Σπούδασε στην Αθήνα και στην Κολωνία, πιάνο και διεύθυνση ορχήστρας. Σπούδασε και αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όμως η μουσική ήταν τελικά για τον Γιώργο Ζιάβρα μονόδρομος. Ξεκίνησε από πολύ νέος να συνεργάζεται με σημαντικές σκηνές της Γερμανίας και ίδρυσε την CoGNiMUS Collektiv, μια καλλιτεχνική πλατφόρμα με δική της ορχήστρα και με έδρα την Κολωνία.

Ασχολείται ιδιαίτερα με τη σύγχρονη μουσική, όμως στην Ελλάδα αυτή τη φορά έρχεται για να διευθύνει μια ιστορική ιταλική όπερα, τον «Κουρέα της Σεβίλλης». Το λαοφιλές αριστούργημα του Ροσίνι ανεβαίνει στο Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας», με τον Γιώργο Ζιάβρα επικεφαλής μιας ομάδας εξαιρετικών λυρικών τραγουδιστών, έμπειρων στο ανάλαφρο, φωτεινό και σπινθηροβόλο μουσικό ιδίωμα του συνθέτη.

Τι έχει λοιπόν να πει στο σύγχρονο κοινό με τον «Κουρέα» του ο Ροσίνι; Γιατί αρέσει τόσο πολύ το έργο;

«Γιατί είναι έργο ευφυές! Μιλάμε για μία από τις διασημότερες όπερες στην παγκόσμια ιστορία. Είναι δεδομένο ότι το κοινό ανταποκρίνεται στη μουσική, είναι πολύ γνωστές οι μελωδίες του «Κουρέα». Είναι όμως και το θέμα του: Ενα κείμενο που μιλάει για έρωτες, για παρεξηγήσεις και για μπλεξίματα που καταλήγουν σε happy end αρέσει ακόμα και σήμερα, όπως αρέσει μια καλή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Ροσίνι δίνει αμέσως στον θεατή την αίσθηση πως κάτι έχει να του πει».

Ποιο είναι αυτό; Ποιο είναι το διά ταύτα του «Κουρέα»;

«Ας πούμε το «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» (σ.σ.: γελάει). Και το λέει με τρόπο πανέξυπνο, βάζοντας στο κέντρο των εξελίξεων τον Φίγκαρο με τη φοβερή καπατσοσύνη, έναν χαρακτήρα που από την πρώτη άριά του μέχρι το φινάλε μαγεύει το κοινό. Ενώ όλοι οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές βρίσκονται προφανέστατα καθένας στο κουτί του, με τα θετικά του και τα αρνητικά του, ο Φίγκαρο δεν χωράει πουθενά, αλωνίζει τη σκηνή για να πυροδοτεί τις εξελίξεις, κυρίως για να τακτοποιεί τα πράγματα. Για να βρίσκει λύσεις, να τιμωρεί τον βλάκα και να δικαιώνει τον καλό – σε εισαγωγικά, πάντα, και οι δύο χαρακτηρισμοί».

Είναι μια από τις ελάχιστες όπερες όπου ο βαρύτονος είναι ο βασικός ας πούμε πρωταγωνιστής, συνήθως του τρώει την πρωτιά ο τενόρος που ερμηνεύει παραδοσιακά τον εραστή, όχι;

«Ακριβώς, όλοι οι ρόλοι είναι μεγάλοι και σημαντικοί, και ο Αλμαβίβα, και η Ροζίνα και ο Μπάρτολο, όμως ο Φίγκαρο σαρώνει! Και δεν ξέρω πολλούς βαρύτονους που να μην τον φοβούνται έστω λίγο. Είναι συνέχεια στη σκηνή, μπαινοβγαίνει όλη την ώρα, βρίσκεται μπλεγμένος σε χιλιάδες καταστάσεις. Εχει τα μάτια του κοινού στραμμένα πάνω του. Και είναι και ένας ρόλος που φωνητικά πρέπει να είσαι σε άριστη φόρμα για να τα καταφέρεις μέχρι τέλους».

Αυτά για τους τραγουδιστές. Για τον μαέστρο ποιες είναι οι απαιτήσεις;

«Ο μαέστρος πρέπει να χτίσει όσο γίνεται πιο στέρεα το σύνθετο οικοδόμημα. Ενα αρκετά απαιτητικό κείμενο όπου συμβαίνουν διάφορα και μια μουσική, πώς να σας την εξηγήσω… Μια μουσική όπου αν και σου δημιουργεί την αίσθηση του απλού δεν είναι σε καμία περίπτωση απλοϊκή, είναι πολυσύνθετη και ευφυώς δομημένη. Τίποτε δεν είναι τυχαίο, όλα είναι απόλυτα μελετημένα, το καθετί έχει λόγο. Ο Ροσίνι έγραψε τον «Κουρέα» έχοντας κατανοήσει σε βάθος τη δραματουργία. Ολο το έργο είναι τόσο αριστοτεχνικά χτισμένο που κινδυνεύεις ακόμα και αν «κουνήσεις» κάτι ελάχιστο να μη βγει το επιθυμητό αποτέλεσμα».

Πρόκειται για όπερα που έχει δισκογραφηθεί πολύ, από σπουδαίους καλλιτέχνες. Ολες αυτές οι ηχογραφήσεις βοηθούν;

«Διευκολύνουν γιατί μπορείς να πατήσεις εύκολα πάνω σε βήματα μεγάλων καλλιτεχνών. Από την άλλη βάζουν τον πήχη ψηλά. Επειδή είναι έργο που λίγο-πολύ το έχουν κάνει όλοι, βρίσκεσαι να συγκρίνεσαι με όλους! Την ίδια στιγμή, για να μην ξεχάσω μία ακόμα δυσκολία, αν και ο «Κουρέας» είναι λαμπρό δείγμα του κλασικισμού, πατάει με το ένα πόδι στο μπελκάντο – που αργότερα θα εξελιχθεί και θα φτάσει με άλλους συνθέτες στην κορύφωσή του. Πρέπει λοιπόν να βρεις τις σωστές ισορροπίες ανάμεσα στα δύο είδη».

Είναι η πρώτη φορά που διευθύνετε το έργο;

«Το είχα κάνει στη Γερμανία παλαιότερα, αλλά τώρα νιώθω σαν να είναι η πρώτη φορά. Εκεί τα θέατρα λειτουργούν με τον δικό τους τρόπο, με άλλες ταχύτητες. Ηταν και στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, που μπορεί να μου έδιναν δύο μόνο πρόβες και να έπρεπε μετά να διευθύνω δέκα παραστάσεις. Τώρα πράγματι είναι η πρώτη φορά που μου δίνεται η δυνατότητα να το κάνω όπως το θέλω!».

Ετοιμάζετε κάτι άλλο στην Ελλάδα;

«Φεύγω, δεν έχω τίποτε άλλο εδώ εκτός από την επανάληψη του «Κουρέα» τον Φλεβάρη. Με περιμένει το ανσάμπλ μου για μια συναυλία στην Κολωνία που είναι η έδρα μου. Αν και τον τελευταίο καιρό βρέθηκα λίγο παραπάνω στην Αθήνα».

Και πώς ήταν η εμπειρία;

«Επιβεβαίωσα κάτι που στην πραγματικότητα το είχα καταλάβει μέσα από τις σποραδικές συνεργασίες μου με τις ελληνικές ορχήστρες. Πως στην Ελλάδα έχουμε εξαιρετικούς μουσικούς! Απλώς συχνά λείπει το περιβάλλον που θα τους βοηθήσει και που θα τους αναδείξει. Χρειάζεται, θα έλεγα, μια χτισμένη, μια πιο στέρεη κουλτούρα ορχήστρας. Είναι ζήτημα χρηματοδότησης, αλλά και των σωστών και σταθερών συνθηκών εργασίας. Των συνθηκών που θα επιτρέψουν στον καλλιτέχνη να επικεντρώσει στην τέχνη του και να μην κουράζεται με περιττά και αλλότρια. Το επίπεδο των μουσικών μας είναι τέτοιο που με καλύτερη οργάνωση οι ορχήστρες μας μπορούν να έχουν μια πολύ πιο δημιουργική και αξιόλογη παρουσία!».

Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr 

INFO «Ο κουρέας της Σεβίλλης» κάνει πρεμιέρα στις 18 Οκτωβρίου. Παραστάσεις θα δοθούν και στις 20 και 22 του μήνα, καθώς και στις 5, 7 και 9 Φεβρουαρίου 2025. Τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων διευθύνει ο Γιώργος Ζιάβρας. Σκηνοθεσία Βασίλης Παπαβασιλείου και Νικολέτα Φιλόσογλου. Σκηνικά/κοστούμια/δραματουργία Αγγελος Μέντης. Με τους Γιώργο Ιατρού / Χάρη Ανδριανό, Αρτεμη Μπόγρη / Μάρθα Σωτηρίου, Μανουέλ Αμάτι / Βασίλη Καβάγια, Μάριο Σαραντίδη, Χριστόφορο Σταμπόγλη, Μίνα Πολυχρόνου και Νίκο Μασουράκη. Συμμετέχει η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων.