«Με ρωτάτε αν γίνεται η έκθεση για να την ξαναθυμηθεί ο κόσμος; Δεν ξέρω γιατί γίνεται. Εγώ το θεωρώ χρέος μου. Θέλω να μείνει η Πέπη και η δουλειά της». Ο Δημοσθένης Κοκκινίδης πάντα συγκινείται όταν μιλάει για τη σύζυγό του Πέπη Σβορώνου κι ας έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τον θάνατό της. Αλλωστε, στο σπίτι τους στην Παιανία, εκεί όπου έζησαν από το 1982, η απουσία της είναι αισθητή κι ας είναι το έργο της παρόν στους τοίχους και στο υπόγειο όπου βρισκόταν το ατελιέ της.
Και είναι δίκαιο το αίτημα του Κοκκινίδη, καθώς η Πέπη Σβορώνου (1934-2011) δεν υπήρξε μόνο η δημιουργός των φορεμάτων με τα ζωγραφικά υφάσματα που γνώρισε διεθνή αναγνώριση με τις δημιουργίες της, ούτε βεβαίως μόνο η σύζυγος ενός από τους πιο γνωστούς ζωγράφους της γενιάς του ’60 και πλέον ομότιμου καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Η Σβορώνου υπήρξε και ζωγράφος με ορμή συγκινησιακή και πάθος πρωτόγνωρο, το οποίο έβρισκε διέξοδο στις παράτολμες μορφές των πινάκων της με τις παχιές πάστες χρωμάτων. Εξ ου και η έκθεση που διοργανώνεται προς τιμήν της στο Μέγαρο Εϋνάρδου του ΜΙΕΤ, σε επιμέλεια Σπύρου Μοσχονά, εστιάζει κατά κύριο λόγο σε αυτή την πτυχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας της.
Περίπου 100 έργα
Μέσα από περίπου 100 έργα, εκ των οποίων περίπου 80 πίνακες (λάδια, ακρυλικά, μεικτή τεχνική), καθώς και σχέδια, μελέτες αλλά και την απαραίτητη μικρή συλλογή φορεμάτων, σκιαγραφείται η πορεία της ως καλλιτέχνιδας και ως ζωγράφου από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ως το 2000. Από τις πρώτες απόπειρες στη ζωγραφική, με εμφανή την επιρροή των δασκάλων της στην Καλών Τεχνών (Παπαλουκάς, Μόραλης) αλλά και του Κοκκινίδη, ως τους αφηρημένους πίνακες, τις τρισδιάστατες κατασκευές και τον αψύ εξπρεσιονισμό των τελευταίων χρόνων.
«Το έχω πει και θα το λέω: Υπήρξε μία από τις τέσσερις-πέντε σημαντικότερες γυναίκες ζωγράφους που βγήκαν μεταπολεμικά στην Ελλάδα. Απλώς άργησε να ζωγραφίσει για τον εαυτό της. Εγώ την έσπρωξα, όταν έγινα καθηγητής στην ΑΣΚΤ το 1976 και η επιχείρηση με τα φορέματα είχε κάνει τον κύκλο της» αφηγείται ο Δημοσθένης Κοκκινίδης.
Η αλήθεια είναι ότι από τη στιγμή που η Πέπη Σβορώνου, κόρη βιομηχάνου και ανιψιά του γλύπτη Γιώργου Ζογγολόπουλου, συνδέθηκε με τον Κοκκινίδη στα τέλη της δεκαετίας του ’50, έπειτα από μια εκδρομή της Καλών Τεχνών στη Λέσβο, η καριέρα της συνδέθηκε με την πορεία της δικής του. Μαζί βρέθηκαν στον Οργανισμό Ελληνικής Χειροτεχνίας μετά τις σπουδές τους, μαζί παραιτήθηκαν από αυτόν το 1961. Μαζί ξεκίνησαν το 1962 την επιχείρηση με τα φορέματα, την ίδια δηλαδή χρονιά που παντρεύτηκαν με κουμπάρο τον δάσκαλό τους στην Καλών Τεχνών Γιάννη Μόραλη. Κι ας την είχε ταλαιπωρήσει ο μεγάλος ζωγράφος στη σχολή, καθώς προσπαθούσε να εκμαιεύσει από εκείνη την ακαδημαϊκή απεικόνιση.
Πεισματάρα και επίμονη
«Η Πέπη μού είχε πει επανειλημμένα: » Ο Μόραλης μου έκοψε τη φόρα». Δεν ήταν ζωγράφος που μπορούσε να ζωγραφίσει στο πνεύμα της Ακαδημίας. Δεν κρατούσε μολύβι, δεν κρατούσε στυλό, κρατούσε μόνο πινέλο, έπαιρνε τις μπογιές και κατευθείαν ξεκινούσε να ζωγραφίζει. Ο Μόραλης έψαχνε να βρει το αρχικό σχέδιο στα έργα της. Ομως η δουλειά της Πέπης ήταν ανέκαθεν μια εκφραστική, σωματική και πνευματική ζωγραφική». Η Πέπη Σβορώνου, από την πλευρά της, σεβόταν τον μεγάλο δάσκαλο και τα διδάγματά του αλλά αγαπούσε τη δουλειά ζωγράφων όπως ο Μιχάλης Οικονόμου και ο Σπύρος Παπαλουκάς «με την καθαρή παλέτα», θαύμαζε τον Μαρκ Σαγκάλ ενώ λάτρευε τον Πιερ Μπονάρ. «Να γράψεις ότι έκανε τρία χρόνια να μπει στο προκαταρκτικό της Σχολής Καλών Τεχνών, τόσο πεισματάρα ήταν. Ηταν θηρίο, επίμονη, και ήθελε να γίνει ζωγράφος». Το κατάφερε τελικά στις σπουδές και στη ζωή της, κι ας μην έγιναν ποτέ «ευπώλητα» τα βαθιάς έντασης έργα της. «Ο μέσος «φιλότεχνος» δεν μπορούσε να συνδεθεί με τον άγριο εξπρεσιονισμό της». Η δουλειά της παρουσιάστηκε σε ορισμένες εμβληματικές γκαλερί της Αθήνας (Μέδουσα, Νέες Μορφές, Αστρα) αλλά και στην ΖΜ της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν βρήκε ευρεία ανταπόκριση από το κοινό. «Ηταν ένας σιωπηλός εργάτης της τέχνης. Στενοχωριόταν όταν δεν μπορούσε να δείξει αυτό που κάνει» διηγείται ο Κοκκινίδης. Με μια τέτοια μικρή στενοχώρια έσβησε στα 77 της χρόνια έπειτα από περίπου επτά χρόνια βαριάς ασθένειας. Το 2004, λίγους μήνες μετά την παρουσίαση του δίτομου βιβλίου που ήταν αφιερωμένο στο σύνολο του έργου της («Ζωγραφική και ενδύματα», εκδόσεις Αδάμ – Πέργαμος), υπέστη βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο στη Μήλο. Τα επτά χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τον θάνατό της το 2011 ο Δημοσθένης Κοκκινίδης δεν έφυγε ποτέ από το πλάι της. «Σας λείπει;» θα ρωτήσω, αν και ο τρόπος που μιλάει για εκείνη και το έργο της προοικονομεί την απάντησή του. «Είναι ερώτηση αυτή; Αν μου λείπει; Μια ζωή μού λείπει, κάθε μέρα μού λείπει».