Ροδούλα Γαϊτάνου: «Να μη διαιωνίζουμε τα τραύματα από γενιά σε γενιά»

Η σκηνοθέτρια με διεθνή καριέρα, μιλάει για τη «Δύναμη του πεπρωμένου» του Βέρντι που ανεβάζει στην Εθνική Λυρική Σκηνή, τον ρόλο του αναπόφευκτου στις ζωές μας και απαντά στο κατά πόσον η σχέση σκηνοθέτη - ερμηνευτή είναι δημοκρατική

Είκοσι επτά χρόνια μετά την παρουσίασή του στο Ηρώδειο (καλοκαίρι του 1998), ένα από τα αριστουργήματα του Βέρντι επιστρέφει στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. «Η δύναμη του πεπρωμένου» («La forza del destino») ανεβαίνει στις 26 Ιανουαρίου σε μια νέα παραγωγή, στην οποία συμμετέχουν μερικοί από τους καλύτερους τραγουδιστές μας.

Ο μοιραίος έρωτας της Λεονόρα Ντι Βάργκας και του Ντον Αλβάρο, μια σχέση τραγική που έφερε δυστυχία και θάνατο στις οικογένειές τους αλλά και στους ίδιους, θα ζωντανέψει στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» υπό την καθοδήγηση της Ροδούλας Γαΐτάνου, μιας σκηνοθέτριας που χαράζει αξιοσημείωτη καριέρα στις σκηνές του εξωτερικού. Η οποία, με αφορμή τη συνεργασία της με την ΕΛΣ, μας δίνει τώρα μια πρώτη ιδέα της παράστασης που ετοιμάζει, μας ξεναγεί στον γεμάτο μουσική και ένταση κόσμο της, και μας δίνει τη δική της εκδοχή πάνω στη μοίρα, στο αναπόφευκτο, στο πεπρωμένο.

Το οποίο πεπρωμένο είναι τελικά «φυγείν αδύνατον»; Εσείς πώς το αντιλαμβάνεστε;

«Θεωρώ πως είναι μια υπεκφυγή να αποδίδουμε την πορεία μας, τη ζωή μας στο πεπρωμένο. Αυτή η αντιμετώπιση μας περιορίζει, περιορίζει τις ευκαιρίες που μας περιμένουν. Το πεπρωμένο μας το φτιάχνουμε εμείς σε κάθε μας βήμα».

Ο Βέρντι τι άποψη έχει επ’ αυτού στη δική του «Δύναμη του πεπρωμένου»; Πώς διαχειρίζεται το πεπρωμένο των ηρώων του;

«Δεν είναι εύκολη υπόθεση αυτό το έργο. Κυρίως επειδή έχει διάφορα δραματουργικά κενά. Ο τρόπος με τον οποίο διαδέχεται η μία σκηνή την άλλη δεν συνθέτει μία αρμονική ροή. Κάθε σκηνή έχει τον δικό της κεντρικό ήρωα και ο σκηνοθέτης πρέπει να τα ενώσει όλα. Καλείται να δημιουργήσει μια στρωτή αφηγηματική γραμμή και όσο το δυνατόν να καλύψει τα χάσματα».

Ποια είναι λοιπόν η ιστορία όπως εσείς τη διηγείστε;

«Στη δική μου ανάγνωση ακολουθούμε τους ήρωες από τότε που ήταν παιδιά. Η μοίρα τους, το πεπρωμένο τους, είναι ένα τραύμα το οποίο διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά, ένα τραύμα οικογενειακό. Εκείνοι που γεννιούνται μέσα σε αυτό το τραύμα δεν καταφέρνουν ποτέ να το υπερβούν. Μιλάμε για μία τραγική κατάσταση που παραπέμπει στην αρχαία τραγωδία και στη διαδικασία της κάθαρσης, της λύτρωσης.

Ομως η λύτρωση έρχεται για κάθε ήρωα με τρόπο διαφορετικό. Η Λεονόρα ας πούμε αναζητά σε όλη της τη ζωή τη γαλήνη, οπότε η δική της λύτρωση έρχεται μέσα από τη σιωπή όταν αποσύρεται από τα εγκόσμια. Βυθίζεται στη σιωπή, εξαγνίζεται, και να η δύναμη του πεπρωμένου: Το δραματικό τέλος της έρχεται και τη βρίσκει εκεί όπου ασκητεύει».

Το έργο εξελίσσεται μέσα σε ατμόσφαιρα πολέμου και αυτό το κάνει δυστυχώς επίκαιρο και στην παρούσα συγκυρία…

«Ετσι είναι, και με προβλημάτισε το θέμα του πολέμου. Αναρωτήθηκα, γιατί ο Βέρντι έχει βάλει όλη αυτή την ερωτική ιστορία στο κέντρο μιας σύρραξης; Σκέφτηκα πως πιθανώς όλη αυτή η πολεμική ατμόσφαιρα να είναι ένας αντικατοπτρισμός της εσωτερικής κατάστασης των ηρώων. Πως η εσωτερική πάλη που βιώνουν αποτυπώνεται και στην κατάσταση που ζουν όλοι γύρω τους. Η αλήθεια είναι πως ο Βέρντι έχει πάντα σε όλες του τις ιστορίες ένα κοινωνικό – πολιτικό υπόβαθρο. Εκτός από τους ήρωές του τον απασχολεί και η κοινωνία ως σύνολο».

Ποιος από τους τρεις πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, η Λεονόρα, ο εραστής της ο Ντον Αλβάρο, ή ο Ντον Κάρλος ο αδελφός της, σας είναι πιο συμπαθής ή πιο εύκολα κατανοητός;

«Αποφεύγω να κρίνω τους χαρακτήρες των έργων που σκηνοθετώ και αποθαρρύνω τους τραγουδιστές από το να τους ερμηνεύσουν μονοδιάστατα. Με ενδιαφέρουν από όλες τις πλευρές τους, ακόμα και από τις αμφιλεγόμενες. Προσπαθώ να αποφύγω τις καρικατούρες, παγίδα στην οποία πέφτουν συχνά σκηνοθέτες και ερμηνευτές. Ετσι και τώρα, παρατηρώ τους τρεις πρωταγωνιστές με προσοχή, προσπαθώ να τους καταλάβω.

Ο Ντον Αλβάρο θα έλεγα ότι δεν έχει σχεδόν καμία επαφή με την κοινωνία. Ο Βέρντι μας τον παρουσιάζει ως έναν ξένο και παραμένει ξένος ως το τέλος. Είναι όμως από τους πιο ενστικτώδεις και παθιασμένους λυρικούς ήρωες που έχω συναντήσει. Ολα τα κάνει σαν να μην υπάρχει αύριο, με μία ζωώδη δύναμη. Εισβάλλει στη σκηνή ως καταλύτης. Να παρατηρήσω εδώ και κάτι που βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον: Κάθε χαρακτήρας έχει έναν πολύ ξεχωριστό μουσικό κόσμο. Η Λεονόρα λοιπόν είναι σαν να κοιτάζει πάντα προς τα πάνω, σαν να έχει πάντα επικοινωνία με κάτι πιθανώς θεϊκό. Ο Ντον Κάρλος, ο αδελφός της, κοιτάζει από την άλλη κάτω, πατάει τα πόδια του πολύ σταθερά στη γη χωρίς να μπορεί να αποδεσμευτεί από το παρελθόν, γεγονός που καθορίζει και το δικό του πεπρωμένο και το πεπρωμένο της αδελφής του».

Ενας ιδιαίτερος ρόλος είναι η Πρετσιοζίλα, μία Τσιγγάνα που εμφανίζεται και προτρέπει τον λαό να ριχτεί στον πόλεμο παρουσιάζοντάς τον ως κάτι μεγαλειώδες. Σε συνέντευξή της μια παλαιότερη ερμηνεύτρια του ρόλου εξομολογείται πως δεν τον συμπάθησε ποτέ γιατί πάντα έβρισκε παράλογο να βγαίνει για να αποθεώνει τη φρίκη. Εσείς πώς αντιμετωπίζετε την Πρετσιοζίλα;

«Για μένα είναι μια δημαγωγός. Μια γυναίκα η οποία έρχεται και κάνει τη στρατολόγηση παρουσιάζοντας στον κόσμο, στους νέους, τον πόλεμο ως φαντασμαγορία. Και πάλι όλο αυτό έχει να κάνει με το πεπρωμένο: Τους λέει, αν η μοίρα σας είναι η μοίρα ενός φτωχού χωρικού μπορείτε να την αλλάξετε, να γίνετε στρατιώτες και ίσως ο πόλεμος να σας αναδείξει σε ήρωες! Μπορείτε να γίνετε οι σωτήρες της πατρίδας σας. Είναι πολεμοχαρής, δεν την είδα ποτέ σαν την Τσιγγάνα που διαβάζει τη μοίρα».

Υπάρχει και η εκκλησία, στο πρόσωπο του Αδελφού Μελιτόνε και του Πατέρα Γκουαρντιάνο. Μια εκκλησία αυστηρή, που όμως ανοίγει την αγκαλιά της και κρύβει στοργικά τη Λεονόρα από τους διώκτες της…

«…αλλά και που μπορεί να μην είναι έτσι ακριβώς».

Τι εννοείτε;

«Πράγματι η εκκλησία παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου. Στη δική μου εκδοχή ακόμη περισσότερο καθώς η Λεονόρα και ο Κάρλος είναι η άνομη οικογένεια του Καρδινάλιου Καλατράβα – γιατί ο μαρκήσιος Καλατράβα στην παράστασή μας έγινε καρδινάλιος, ο οποίος μάλιστα έχει μια οικογένεια που την κρύβει. Εκεί δημιουργείται το τραύμα των δύο παιδιών όπως εύκολα θα καταλάβει όποιος παρακολουθήσει την παράστασή μας. Η εκκλησία έχει έναν αρκετά αμφιλεγόμενο ρόλο στη δική μας εκδοχή. Θα έλεγα πως γίνεται ευσπλαχνική μόνο όταν ο Γκουαρντιάνο συνειδητοποιεί πως η Λεονόρα έχει μέσα της κάτι το θεϊκό, όταν αρχίζει να τη βλέπει ως αγία».

Πώς δουλεύετε; Ακολουθείτε κάποια συγκεκριμένη μέθοδο;

«Δεν επιβάλλω τίποτε. Παρουσιάζω διάφορες ιδέες στις οποίες κάποιοι θα βρουν ευκολίες και κάποιοι δυσκολίες. Ξέρω τι θέλω να κάνω με την κάθε σκηνή και τις περισσότερες φορές γίνεται ακριβώς αυτό. Ομως, την ίδια στιγμή, τα πάντα εξαρτώνται από τις ικανότητες του ερμηνευτή. Κατά τα άλλα είμαι καλοπροαίρετη, ποτέ δεν θα δημιουργήσω διαμάχη μόνο και μόνο για τη διαμάχη. Αν βρεθούμε σε διαμάχη θα την αντιμετωπίσω όπως πρέπει, αλλά δεν θα την ξεκινήσω εγώ».

Πόσο δημοκρατική διαδικασία μπορεί να είναι η συνεργασία ανάμεσα σε έναν σκηνοθέτη που έχει σαφή άποψη για αυτό που θέλει να κάνει και στον ερμηνευτή που έχει τη δική του άποψη;

«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να αναδείξω τον τραγουδιστή μέσα από τον ρόλο, να τον κάνω να βγάλει τον καλύτερό του εαυτό. Δεν με ενδιαφέρει δηλαδή να τον δυσκολέψω χωρίς λόγο. Πολλές φορές ζητώ να γίνει κάτι και γίνεται, άλλες φορές τα πράγματα συζητιούνται. Είναι μια ενδιαφέρουσα διαδικασία για όλες τις πλευρές νομίζω».

Γεννηθήκατε σε καλλιτεχνική οικογένεια. Πόσο επηρέασε αυτό το δικό σας πεπρωμένο;

«Ημουν πολύ τυχερή. Και οι δύο γονείς μου ήταν παθιασμένοι όχι μόνο με τη μουσική, με τις τέχνες γενικότερα. Αυτό το πάθος μάς το μετέδωσαν σε εμένα και στις αδελφές μου. Είδα πολύ θέατρο μεγαλώνοντας, είδα και πολλές εκθέσεις. Οι γονείς μου μας έπαιρναν παντού μαζί τους. Ομολογώ πως το δικό μου παιδί δεν μπορώ να το πηγαίνω κάθε βράδυ στο θέατρο και να κοιμάται στις έντεκα το βράδυ, όπως έκαναν οι γονείς μου με εμάς (σ.σ.: γελάει). Ομως μόνο κερδισμένη αισθάνομαι από τον τρόπο που με μεγάλωσαν».

Πώς και επιλέξατε την όπερα και όχι το θέατρο;

«Κάποια στιγμή ήμουν με το ένα πόδι στο θέατρο και με το άλλο στη μουσική. Η σκηνοθεσία όπερας ήρθε πολύ φυσιολογικά. Θα μπορούσα όμως να έχω ασχοληθεί και με το θέατρο. Ξέρετε, είμαι πολύ μεγάλη φαν των ανθρώπων. Μου αρέσουν οι άνθρωποι. Νομίζω ότι αν δεν σου αρέσουν οι άνθρωποι δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά. Δηλαδή μπορείς, απλά δεν είναι κάτι το οποίο ίσως να είναι πολύ ευχάριστο σαν διαδικασία».

Τι θέλετε να πείτε με την παράσταση της «Δύναμης του πεπρωμένου»;

«Θέλω να διηγηθώ μια ιστορία. Προτιμώ να αποφύγω τα ηθικά διδάγματα ακόμα και αν μοιάζουν αναπόφευκτα. Θέλω όμως και να περάσω την άποψη πως τα τραύματα δεν διαιωνίζονται από γενιά σε γενιά. Είναι στο χέρι μας να τα συνειδητοποιήσουμε, να τα δουλέψουμε και να σταματήσουμε να τα μεταφέρουμε μαζί μας και να τα περνάμε στους άλλους.

Το λέω αυτό και ως μητέρα που μεγαλώνει ένα παιδί. Αν τα συνειδητοποιήσουμε και τα επεξεργαστούμε δεν θα συνεχίσουμε να κάνουμε τα ίδια λάθη, θα μπορέσουμε να διαχειριστούμε με μεγαλύτερη ψυχραιμία και προς όφελός μας όλα αυτά τα οποία μας παρουσιάστηκαν σαν φυσιολογικά όταν μεγαλώναμε αλλά τελικά δεν ήταν».

«Η τέχνη δεν έχει φύλο. Ή το έχεις ή δεν το έχεις»

Πώς επιβάλλεται μια νέα γυναίκα σε αυτόν τον χώρο; Εχετε αντιμετωπίσει προβλήματα;

«Σαφώς και υπάρχουν προβλήματα, νομίζω όμως πως θα υπάρχουν πάντα. Δεν είναι θέμα φύλου, είναι θέμα ανθρώπου. Προέρχομαι από μια οικογένεια γυναικοκρατούμενη. Δεν μεγάλωσα ποτέ με τη θεωρία ότι το φύλο μου είναι πρόβλημα. Αυτό ήρθε ως μια εξωγενής κατάσταση. Οταν πήγα να ζήσω μόνη μου συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν διαφορές. Δεν μπορώ να πω πως εγώ αντιμετώπισα μεγάλα προβλήματα, αλλά σεξισμός υπάρχει, σαφώς υπάρχει. Σημασία όμως έχει να κάνεις καλά τη δουλειά, ακόμα και αν αρχικά υπάρχουν προκαταλήψεις».

Ο/η σκηνοθέτης είναι ένα επάγγελμα που ασκεί εξουσία. Γνωρίζουμε σκηνοθέτες που ενίοτε έχουν κατηγορηθεί για κατάχρηση αυτής της εξουσίας. Ποια η δική σας θέση;

«Δεν με ενδιαφέρει η εξουσία αυτή καθεαυτή, με ενδιαφέρει το πώς θα ηγηθώ της ομάδας έτσι ώστε όλοι να αισθάνονται ότι μπορούν να κάνουν το καλύτερο που μπορούν. Να δουλεύουν με πολύ θετική διάθεση και να υπηρετούμε όλοι το ίδιο τον ίδιο σκοπό. Ο ρόλος του εξουσιαστή εμπεριέχει ουσιαστικά τη χειραγώγηση, ακόμα και τη βία. Πράγματι, οι θέσεις εξουσίας για αιώνες ανήκαν μόνο στους άνδρες.

Σε πολλά επαγγέλματα συνηθίσαμε να βλέπουμε μόνο άνδρες, αυτό συνέβη και με το επάγγελμα του σκηνοθέτη. Ομως, αυτή είμαι, δεν με ενδιαφέρει να γίνω κάτι άλλο από αυτό που είμαι για να μπορέσω να κερδίσω τον σεβασμό. Τον σεβασμό τον κερδίζω μέσω της δουλειάς μου. Επιπλέον η τέχνη δεν έχει φύλο. Ή το έχεις ή δεν το έχεις. Είσαι καλός σε αυτό που κάνεις ή δεν είσαι. Ολα εκεί κρίνονται. Πράγματι οι ευκαιρίες που δίνονται δεν δίνονται πάντα αποκλειστικά με αξιοκρατικά κριτήρια. Οι καταστάσεις αλλάζουν αλλά την ίδια στιγμή τίποτα δεν αλλάζει αναίμακτα, ούτε αλλάζει απαραιτήτως γρήγορα. Υπάρχει μια γενικότερη παγκόσμια προσπάθεια να προάγουμε τις γυναίκες δημιουργούς, αλλά και αυτό πρέπει να γίνεται σωστά, με αξιοκρατικά κριτήρια, όχι λόγω φύλου».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.