Μια καλύβα δίπλα σε μια γαλήνια ακτή. Μικρή, στενή, χαμηλοτάβανη. Λίγα μέτρα μπροστά της η θάλασσα. Ηρεμη, την κόβεις με μαχαίρι. Μια βαρκούλα. Πάνω της διαβάζεις το όνομα Βασούλα. Η καλύβα σκεπασμένη με ελενίτ.
Στον περιβάλλοντα χώρο παρατηρείς αντικείμενα που αν είσαι λίγο μεγάλος σου θυμίζουν περασμένες εποχές. Δύο ξύλινα τραπέζια, καρό τραπεζομάντιλα, ένα γέρικο τρανζίστορ, αρκετές κατσαρόλες, ένα ξεθωριασμένο φορητό ψυγείο, ξύλα, ένα γκαζάκι, μια πιατέλα λεμόνια, μια κοντή ψάθινη σκούπα, αρκετοί βασιλικοί.
Βρισκόμαστε κάπου στη Βραυρώνα και αυτό το λιτό, πλην όμως πολύ γοητευτικό σκηνικό, είναι το τελευταίο των γυρισμάτων της ταινίας «Υπάρχω», ήδη πολυσυζητημένης κινηματογραφικής παραγωγής, που φέρνει και πάλι στην επιφάνεια μια μεγάλη μορφή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού: τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Μετά από αρκετούς μήνες γυρισμάτων (άρχισαν τον περασμένο Μάιο), η παραγωγή της Tanweer («Φόνισσα», «Ευτυχία», «Σμύρνη μου αγαπημένη»), την Παρασκευή 19 Ιουλίου, ολοκληρώθηκε σε ό,τι αφορά το σκέλος των γυρισμάτων της. Στη Βραυρώνα η ομάδα της έμεινε πέντε μέρες. Η υπόλοιπη ταινία γυρίστηκε σε διάφορες περιοχές της Αθήνας.
«Το «Υπάρχω» δεν θα είναι μια βιογραφία που θα καλύπτει όλη τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη» μας λέει η Νάνσυ Κοκολάκη, line producer της ταινίας, ενώ περιμένουμε την άφιξη του συνεργείου, του σκηνοθέτη Γιώργου Τσεμπερόπουλου και βεβαίως των τριών ηθοποιών αυτής της τελευταίας νυχτερινής σκηνής: του τραγουδιστή και πλέον ηθοποιού Χρήστου Μάστορα στον ρόλο του Καζαντζίδη, του Δημήτρη Καπουράνη που υποδύεται έναν δημοσιογράφο και της Αννας Συμεωνίδου που στην ταινία κρατά τον ρόλο της τελευταίας συζύγου του Καζαντζίδη, Βάσως.
«Με άξονα της ιστορίας την επίσκεψη ενός δημοσιογράφου στο σπίτι στον Αγιο Κωνσταντίνο όπου ο Καζαντζίδης είχε αποτραβηχτεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η ταινία θα περιστρέφεται γύρω από κάποιους σημαντικούς σταθμούς του σπουδαίου λαϊκού τραγουδιστή με το τραγούδι «Υπάρχω» βαρόμετρο» προσθέτει η Νάνσυ Κοκολάκη.
«Όταν όλος ο κόσμος ήξερε τον Καζαντζίδη, εγώ ήμουν παιδάκι» θα μας πει λίγο αργότερα ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, στην πρώτη κινηματογραφική ταινία που γυρίζει μετά από απουσία 11 ετών με τον «Εχθρό μου».
«Αργότερα, όταν έγινα έφηβος, άκουγα Ντίλαν, Stones, Beatles, είχα ανακαλύψει τον Σαββόπουλο, τους Πελόμα Μποκιού, τους Poll… Ελληνικά άκουγα βεβαίως αλλά δεν είχα σχέση· η μόνη μου έγνοια ήταν να μαζεύω χρήματα και να αγοράζω δίσκους αυτών που ανέφερα όταν επιτέλους έρχονταν από το εξωτερικό».
Όλα ξεκίνησαν… Δραγατσανίου και Σταδίου
Υπήρξε όμως μία περίπτωση, στα 23 του, όταν ο Τσεμπερόπουλος «εγκαταλελειμμένος, ερωτοχτυπημένος και καταστεναχωρημένος» όπως εξομολογείται, ενώ περνούσε από τη Σταδίου στο κέντρο της Αθήνας βρέθηκε μπροστά σε ένα «πολύ παράξενο θέαμα: Παρκαρισμένα αυτοκίνητα στο δεξί μέρος της Σταδίου, μπροστά στο ΡΑΔΙΟ ΑΘΗΝΑΙ, γωνία Δραγατσανίου και Σταδίου, που ήταν γεμάτο τηλεοράσεις.
Δεκάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών κοίταζαν σε καμιά τριανταριά ξεχωριστές οθόνες. Πηγαίνω κοντά και βλέπω τον Καζαντζίδη στην τηλεόραση να τραγουδάει το «Υπάρχω». Όταν το άκουσα κι εγώ, σχεδόν αναλύθηκα σε κλάματα γιατί μέσα μου ήμουν βέβαιος ότι αυτό το τραγούδι ήταν γραμμένο για μένα.
Ημουν βέβαιος ότι το έχω γράψει εγώ!». Την επομένη, ο Τσεμπερόπουλος αγόρασε τον δίσκο και έτσι ήρθε σιγά-σιγά σε επαφή με το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. «Ο Καζαντζίδης με έβαλε στο ελληνικό τραγούδι».
Επομένως, μπορεί κανείς να φανταστεί την έκπληξη του σκηνοθέτη όταν ο παραγωγός της Tanweer Διονύσης Σαμιώτης και η σεναριογράφος της ταινίας Κατερίνα Μπέη τον κάλεσαν για να του προτείνουν τη σκηνοθεσία του «Υπάρχω».
«Είναι δυνατόν να μη δείξει κανείς ενδιαφέρον όταν μιλάμε για έναν τόσο σπουδαίο Ελληνα;» είπε. Ωστόσο, το πρώτο πράγμα που ρώτησε ήταν αν… υπάρχει σενάριο. Υπήρχε. Ο Τσεμπερόπουλος το διάβασε και εν τέλει συμφώνησε να σκηνοθετήσει την ταινία.
Ως δημιουργός έχει λίγες ταινίες μυθοπλασίας στο ενεργητικό του, καμία τους όμως δεν πάσχει στο πολύκροτο ζήτημα του ελληνικού σινεμά, το σενάριο: «Ξαφνικός έρωτας», «Αντε γεια», «Πίσω πόρτα», «Ο εχθρός μου».
«Με ρωτούν συχνά αν μου λείπει το σινεμά και το γύρισμα. Ναι, μου λείπει, αλλά τι θα έπρεπε να κάνω; Να τραβάω ό,τι να ‘ναι; Δεν έχει νόημα. Θα πρέπει να έχω ένα στιβαρό σενάριο για να κάνω σινεμά. Το «Υπάρχω» ήταν».
«Γιώργο, είναι δικός σου»
«Μισώ τις πρόβες!» θα μου πει λίγο αργότερα γελώντας ο Χρήστος Μάστορας, ένας σεμνός και χαμηλών τόνων καλλιτέχνης, ο οποίος μάλιστα, όπως είπε, δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μια συνέχεια στην υποκριτική.
Ο Μάστορας είναι μουσικός και ακολουθεί το δικό του μπαϊράκι με τους ίδιους μουσικούς στην μπάντα του, τους εδώ και 20 χρόνια φίλους του. Όλοι μαζί μια ομάδα. «Νούμερο ένα για μένα είναι η φιλία και η οικογένεια. Μεγάλωσα έτσι και δεν θέλω να το αφήσω».
Όταν τον ρωτώ αν στενοχωριέται που σήμερα όλα τελειώνουν, καθότι τελευταία μέρα των γυρισμάτων του «Υπάρχω», η απάντησή του είναι: «Όχι. Ήταν μια τεράστια ταλαιπωρία να προσπαθείς να ενσαρκώσεις τον Στέλιο Καζαντζίδη, είναι το άγχος και το στρες της πρώτης φοράς – που μάλλον θα είναι και η τελευταία (γελάει). Γιατί για μένα που δεν είμαι ηθοποιός αυτό ήταν μια μοναδική περίπτωση. Αλλά και για έναν ηθοποιό θα ήταν».
Η εμπλοκή του Χρήστου Μάστορα στην ταινία έγινε όταν ο Μάκης Γαζής, επί χρόνια βοηθός του Γ. Τσεμπερόπουλου, τον πρότεινε στον τελευταίο λέγοντάς του επανειλημμένα «»Γιώργο, είναι δικός σου!». Αυτή την ατάκα δεν την έχω ξεχάσει» θα πει ο σκηνοθέτης, ο οποίος αμέσως άρχισε να αναζητά πληροφορίες για τον Μάστορα στο Διαδίκτυο.
«Ευτυχώς έπεσα στη συγκεκριμένη συνέντευξή του» είπε γελώντας ο σκηνοθέτης, ο οποίος διαβάζοντας τα λεχθέντα του μελλοντικού πρωταγωνιστή του, εντυπωσιάστηκε από την ευγένεια, το ήθος και τη γλυκύτητά του.
Οι δύο καλλιτέχνες σύντομα συναντήθηκαν και όλα πήραν τον δρόμο τους, ιδίως όταν έγινε αντιληπτό ότι η φωνή του Μάστορα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα τραγούδια του Καζαντζίδη χωρίς το ντουμπλάζ με τη φωνή του τραγουδιστή.
«Ο Χρήστος προέρχεται από οικογένεια της Βορείου Ηπείρου, έχει περάσει πολλές στερήσεις, ξέρει τι θα πει φτώχεια, ξέρει τι θα πει «άλλες πατρίδες», αντιλαμβάνεται τη σημασία του ξεριζωμένου Πόντιου. Κατάλαβε τι ήταν ο Καζαντζίδης».
Φωτογραφίες: Μαριλένα Αναστασιάδου