντίμιρ Μποντιάνσκι, η οποία συνεργάστηκε με τον Λε Κορμπιζιέ για την υλοποίηση των πιο εμβληματικών μεταπολεμικών έργων του ελβετογάλλου δασκάλου, από την περίφημη «πολυκατοικία της Μασσαλίας» έως το συγκρότημα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Ο Μουσιόπουλος θα είναι μάλιστα υπεύθυνος της ομάδας (chef de Groupe) σχεδιασμού και κατασκευής του κτιρίου της Μασσαλίας και επίσης οικοδομών άλλων σημαντικών γάλλων αρχιτεκτόνων.
Ο Ξενάκης πάλι, με σπουδές και αυτός πολιτικού μηχανικού στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, φοβούμενος την εξορία για την αθηναϊκή αντιστασιακή του δράση (από την οποία και ο τραυματισμός του προσώπου και η απώλεια του αριστερού ματιού του) εγκαταλείπει την Ελλάδα και, με τη βοήθεια ιταλών κομμουνιστών, διασχίζει τη γειτονική χώρα και φτάνει στο Παρίσι στα τέλη του 1947. Ζει σε συνθήκες μεγάλης ένδειας και υπαρξιακής έντασης για τον δημιουργικό προσανατολισμό του. Βρίσκει και αυτός δουλειά στο γραφείο του Λε Κορμπιζιέ ως μηχανικός, ενώ προσπαθεί να εμβαθύνει στη σπουδή της μουσικής, κατ’ αρχήν με τον Νταριούς Μιγιό και τον Αρτίρ Ονεγκέρ και στη συνέχεια με τον Ολιβιέ Μεσιάν. Ο τελευταίος θα τον απελευθερώσει από τον καταναγκασμό των συμβατικών μουσικών σπουδών και θα του υποδείξει νέες δημιουργικές προοπτικές ανάμεσα στα μαθηματικά, την αρχιτεκτονική και τη φιλοσοφία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην επιστολή της 23ης Ιουνίου 1952 προς τον «Στέλιο» διευκρινίζει ότι «εγώ όπως πάντα δουλεύω με δύο αφεντικά [την αρχιτεκτονική δηλαδή και τη μουσική]. Και τα δύο πάνε καλά». Η αμεσότητα του λόγου και η οικειότητα προς τον έλληνα φίλο κάνουν μεγάλη αίσθηση: δεν υπάρχουν φίλτρα ούτε μυθοποιήσεις: μόνο ανθρώπινες επιθυμίες και αδυναμίες, ο πόθος της δημιουργίας και ο αγώνας για την υλική και πνευματική επιβίωση.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος