Πριν από 20 χρόνια, η Σίλβια Ντι Πάολο αναζητούσε στην αποθήκη του πατρικού της σπιτιού στη Ρώμη ένα ζευγάρι πέδιλα του σκι. Αντί για αυτά, εντόπισε έναν πραγματικό θησαυρό: κουτιά με χιλιάδες αρνητικά και ασπρόμαυρες φωτογραφίες της δεκαετίας του 1950 και του 1960. Στις 250.000 φωτογραφίες, παρήλαυνε όλο το «ιταλικό μεταπολεμικό θαύμα»: εικόνες μιας χώρας που έβγαινε διαλυμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η οποία ανοιγόταν στον κόσμο, μια χώρα που εξήγαγε τα πάντα, από αυτοκίνητα, βέσπες, υπέροχα ρούχα και παπούτσια, μέχρι σπουδαίους κινηματογραφικούς αστέρες.
Η Σίλβια Ντι Πάολο αναρωτήθηκε πώς στην ευχή βρέθηκαν στο υπόγειο του σπιτιού πορτρέτα της Σοφία Λόρεν, του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, του Πιερ Πάολο Παζολίνι, αλλά και στιγμιότυπα από την κηδεία του Παλμίρο Τολιάτι, ηγέτη του πάλαι ποτέ πανίσχυρου Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας. Ο πατέρας της, ο Πάολο Ντι Πάολο, αναγκάστηκε να το παραδεχθεί: εκείνος είχε τραβήξει τις φωτογραφίες, από το 1954 μέχρι το1966, χρονιά που αποφάσισε ότι δεν ήθελε πλέον να φωτογραφίζει.
Χρειάστηκαν περί τα 20 χρόνια για να πείσει η κόρη τον πατέρα ότι αυτές οι φωτογραφίες άξιζαν να εκτεθούν στο ευρύ κοινό. Χάρη στην επιμονή της Σίλβια Ντι Πάολο, το κοινό μπορεί να θαυμάσει το έργο του 94χρονου πλέον Πάολο Ντι Πάολο στην έκθεση που διοργανώνει στο μουσείο MAXXI της Ρώμης, το μουσείο σύγχρονης τέχνης του 21ου αιώνα. Η έκθεση με τίτλο «Χαμένος Κόσμος» («Mondo Perduto») του Ντι Πάολο γνωρίζει τόση επιτυχία που οι επιμελητές της αποφάσισαν να παρατείνουν τη διάρκειά της μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου.
Ο Πάολο Ντι Πάολο γεννήθηκε το 1925 στο Λαρίνο, ένα χωριό στη Νότια Ιταλία. Σπούδασε Φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης και άρχισε να φωτογραφίζει από χόμπι, όπως έχει πει, με μια φωτογραφική μηχανή Leica την οποία αγόρασε με δόσεις. Ηταν γοητευμένος από τους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους των αρχών της δεκαετίας του 1950. Μια φίλη του, ζωγράφος, έδειξε ορισμένες από τις φωτογραφίες του στον Μάριο Πανούντσιο, τον μυθικό διευθυντή της εξίσου μυθικής εφημερίδας «Il Mondo», εφημερίδας η οποία εθεωρείτο τόσο διανοουμενίστικη ώστε οι πολέμιοί της υποστήριζαν ότι είχε περισσότερους συγγραφείς από αναγνώστες! Οι συγγραφείς βέβαια ήταν όλοι πρώτης σειράς, από τον Αλμπέρτο Μοράβια έως τον Τόμας Μαν και τον Τζορτζ Οργουελ.
Ο Πανούντσιο ενίσχυσε τον ρόλο της φωτογραφίας στην εφημερίδα του, τον κατέστησε πρωτεύοντα, όχι απλώς συμπληρωματικό των κειμένων. Εδωσε στον νεαρό Ντι Πάολο απόλυτη ελευθερία και του ανέθετε να φωτογραφίζει τα πάντα, ανάλογα με τη διάθεσή του: από ιταλούς στις διακοπές τους, μέχρι κινηματογραφικούς αστέρες εγχώριους αλλά διεθνείς.
Στον Πανούντσιο δεν άρεσαν «οι ωραίες φωτογραφίες», κάποτε μάλιστα επέπληξε τον νεαρό φωτογράφο επειδή είχε βγάλει μια φωτογραφία του διευθυντή του, την οποία ο ίδιος έβρισκε «υπερβολικά όμορφη». Με τον τρόπο του, ο Πανούντσιο βοήθησε τον συνεργάτη του να εντοπίσει πού ακριβώς βρίσκεται η ουσία της δουλειάς του. Ο Ντι Πάολο εργάστηκε στη «Mondo» μέχρι το 1966, χρονιά που έκλεισε η εφημερίδα. Αναζήτησε δουλειά στο Μιλάνο, ήταν πλέον πασίγνωστος φωτογράφος, όμως οι καιροί είχαν αλλάξει: οι παπαράτσι είχαν αρχίσει να κυριαρχούν, οι πιθανοί εργοδότες τού πρότειναν συνεργασίες «όταν έβγαζε scoop, όταν υπήρχε κάτι πιπεράτο». Ο ίδιος αισθάνθηκε ότι δεν είχε πια λόγο να φωτογραφίζει. Ο Ντι Πάολο δεν «εξεβίασε» ποτέ καμία φωτογραφία, δημιουργούσε σχέσεις εμπιστοσύνης με τα «θέματά» του, είτε επρόκειτο για τον δύσκολο σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι είτε για λαϊκούς άνδρες στη Νάπολι. Οι φωτογραφίες του εμπεριέχουν ρομαντισμό, ανθρωπιά και μια δόση μελαγχολίας. Το 1966 ο κόσμος είχε αρχίσει να τρέχει με άλλες ταχύτητες τις οποίες ένιωσε ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει. «Σταμάτησα να φωτογραφίζω από αγάπη για τη φωτογραφία. Στα νιάτα μας, θέλαμε να μοιάσουμε όλοι στον Καρτιέ-Μπρεσόν [τον φημισμένο γάλλο φωτογράφο, ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία της “αποφασιστικής στιγμής” για τη λήψη μιας φωτογραφίας] και να τον ξεπεράσουμε. Ημασταν φιλόδοξοι αλλά δεν γνωρίζαμε τίποτε για την εικόνα, ξέραμε μόνον ότι μας γοήτευε η δύναμή της» είπε ο Ντι Πάολο στα εγκαίνια της έκθεσής του στο μουσείο MAXXI. «Οταν οι εφημερίδες έπαψαν να δημοσιεύουν αληθινές φωτογραφίες, εγώ έπαψα να φωτογραφίζω. Είναι μια απόφαση για την οποία δεν μετάνιωσα ποτέ». Εγκαταλείποντας τη φωτογραφία, ο Ντι Πάολο στράφηκε στη Φιλοσοφία και στην Ιστορία.
Η έκθεση για τον «Χαμένο Κόσμο» του Ντι Πάολο δομείται γύρω από τρεις ενότητες: η πρώτη, αφορά φωτογραφίες της καθημερινής ζωής στη Ρώμη και στην επαρχία, σε ιδιωτικές στιγμές άγνωστων ανθρώπων όπως αυτή μιας οικογένειας που αντικρίζει για πρώτη φορά τη θάλασσα στο Ρίμινι. Η δεύτερη, φιλοξενεί φωτογραφίες από ρεπορτάζ του Ντι Πάολο στη Νέα Υόρκη, στο Ιράν και στην Ιαπωνία. Και η τρίτη, είναι αφιερωμένη στους διανοούμενους και στους καλλιτέχνες, από τον θεατρικό συγγραφέα Τενεσί Ουίλιαμς μέχρι την ηθοποιό Αννα Μανιάνι που απολαμβάνει τον ήλιο σε μια παραλία κοντά στη Ρώμη. Ο Καρτιέ-Μπρεσόν που τόσο θαύμαζε ο Ντι Πάολο είχε πει το 1968 ότι «η φωτογραφία είναι μια μορφή εξυπνάδας». Η πεποίθησή του αυτή ωστόσο δεν μετέπεισε τον ιταλό φωτογράφο, που είχε ήδη εγκαταλείψει την τέχνη του. Για τον ίδιο, όπως εκμυστηρεύθηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «La Repubblica» τον περασμένο Απρίλιο, είχαμε ήδη εισέλθει «στην εποχή του άψυχου ναρκισσισμού».
Πενήντα χρόνια πριν από τις σέλφι και την κατάχρηση του Instagram, ο Ντι Πάολο προφήτευε την έλευση της ισοπεδωτικής αυτοαναφορικότητας. Δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε στην οξύνοιά του όπως υποκλινόμαστε στο φωτογραφικό του ταλέντο.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος