Τις δύο τελευταίες εβδομάδες, τα θέατρα έμειναν κλειστά λόγω της απεργίας των ηθοποιών για τρία βράδια, στις 1-2 και 8/2. Ετσι αποφάσισαν οι καλλιτέχνες να διεκδικήσουν την απόσυρση ή τουλάχιστον την τροποποίηση του Προεδρικού Διατάγματος (ΠΔ 85/22) που, από τα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου, έφερε τα πάνω κάτω στον θεατρικό χώρο.
Το συγκεκριμένο ΠΔ τούς εξομοιώνει με τους αποφοίτους λυκείου, χωρίς να τους αναγνωρίζει το πτυχίο των 3ετών σπουδών τους στις ανώτερες δραματικές σχολές. Ο όρος «ανώτερη» ωστόσο από το 2003 όταν, βάσει ευρωπαϊκής οδηγίας, καταργήθηκαν τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ) καταργήθηκε κι αυτός. Τα ΤΕΙ έγιναν 4ετούς φοίτησης, άρα Ανώτατα, όχι όμως και οι δραματικές σχολές – πώς θα μπορούσαν… Αυτές παραμένουν μετέωρες, όπως μετέωρη παραμένει και η συζήτηση για το σημαντικότερο απ’ όλα, την εκπαίδευσή τους.
- Ιερό για όλους – Γράφει ο Αλέξης Σταμάτης
- Οι παλιές μέθοδοι δεν αρκούν – Γράφει η Μυρτώ Λοβέρδου
- «Απεργίες Τέχνης» – Γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου
Ενα παλιό πρόβλημα χωρίς λύση
Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο, είναι όμως άλυτο. Καμία κυβέρνηση δεν θέλησε να το αντιμετωπίσει. Το πρόσφατο ΠΔ ήρθε να επισφραγίσει αυτή τη χρόνια κατάσταση (20ετίας). Και οι καλλιτέχνες αντί να ανέλθουν, βρέθηκαν στη δευτεροβάθμια βαθμίδα (ΔΕ). Είναι όμως τα κλειστά θέατρα η μόνη απάντηση στη διεκδίκηση των απαιτήσεών τους; Αυτό φάνηκε, τουλάχιστον ως πρώτη και βασική αντίδραση. Με επικεφαλής το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), οι σκηνές έβαλαν λουκέτο, για να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση.
Τον δρόμο άνοιξαν οι σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, που κατέβηκαν σε απεργία από τα μαθήματά τους. Σε ένδειξη υποστήριξης, οι δάσκαλοί τους αποφάσισαν, την περασμένη Τετάρτη, να παραιτηθούν σύσσωμοι από τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα (οι συμβάσεις τους με το ΥΠΠΟ είχαν ήδη λήξει από τις 29/1!). Συγχρόνως οι σπουδαστές έκαναν κατάληψη στο Εθνικό (Τσίλλερ,Rex). Δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες που θεωρούν ότι κλείνοντας τα θέατρα βάλλουν κατά του ίδιου τους του εαυτού. Το εξέφρασαν η Κάτια Δανδουλάκη και η Ελένη Ράντου, μη συμμετέχοντας στην πρώτη φάση της απεργίας. Δέχθηκαν πυρά, κι ας μην ανήκουν στο ΣΕΗ αλλά στην ένωση θεατρικών παραγωγών. Πολλοί συνάδελφοί τους θα ήθελαν να πράξουν το ίδιο, αλλά δεν το τόλμησαν.
Ο συνδικαλισμός έχει πάντα δύο όψεις και σπάνια η ενασχόληση με τον συνδικαλισμό γίνεται από τους σκληρά εργαζόμενους του χώρου. Τη μία πλευρά εκφράζει το ΣΕΗ, την άλλη πολλοί ηθοποιοί στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους. «Η πρόταση να κλείσουν επ’ αόριστον τα θέατρα ετέθη και ακόμα υπάρχει πάνω στο τραπέζι. Δημιούργησε, ευλόγως, πανικό. Θέλουμε δηλαδή να βγάλουμε μόνοι μας τα μάτια μας;» αναρωτιέται ηθοποιός της νεότερης γενιάς που διαφωνεί με τη μεθόδευση αντιμετώπισης. «Εχεις μια κυβέρνηση που σου λέει «συμφωνώ» αλλά εσύ δεν μπορείς να διαχειριστείς τον τρόπο με τον οποίο θα πας παρακάτω. Εχεις τις συνθήκες για αποτέλεσμα αλλά δεν μπορείς να έχεις αποτέλεσμα γιατί ρέπεις ανάμεσα σε παλιές μεθόδους, σε κομματικές μεθόδους -παλαιοκομματικές» υποστηρίζει δημοφιλής ηθοποιός.
«Το θέμα δεν είναι στενά εργασιακό»
«Προφανώς η απεργία δεν είναι μέρος της λύσης. Κάνει κακό στο μέτωπο των ενδιαφερομένων – που δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί. Κάνει κακό στο θέατρο που βγαίνει με φόρα από την καταστροφή της Covid. Είναι κατανοητή η αντανακλαστική αντίδραση των συνδικαλιστών. Το θέμα δεν είναι στενά εργασιακό. Είναι βαθύ και πνευματικό το ζήτημα της ανάγκης για υψηλή παιδεία» λέει σχετικά ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ηθοποιός με πολυετή εμπειρία και επιτυχημένη πορεία. «Ταυτόχρονα, η αμφισβήτηση της αυθεντίας είναι ιερή απαίτηση – μόνο ελεύθερα πνεύματα, σε συνθήκες ελευθερίας, δημιουργούν και παράγουν». Και συνεχίζει: «Πολλά χρόνια, υποστηρίζω τον μη κρατικό πλουραλισμό. Την υποχρέωση του κράτους να ιδρύσει δωρεάν ελεύθερη Ανώτατη Σχολή Παραστατικών Τεχνών – το έχει ήδη κάνει με τα εικαστικά. Την ανάγκη να διδάσκουν οι άνθρωποι της Σκηνής τους ανθρώπους που θέλουν να ανέβουν σε αυτήν. Με το σημερινό πλαίσιο, τις στενόμυαλες ιδεολογικές αγκιστρώσεις, τα άρθρα#16, την απαίτηση «κατοχής» πτυχίου, κομμένου στα μέτρα του συντηρητικού πανεπιστημιακού κατεστημένου και ραμμένου στο μπόι του φοβικού κρατικοδίαιτου «ειδήμονα της τέχνης», το μέλλον δεν προμηνύεται καλό. Διακινείται η μπούρδα ότι δεν υπάρχει λύση λόγω περιορισμών Ευρωπαϊκής Ενωσης, μόνο μέσα από το ζαβό πρίσμα Κεραμέως – Μενδώνη, πρωταθλητριών του κρατισμού ή και της αχαλίνωτης προεκλογικής καφρίλας του ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ.».
«Προσπαθούμε λίγο να σταθμίσουμε τα πράγματα. Η απεργία δεν είναι ο μόνος τρόπος και ποτέ δεν επενδύσαμε μόνο στην απεργία» λέει ο Αρης Λάσκος, γενικός γραμματέας του ΣΕΗ. «Ξεκινήσαμε με στάσεις εργασίας, πριν φτάσουμε στην 48ωρη και στην 24ωρη. Το κύριο πλαίσιο είναι οι παρεμβάσεις στον δημόσιο λόγο και χώρο» (σ.σ.: εκφώνηση του κειμένου στο τέλος των παραστάσεων, παρεμβάσεις σπουδαστών με πανό, παραστάσεις διαμαρτυρίας στην Ελευσίνα ή στο Θέατρο Τέχνης). Κι αυτό γιατί, όπως εξηγεί, «έχουμε το προνόμιο της άμεσης επικοινωνίας με το κοινό και με τα social media. Αλλά δεν μπορείς να εξαντλήσεις όλα σου τα μέσα για ένα αίτημα».
Δεν θέλουμε η κοινωνία να είναι εναντίον μας
Κι αυτό αφορά το, παράλληλα με το ΠΔ, αίτημα για τις συλλογικές συμβάσεις. «Κάθε απεργία και κινητοποίηση έχει προβλήματα. Πάντα σκεφτόμαστε και το κοινό που έρχεται στις παραστάσεις μας – μέχρι στιγμής είναι μαζί μας. Θέλουμε να το σταθμίσουμε αυτό γιατί δεν θέλουμε την κοινωνία εναντίον μας. Στον κλάδο είμαστε περίπου μισοί-μισοί. Κάποιοι λένε ότι πρέπει να φτάσουμε σε πολύ ριζοσπαστικές λύσεις. Η επ’ αόριστον απεργία είναι στην κουβέντα, αλλά είναι πολύ δύσκολο και να γίνει και να περιφρουρηθεί. Ούτε ξέρουμε αν μια επ’ αόριστον απεργία θα στηριζόταν από το σύνολο» καταλήγει.
«Ως «εργάτες της τέχνης» οι άνθρωποι του θεάτρου έχουν φυσικά το αναφαίρετο δικαίωμα να εκφράσουν διά της απεργίας τα αιτήματά τους, ασκώντας πίεση προς τους εργοδότες τους ή προς την Πολιτεία. Αρκεί να θυμηθούμε τις μεγάλες πανθεατρικές απεργίες του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών σε δύσκολες εποχές»υποστηρίζει η Δηώ Καγγελάρη, διευθύντρια της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και προσθέτει: «Ωστόσο η κάθε απεργία οφείλει να πείθει ότι δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε ότι υπακούει σε μικροσυμφέροντα».