Βροχερό απόγευμα Τετάρτης και συναντώ τον Δημήτρη Ημελλο στο καμαρίνι του στο θέατρο Πορεία. Αυτή τη θεατρική σεζόν ο καταξιωμένος ηθοποιός, εκείνος που άνοιξε πρώτος τον θεσμό των Βραβείων Χορν λαμβάνοντας τον χρυσό σταυρό πριν από 22 χρόνια, εκείνος που παράτησε τη Νομική για το θέατρο και σπούδασε στη Ρωσία για να συνδεθεί ανεξίτηλα με το θέατρο του Στάθη Λιβαθινού και του Λευτέρη Βογιατζή, συναντά τον ρόλο του αστυνομικού ανακριτή Πορφύρη Πετρόβιτς (τον μοιράζεται σε διπλή διανομή με τον Κώστα Φιλίππογλου) στην παράσταση «Εγκλημα και τιμωρία». Το κορυφαίο αυτό ψυχογράφημα της ανθρώπινης ύπαρξης και ηθικής του Ντοστογέφσκι έκανε πρεμιέρα στις 23 Νοεμβρίου στο θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου με τη θεατρική διασκευή να υπογράφει ο Θανάσης Τριαρίδης.
«Ξέρετε, με έναν τρόπο συνδέομαι πολύ με το θέατρο Πορεία» αναφέρει ο Δημήτρης Ημελλος. «Ημουν ανάμεσα στους ηθοποιούς που έπαιξαν στην εναρκτήρια παράσταση αυτού του θέατρου, τη «Φρεναπάτη» πριν 22 χρόνια (σ.σ.: για την ερμηνεία του αυτή μάλιστα ως Μοταμόρ κέρδισε το Βραβείο Χορν). Θυμάμαι, ακόμη φτιαχνόταν η στέγη του θεάτρου. Μάλιστα μπαίνανε νερά και είχαμε σταματήσει κάποια στιγμή τις παραστάσεις».
Επιστρέφουμε όμως στο σήμερα και στους ήρωες του Ντοστογέφσκι που «ξεφεύγουν» από τις γραμμές του βιβλίου και ζωντανεύουν στη σκηνή: στον Ρασκόλνικοφ (τον ερμηνεύει ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος), στη Σόνια (την ενσαρκώνει η Μαριάννα Πουρέγκα και η Φαίδρα Αγγελάκη σε διπλή διανομή), στην Ντούνια (την υποδύεται η Στέλλα Βογιατζάκη), στον Ραζουμίχιν (τον ενσαρκώνει ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), στον Σβιντριγκάιλοφ (που ερμηνεύει ο Δημητρής Μπίτος) και στη μητέρα τού Ρασκόλνικοφ που υποδύεται η Σοφία Σεϊρλή.
«Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μια θεατρική διασκευή» αναφέρει ο Δημήτρης Ημελλος. «Είναι ένα έργο που μας δόθηκε από τον Τριαρίδη. Μια δική του δηλαδή ερμηνεία πάνω στο μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι, με αρκετά καινοτόμα και πρωτότυπα στοιχεία (σ.σ.: για παράδειγμα ο ίδιος ο Ντοστογέφσκι γίνεται ένας από τους ήρωες του έργου) που μεταφέρουν ένα βιβλίο που γράφτηκε για να διαβαστεί επάνω στη σκηνή».
Βέβαια, το πνεύμα του Ντοστογέφσκι είναι πάντα εκεί με τον αιώνιο αντιήρωά του, τον Ρασκόλνικοφ, εκείνον τον άνθρωπο που σκοτώνει μια σιχαμερή τοκογλύφο, ώστε να αποδείξει στον εαυτό του ότι τολμά, ότι δεν είναι μια «χαμερπής ψείρα», ότι μπορεί να ξεφύγει από τον μέσο όρο. Και όμως τελικά οι τύψεις τον κατακλύζουν, με τη ζωή του να μετατρέπεται σε έναν ζωντανό εφιάλτη από το οποίο μόνο η Σόνια, αυτή η φτωχή πόρνη που πουλά για την επιβίωση της οικογένειάς της το κορμί της, θα μπορέσει να τον λυτρώσει.
Κύριε Ημελλε, θέλω να ξεκινήσουμε από την ουσία του έργου: τελικά κανένα έγκλημα δεν έχει επαρκή ιδεολογία, όσο υψηλός κι αν βαφτιστεί ο σκοπός του;
«Είναι μια μεγάλη κουβέντα αυτό. Εχει γίνει πλέον εμπειρία του ανθρώπου ότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται με τις καλύτερες των προθέσεων. Ισως γιατί το έγκλημα ανήκει στη φτιαξιά του ανθρώπου. Δείτε στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Ο βοσκός που σώνει τον Οιδίποδα βρέφος. Τον σώνει από το ευγενέστερο αίσθημα: τον οίκτο. Σώνει ένα βρέφος που ήταν προορισμένο να πεθάνει και έτσι τελικά το οδηγεί στη μεγαλύτερη καταστροφή που μπορούσε να του συμβεί, μια καταστροφή χειρότερη και από τον ίδιο τον θάνατο. Ο Οιδίποδας λέει στον βοσκό: «Σου έδωσαν ένα παιδί να πας να το σκοτώσεις. Γιατί δεν το σκότωσες; Ποιος σου είπε να αμφισβητήσεις τη γνώμη του βασιλιά;». Και εκείνος του απαντά: «Το λυπήθηκα». Nομίζω ότι σε αυτή τη στιχομυθία ο άνθρωπος μιλάει για την ίδια τη φτιαξιά του, η οποία θέλει να μιμείται τον Θεό, κάνοντας συνεχώς τερατώδη λάθη. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να εγκληματεί. Δεν ξέρει όμως ποιο έγκλημα κάνει. Δεν καταλαβαίνει και τιμωρείται για αυτό».
«Εχει γίνει πλέον εμπειρία του ανθρώπου ότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται με τις καλύτερες των προθέσεων. Ισως γιατί το έγκλημα ανήκει στη φτιαξιά του ανθρώπου»
Ο ήρωας που ενσαρκώνετε, ο Πορφύρης, ο οποίος αναζητεί τον τρόπο να ξεσκεπάσει το έγκλημα του Ρασκόλνικοφ, ποιο έγκλημα διαπράττει;
«Του ορθολογισμού, της απόλυτης σιγουριάς στα ορατά, στα χειροπιαστά πράγματα. Είναι λογοκρατούμενος ο κόσμος του Πορφύρη και μέσα από την υπερεξουσία που του δίνει η έλλογη σκέψη εγκληματεί, αντιμετωπίζοντας την άλογη σκέψη του Θεού, αυτού του αόρατου όντος που κρύβεται μέσα μας και το οποίο δεν κρίνει, δεν δικάζει και δεν καταδικάζει. Ο Πορφύρης εγκληματεί αναλαμβάνοντας ευθύνες που δεν του ανήκουν καθώς η δικαιοσύνη είναι μία έννοια που δεν ανήκει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι ανίκανος να παράσχει δικαιοσύνη γιατί είναι πεπερασμένος, δεν μπορεί να δει το όλον. Η δικαιοσύνη του Θεού ή της φύσης είναι μια δικαιοσύνη που είναι πολύ πιο μπροστά από την ανθρώπινη διαύγεια και τον νου».
Μιλώντας για Θεό, εσείς τον έχετε ανακαλύψει;
«Ο Θεός είναι παρτενέρ σου. Οσο τον βλέπεις και του δίνεις σημασία και συνδιαλέγεσαι μαζί του τόσο πιο πολύ υπάρχει. Οσο λιγότερο το κάνεις τόσο αυτός απουσιάζει από εσένα. Οι στιγμές της ζωής μου που μπορώ να αφηγηθώ και να τις πάρω μαζί μου είναι ένθεες στιγμές, δεν είναι άθεες. Υπάρχει Θεός μέσα τους. Αυτές που ήταν άθεες δεν τις θυμάμαι καν».
Και δεν τον αμφισβητείτε ποτέ;
«Οχι, πάντα τον αμφισβητώ. Αλλά ξέρω βαθιά μέσα μου ότι η αμφισβήτηση αυτή είναι εγωιστική, γιατί περιέχει ένα Εγώ το οποίο αρνείται να κάνει πίσω».
«Η δικαιοσύνη του Θεού ή της φύσης είναι μια δικαιοσύνη που είναι πολύ πιο μπροστά από την ανθρώπινη διαύγεια και τον νου»
Επιστρέφω στο έργο. Διάβασα ότι ο Θανάσης Τριαρίδης θέτει στο κάδρο της παράστασης και το μεγαλύτερο έγκλημα της σύγχρονης εποχής, τους μαζικούς φόνους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
«Ναι, το έκανε αυτό διά μέσου ενός ονείρου που βλέπει ο Ρασκόλνικοφ, στο οποίο ο ίδιος βρίσκεται μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο όπου δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Εάν διαβάσετε αυτό το σημείο, με την εμπειρία που έχουμε σήμερα, η περιγραφή αυτή παραπέμπει στο Ολοκαύτωμα, στους θαλάμους αερίων. Την ίδια στιγμή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ρασκόλνικοφ, ο Ρωγμίδης όπως είναι η μετάφραση του ονόματός του στα ελληνικά, ενσαρκώνει τελικά μια ακραία ιδέα: εγκληματεί θεωρώντας ότι έχει το δικαίωμα εκείνος να κρίνει, να «καθαρίσει» την κοινωνία. Στην πράξη αυτός ο τρόπος σκέψης συγγενεύει με όλα αυτά τα φασιστικά κινήματα, τα οποία μέχρι σήμερα επηρεάζουν τη σκέψη. Ο Ντοστογέφσκι είναι ένας συγγραφέας που άνθησε μέσα στη Βιομηχανική Επανάσταση, μέσα από την οποία αναδύθηκε ένα νέο είδος ανθρώπου, του Υπερανθρώπου, εκείνου που οδεύει προς τη θέωση με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μην ξεχνάμε ότι τα κινήματα του αθεϊσμού εκείνη την εποχή αναπτύσσονται. Για αυτό είναι και τόσο έντονη η αναζήτηση του Θεού, της ορθοδοξίας, της πίστης, μέσα στο έργο του Ντοστογέφσκι. Θέλει να κρατήσει τα μπόσικα ενάντια σε αυτό που έρχεται. Θα έλεγα ότι είναι ένας συγγραφέας που το αριστερό χέρι του γράφει θεολογικά κείμενα και το δεξί λογοτεχνικά».
Κύριε Ημελλε, κοιτώντας την πορεία σας συνολικά, θεωρείτε ότι βάλατε πρώτα την τέχνη σας ή τη ζωή σας;
«Ανάλογα τη στιγμή. Πιστεύω πάντως ότι για καθετί που επιλέγει να κάνει κανείς πάντα πληρώνει ένα τίμημα».
Εσείς τι τίμημα πληρώσατε;
«Τιμήματα οικογενειακά, υγείας, ελεύθερου χρόνου, ξεκούρασης, πράγματα που δεν έκανα γιατί επέλεξα να κάνω κάποια άλλα. Και τώρα που το σκέφτομαι, φθηνά την έχω βγάλει…».
Μιλώντας για οικογενειακά ζητήματα, έχετε έναν γιο, τον Φοίβο, που ασχολείται μάλιστα με τη σκηνοθεσία. Τύψεις ως πατέρας είχατε;
«Και είχα και έχω. Στις αρχές δεν τα έφερνα εύκολα βόλτα οικονομικά. Τώρα που κάνω τηλεόραση και έχω χρήματα, βέβαια, το παιδί μεγάλωσε. Αλλά, ξέρετε, δεν ήθελα να κάνω τηλεόραση όσο εκείνος ήταν μικρός. Δεν ήθελα να αισθάνεται ότι ο μπαμπάς του είναι κάποιος που τον βλέπουν όλοι, ότι είναι «κοινής χρήσης». Οτι μπορεί να πάει στο σχολείο και να ακούσει κάτι για εμένα. Μπορεί να μην του έλεγε κανείς τίποτα. Προφανώς είναι ένα δικό μου κόμπλεξ».
«Οι μεγάλοι καλλιτέχνες σαν τον Λευτέρη Βογιατζή είναι γεμάτοι εκπλήξεις, δεν έχουν μαύρο ή άσπρο πρόσημο»
Δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω για τον Λευτέρη Βογιατζή. Στον συλλογικό τόμο «Ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός Λευτέρης Βογιατζής. Μελέτες και μαρτυρίες για το έργο του» καταθέτετε μάλιστα ένα σπαρταριστό περιστατικό: για το ότι σας ήθελε δίπλα του καθώς φοβόταν να παρακολουθήσει μόνος του την ταινία «Νοσφεράτου»…
«Ο Λευτέρης ήταν ένα παιδί. Και με ένα παιδί περνάς μαγικά και την ίδια στιγμή μπορεί να περάσεις και δύσκολα γιατί μπορεί να γίνει αυταρχικό και ατίθασο. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες σαν τον Λευτέρη είναι γεμάτοι εκπλήξεις, δεν έχουν μαύρο ή άσπρο πρόσημο. Σε κάποια σημεία λοιπόν είναι απίστευτα θαρραλέοι και σε άλλα δειλοί. Σε άλλα σημεία αυστηροί και σε άλλα τόσο ευαίσθητοι που μπορείς να τους ματώσεις. Ο Λευτέρης μπορούσε να πνιγεί σε μια κουταλιά νερό και την ίδια στιγμή να διανύσει τον Ατλαντικό».
Αλήθεια, στην πρώτη οντισιόν που είχατε μαζί του σας έκοψε τα πόδια με την αυστηρότητά του;
«Οχι. Ισως γιατί και εγώ τότε είχα ξεχάσει να μεγαλώσω. Αργότερα, όταν μεγάλωσα, τα βρήκαμε λίγο σκούρα. Γιατί ο Λευτέρης δεν ήθελε να μεγαλώσεις, ήθελε να είσαι πέντε χρονών. Το είχε πει και σε μια συνέντευξή του: «Εγώ είμαι δύο χρονών και όπου δεν είμαι μου λείπει». Δεν ένιωσα πάντως ποτέ να ασφυκτιώ με τον Λευτέρη. Με εξαίρεση ίσως την τελευταία του παράσταση, τον «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου. Hταν όμως ειδικές οι συνθήκες. Ηταν άρρωστος, είχαμε μαλώσει πιο πριν. Μη φανταστείτε πάντως έναν άνθρωπο αμετακίνητο, αυταρχικό. Είχαμε ανοιχτή κουβέντα με τον Λευτέρη, πολύ έντονη, με τις διαφωνίες μας βέβαια, αλλά πάντα άκουγε τη γνώμη σου. Μπορεί να έκανε το δικό του, αλλά αυτό που το έλεγες δεν το πέταγε, το επεξεργαζόταν».
Εσείς αλήθεια πώς είστε ως δάσκαλος;
«Πρέπει να ρωτήσετε για αυτό τους μαθητές μου».
Εάν ένας μαθητής σας δεν έχει ταλέντο, θα του το πείτε;
«Δεν είναι το πιο σημαντικό πάντα το ταλέντο. Εγώ το παρομοιάζω λίγο με τον ορυκτό πλούτο που φέρει κάθε χώρα. Η εκπαίδευση έρχεται λοιπόν ως μια τεχνολογία που βοηθά τον μαθητή να το εξορύξει. Η καλλιέργεια του ταλέντου έχει σημασία. Γιατί, ξέρετε, δεν έχουν όλες οι χώρες, για παράδειγμα, πετρέλαιο. Αλλη έχει φυσικό αέριο, άλλη λιγνίτη και άλλη χρυσό. Ο δάσκαλος λοιπόν οφείλει να σκύψει στο είδος του ταλέντου που φέρει ο καθένας και όχι να του φορτώσει ένα ταλέντο που δεν έχει. Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να κάνεις την Ελλάδα πετρελαιαγωγό χώρα, αλλά μπορείς να της δημιουργήσεις αιολικά πάρκα».
Κύριε Ημελλε, ο χρόνος που περνά σας απασχολεί;
«Θυμάσαι τον χρόνο που περνά όταν σου τον υπενθυμίζει το σώμα σου. Οταν κάτι που πριν από τρία χρόνια για εσένα ήταν ψωμοτύρι, τώρα σου φαίνεται μαρτύριο. Οταν πιάνεις τον εαυτό σου να παραξενεύει και αρχίζεις να θυμάσαι τον πατέρα σου και λες «αυτό που κατηγορούσα έγινα». Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια, στις εξετάσεις μιας δραματικής, αναγνώρισα ένα οικείο όνομα ανάμεσα στους υποψηφίους. Το επίθετό μιας κοπέλας ήταν το ίδιο με ενός συμφοιτητή μου στη δραματική σχολή. Τη ρώτησα λοιπόν εάν τον γνωρίζει και μου απάντησε πως είναι ο πατέρας της. Πήγα λοιπόν πίσω στον χρόνο, τη στιγμή που έδινα και εγώ εξετάσεις στο Εθνικό και με ρώτησαν τι συγγένεια έχω με τον Στέφανο Ημελλο, τον καθηγητή του πανεπιστημίου. Ανακάλεσα ότι εκείνη τη στιγμή που με ρώτησαν ως υποψήφιο εγώ σκεφτόμουν από μέσα μου «τι με ρωτάνε τώρα αυτά τα ραμολιμέντα;». Ο χρόνος δεν είναι κάτι που συνειδητοποιείς ότι συνεχώς τρέχει, είναι κάτι με το οποίο έρχεσαι αντιμέτωπος κάποιες στιγμές».
«Αλλο η αναγνωρισιμότητα και άλλο η αξία»
Τρίτη χρονιά σε μια μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία. Εχετε κάπου κουραστεί;
«Ναι, στον “Σασμό”. Δεν έχω κουραστεί. Ισα-ίσα περνάω ωραία. Βέβαια εγώ αρχικά πήρα ένα βιβλίο στα χέρια μου που είδα ότι έχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν ήξερα ότι θα πλατειάσουμε τόσο αυτή την ιστορία. Ελα όμως που έκανε επιτυχία. Και επιτυχία στην τηλεόραση σημαίνει επανάληψη. Πρέπει να τη στύψουμε τη λεμονόκουπα μέχρι τέλος. Οπότε συνεχίζουμε. Γιατί υπάρχουν καλές συνθήκες και εξαιρετικοί συνάδελφοι με τους οποίους χαίρομαι να παίζω».
Η τηλεόραση μπορεί να αλλοιώσει έναν ηθοποιό;
«Ναι. Γι’ αυτό δεν πρέπει να την πάρεις πολύ στα σοβαρά. Δημιουργεί ψευδαισθήσεις ότι αυτό που μπορεί να συμβαίνει, μια επιτυχία για παράδειγμα, είναι κάτι πολύ σοβαρό, ενώ δεν είναι. Είναι κάτι εντελώς επίκαιρο, που δεν έχει να κάνει απαραίτητα με την ποιότητα. Αλλο η αναγνωρισιμότητα και άλλο η αξία. Η τηλεόραση δημιουργεί μια ψευδαίσθηση υποκριτικής δεινότητας. Εναν χρόνο όμως μπορεί να σε ανεβάσει και τον επόμενο να σε ρίξει. Αντίθετα το θέατρο έχει να κάνει με τη διάρκεια. Η τηλεόραση με την ταχύτητα. Γι’ αυτό πρέπει να την αντιμετωπίζεις ως μια σχέση του καλοκαιριού. Δεν είναι δεδομένο ότι θα πάτε και σε γάμο».
Στις 30 Νοεμβρίου έρχεται στις αίθουσες η ταινία «Φόνισσα», στην οποία πρωταγωνιστείτε.
«Ηταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Τα γυρίσματα έγιναν πέρυσι τέτοια εποχή. Ηταν η πρώτη φορά που η Εύα Νάθενα βρέθηκε στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Καταλάβαινες ότι ήταν ένα προσωπικό στοίχημα. Αντιμετώπισε το έργο μέσα από μια γυναικεία σκοπιά, μένοντας πιστή στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη και μιλώντας την ίδια στιγμή για ένα θέμα που μας πονά μέχρι σήμερα: τη γυναικοκτονία. Η Εύα αφηγήθηκε την κακοτράχαλη γλώσσα του Παπαδιαμάντη μέσα από κακοτράχαλες εικόνες, από δύσβατα μέρη που δεν περπατάς εύκολα. Πέρασε το δύσβατο της γλώσσας στο περπάτημα του ηθοποιού».