Συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής, ο Δημήτρης Δημητριάδης εκφράζει, με οξύτητα, τις απόψεις του για το δίπολο μετάφραση – σκηνοθεσία στην αρχαία τραγωδία, σήμερα στην Ελλάδα. Δύο πρόσφατα κείμενά του, «Η μετάφραση ως καταστροφή – Το τέλος της σκηνοθεσίας» (εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2022), στάθηκαν αφορμή για την κουβέντα μας.
Από την εμπειρία σας, ποιο είναι το ζητούμενο στη μετάφραση της τραγωδίας;
«Εδώ και περίπου σαράντα χρόνια μού ανατίθενται μεταφράσεις αρχαίου δράματος. Ξεκίνησα με αμφιλεγόμενα, και για μένα, αποτελέσματα («Φοίνισσες», «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Ιππόλυτος»), για να φτάσω στην «Ορέστεια», όπου και προέταξα ένα κείμενο στο οποίο έγραφα ότι για μένα η μετάφραση είναι μια προδιαγεγραμμένη αποτυχία. Συν τω χρόνω, ο προβληματισμός μου συνοψίστηκε στην λέξη πιστότητα: Ακρίβεια της μεταφραστικής μεταφοράς, αναζήτηση του νοήματος κάθε λέξης, κυρίως απόδοση της σημασίας (περίπου) που η κάθε λέξη έχει στο πρωτότυπο. Η πιστότητα αποτέλεσε κίνητρο και ζητούμενο όλων των μετέπειτα μεταφράσεών μου («Οιδίπους επί Κολωνώ», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Αντιγόνη», «Λυσιστράτη», «Οιδίπους τύραννος»). Το ζήτημα δεν είναι ότι στην τραγωδία η εποχή της εμπεριέχεται στη γλώσσα της, γλώσσα και εποχή είναι αδιαχώριστες. Κι εδώ ερχόμαστε στην ιστορικότητα του αρχαίου δράματος, στην απόλυτη σύνδεσή του με την ιστορική στιγμή κατά την οποία γράφεται».
Λείπουν αυτά σήμερα από τη μετάφραση;
«Νομίζω ότι συνειδητά και συντεχνιακά οι μεταφράσεις σήμερα αποκλίνουν από αυτή τη διάσταση όλο και περισσότερο. Γίνεται συστηματική προσπάθεια να μεταφερθεί η τραγωδία στο σήμερα. Η τραγωδία αν είναι επίκαιρη δεν χρειάζεται επικαιροποίηση. Αν χρειάζεται επικαιροποίηση δεν είναι επίκαιρη. Ο Μποντλέρ λέει «Δεν έχετε το δικαίωμα να περιφρονείτε το παρόν» και ο ιστορικός Πολ Βεν αναρωτιέται «Τι διαφορά φέρνει στο παρόν η εισβολή του παρελθόντος;» – θα πρόσθετα: και η εισβολή του παρόντος στο παρελθόν.
Σήμερα η σκηνοθετική άποψη δεν προέρχεται, κατά πλειοψηφία, από το ίδιο το έργο. Δεν προηγείται ανάγνωση με την έννοια της αρχαιολογικής ανασκαφής, με την πρόθεση να βρούμε κάτι που έχει οργανική σχέση με το έργο και θα καθοδηγήσει τη σκηνοθεσία».
Προηγείται δηλαδή ο σκηνοθέτης;
«Ο σκηνοθέτης μιας τραγωδίας δεν πρέπει να έχει άποψη ανεξάρτητη από την τραγωδία. Δική του είναι μόνον η άποψη την οποία αντλεί από το κείμενο μελετώντας το. Προσέρχεται στο έργο με προειλημμένη άποψη – να μας μιλήσει για τον πόλεμο στην Ουκρανία ή για τους πρόσφυγες από τη Συρία. Η άποψη όμως αυτή δεν βρίσκει στο έργο όσα χρειάζεται ο σκηνοθέτης για να την υποστηρίξει, οπότε καταφεύγει σε εμβόλιμα κείμενα, σε αφαιρέσεις ολόκληρων χορικών, σε αντιστροφές της δομής, σε προσθήκες προσώπων. Θα τολμήσω να κάνω τη σκέψη ότι θα είναι ευεργετικό για όλους να σταματήσουν οι παραστάσεις στην Επίδαυρο. Η Επίδαυρος, ως ιστορικός χώρος, δεν θα πρέπει να επιβραβεύει την όποια παράσταση. Με το κύρος της δημιουργεί την εντύπωση ότι όσοι πηγαίνουν εκεί ξέρουν, κατάλαβαν, μπορούν.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο σκηνοθέτης έρχεται πάντα δεύτερος. Πριν απ’ αυτόν είναι το κείμενο. Ο ίδιος δεν είναι πρωτογενής δημιουργός».
Είναι όμως ελεύθερος να εμπνευστεί…
«Ασφαλώς, είναι και ο ίδιος καλλιτέχνης, όχι με τη δικαιοδοσία να αλλοιώνει τη σύσταση ενός έργου. Η αιτία όλων αυτών είναι ότι επικρατεί άγνοια, πλημμελής επίγνωση, επιφανειακή πληροφόρηση, που οδηγούν στην έπαρση. Αναρωτιέμαι, αν είχε συμβεί το αντίθετο απ’ αυτό που συνέβη, δηλαδή αν είχε διασωθεί από το αρχαίο δράμα μόνον ο τρόπος με τον οποίο ανέβαζαν τα έργα και όχι τα έργα, θα υπήρχε θέατρο;».
Κι όμως, πολλοί μιλούν για το μετα-θέατρο…
«Σε ένα κείμενο για πρόσφατη παράσταση του Καστελούτσι διάβασα ότι «καταργεί την προτεραιότητα της λογοτεχνίας». Αυτό λέει τι είναι το μετα-θέατρο: ένα σκηνικό συμβάν όπου η γλώσσα έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αποκλειστεί. Το θέατρο ωστόσο είναι λογοτεχνικό είδος, γραφή, διαδικασία εν πρώτοις, συγγραφική. Εμβληματικά σχετικό είναι το βιβλίο του Χανς-Τις Λέμαν «Το μετα-δραματικό θέατρο». Ηδη στον τίτλο εκφράζεται, πιστεύω, μια αντίφαση στους όρους. Δεν υπάρχει θέατρο μετά το δράμα. Το μετα-δραματικό θέατρο δεν είναι θέατρο. Πρέπει να δοθεί ξανά η πρωτεύουσα θέση στη θεατρική γραφή, στη δραματουργία. Η μετα-δραματική διάλυση κατήργησε κείμενο και συγγραφέα. Το θέατρο δεν είναι εικαστική εγκατάσταση. Το θέατρο είναι κατάσταση».
Μεταφραστής και σκηνοθέτης καθορίζουν το αποτέλεσμα;
«Σήμερα το ζητούμενο μιας σκηνοθεσίας είναι πρώτα να εξασφαλιστεί μια μετάφραση που να συνάδει με την πρόθεση του σκηνοθέτη να ανεβάσει τραγωδία με όρους οικειότητας. «Να περάσει το έργο στο κοινό» λένε, να μην υπάρχει στο κοινό καμία δυσκολία πρόσληψης. Εχουμε πια συμπτώματα μεταφράσεων όπου οι τραγωδίες σταδιακά, χρόνο με τον χρόνο, φτάνουν στο παραμορφωτικό αποτέλεσμα στο οποίο έχουν φτάσει οι μεταφράσεις των κωμωδιών του Αριστοφάνη. Η τραγωδία ως είδος μετακινείται προς το αστικό δράμα.
Η τραγωδία δεν είναι ρεαλιστικό είδος. «Τα πρόσωπα των τραγωδιών είναι φτιαγμένα από λέξεις» λέει ο Χάινερ Μίλερ. Οντως, δεν ανήκουν στην πραγματικότητα, ανήκουν στην ποίηση, σε μία άλλη πραγματικότητα. Ούτε είναι πολιτικό θέατρο η τραγωδία. Ο Σοφοκλής δεν είναι Μπρεχτ. Το επικό θέατρο είναι το αντίθετο της τραγωδίας. Η ουσία της τραγωδίας είναι το τραγικό, το οντολογικό, το πεπερασμένο, σε σχέση με δυνάμεις που υπερβαίνουν το ανθρώπινο. Επί της ουσίας, η τραγωδία ανήκει σε ένα θεολογικό είδος θεάτρου».
Τι προτείνετε;
«Αυτό που έχει σημασία, κατά τη γνώμη μου, είναι να ξεκινήσει μια συλλογική δουλειά μελέτης και έρευνας με στόχο παραστάσεις, δηλαδή σε σκηνική εφαρμογή των όσων θα προκύψουν από τη διερεύνηση των κειμένων. Πρέπει να σκάψουμε για να βρούμε. Το πρώτο στάδιο της εκσκαφής είναι η μετάφραση. Ενα παράδειγμα: στην ανάγνωση του «Οιδίποδα Τυράννου» που κάνει ο Μισέλ Φουκό στο βιβλίο του «Για την κυβέρνηση των ζωντανών» (Εστία), βρίσκει ότι υπάρχουν λέξεις που επαναλαμβάνονται κάθε φορά με άλλο νόημα και εξηγεί τον λόγο. Κάθε λέξη έχει δραματουργική, άρα νοηματική, σκοπιμότητα. Δεν πρέπει να τη σεβαστούμε; Είναι καινοτομία και ελευθερία το να κάνουμε ό,τι θέλουμε; Προσωπικά τρομάζω με την ιλιγγιώδη απόσταση ανάμεσα στο νόημα μιας λέξης στην τραγωδία και στη σημερινή χρήση της. Γίνεται ανερυθρίαστη παραχάραξη. Ολες σχεδόν οι παραστάσεις είναι και μεταφραστικές παραχαράξεις.
Ετσι λοιπόν πάει το πράγμα. Και κανείς δεν μιλάει. Γι’ αυτό και έχει πάρει τέτοια φόρα αυτό το κακουργηματικό εξάμβλωμα, έχει την επιβράβευση και αποδοχή τόσο του κοινού όσο και μεγάλης μερίδας των κριτικών (Τίτλος μιας κριτικής θεάτρου: «Ο εκσυγχρονισμός της τραγωδίας»!) ώστε θα είναι πολύ δύσκολο να αναχαιτιστεί».
Δεν φοβάστε μήπως κατηγορηθείτε για προσωπικά κίνητρα;
«Δίνω προτεραιότητα στην ανάγκη να πω αυτά που λέω, αναλαμβάνοντας την ευθύνη τους και τις συνέπειές της – αυτά που λέω θα στραφούν μάλλον εναντίον μου. Είναι καιρός να σπάσει η βουβαμάρα που κυριαρχεί στον θεατρικό κόσμο και να θέσουμε κάποια ζωτικής σημασίας ζητήματα ευθαρσώς και δημοσίως».