Ο Ζαν-Κριστόφ Μαγιό έχει επισκεφθεί δύο φορές την Αθήνα στο παρελθόν και διατηρεί όμορφες αναμνήσεις. Ο γάλλος καλλιτεχνικός διευθυντής των Μπαλέτων του Μόντε Κάρλο, ένας από τους διασημότερους χορογράφους της γενιάς του, ανυπομονεί να ξανάρθει με την ευκαιρία των παραστάσεων της «Σταχτοπούτας» τις οποίες θα δώσει το διάσημο συγκρότημα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο του κύκλου χριστουγεννιάτικων εκδηλώσεων.
Η παραγωγή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1999 και έκτοτε έχει διαγράψει μια άκρως επιτυχημένη διαδρομή διεθνώς. Ο Μαγιό τη θεωρεί αντιπροσωπευτική της δουλειάς του ως χορογράφου. «Το πρώτο μου μεγάλης κλίμακας μπαλέτο ήταν το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», επίσης του Προκόφιεφ» λέει. «Στην περίπτωση της «Σταχτοπούτας», αυτό που με απασχόλησε από την πρώτη στιγμή ήταν το πώς θα μπορέσω να αφηγηθώ μέσω του χορού ένα κλασικό, πασίγνωστο παραμύθι με έναν πιο μοντέρνο τρόπο. Εν προκειμένω θέλησα να συνδυάσω την κίνηση με το θέατρο και, φυσικά, με τη μουσική, με σκοπό να δείξω ότι τα παραμύθια, τα θαύματα, είναι δυνατόν να συμβούν και στις ημέρες μας, και στην ενήλικη ζωή μας».
Στην εκδοχή του η νεράιδα-νονά είναι στην πραγματικότητα η μητέρα της Σταχτοπούτας. «Η ηρωίδα θυμάται την αγάπη των γονιών της και τον θάνατο της μητέρας της και πιστεύει ότι ποτέ ξανά δεν θα είναι ευτυχισμένη στη ζωή της. Αυτό το θεωρώ κάτι πολύ σημερινό: στην εποχή μας πολλές οικογένειες «επαναδιοργανώνονται», παιδιά υποχρεώνονται να ζουν με νέους «γονείς», μέσα σε συνθήκες τις οποίες δεν επέλεξαν. Αυτό δημιουργεί δυσθυμία και άγχος. Θέλησα λοιπόν να δείξω ότι όλοι έχουμε μια νεράιδα στη ζωή μας. Μπορεί να είναι η μητέρα, η αδελφή μας, μια φίλη, οποιοσδήποτε άνθρωπος που μπορεί να παρέμβει και να βελτιώσει τη καθημερινότητά μας. Θεωρώ λοιπόν πως αν καταφέρουμε να συνδέσουμε την ιστορία με κάτι δικό μας, τότε ανακαλύπτουμε μια βαθιά ανθρώπινη διάσταση».
Συμβολική ιστορία
Ο Μαγιό μιλάει για τον συμβολισμό που κρύβει η ιστορία αγάπης της Σταχτοπούτας. «Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον έρωτα ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε δυσθεώρητο κοινωνικό ύψος, του πρίγκιπα, ο οποίος όμως είναι κουρασμένος απ’ ό,τι επιφανειακό και ψεύτικο τον περιτριγυρίζει. Συναντά λοιπόν μια απλή κοπέλα και γοητεύεται από αυτή της την απλότητα και τη φυσική συμπεριφορά. Ερωτεύεται κάποια που αντιπροσωπεύει έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τον δικό του».
Και συνεχίζει για τον πλούτο συναισθημάτων που αποκαλύπτει η μουσική του Προκόφιεφ. Το σκηνικό της παράστασης είναι αφαιρετικό προκειμένου να δώσει χώρο στους χορευτές να «ξεδιπλώσουν» την ιστορία με τα σώματά τους. Πέραν όλων των άλλων όμως, «η «Σταχτοπούτα» είναι και μια παράσταση διασκεδαστική. Βάζω στη χορογραφία την πραγματική ζωή και μέσα από αυτό το πρίσμα η κίνηση του σώματος είναι πολύ φυσική. Αισθάνομαι πως η δουλειά μου έχει να κάνει περισσότερο με κινηματογράφο παρά με μπαλέτο. Ο κόσμος γύρω μας είναι δύσκολος, αυτό είναι κάτι που προβάλλει ανάγλυφο και μέσα από την υπόθεση της «Σταχτοπούτας», και θέλω να δώσω ελπίδα. Να πείσω ότι το παραμύθι μπορεί να γίνει πραγματικότητα».
Κατά πόσο άραγε το ενήλικο κοινό είναι «ανοιχτό» σε μια τέτοια αντιμετώπιση; «Εχω την εντύπωση πως το κοινό δεν έχει τη δύναμη να πιστέψει στο παραμύθι» λέει ο Μαγιό. «Εχουμε την τάση να συγκρατούμε μόνο τα καλά του. Στην πραγματικότητα όμως, δεν υπάρχει παραμύθι χωρίς μια σκοτεινή ή ακόμα και βίαιη πλευρά. Η δουλειά μας είναι να δείξουμε το πώς η φωτεινή πλευρά μπορεί να κερδίσει, και αυτό το καταφέρνουμε μέσω της ομορφιάς και της κομψότητας. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να δώσουμε βάθος στη χαρά». Τι εμπνέει άραγε τον Μαγιό ως χορογράφο; «Ο άνθρωπος» απαντά αμέσως. «Οι σχέσεις, οι συμπεριφορές, το πώς βλέπουμε τους άλλους, το πώς τους προσεγγίζουμε, η ερωτική πλευρά μας… Ο χορός είναι πολύ ερωτικός. Το σώμα είναι σπουδαίο εργαλείο προκειμένου να εξερευνήσουμε τη σχέση μας με τους άλλους. Προσωπικά πιστεύω πως έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη να αγαπηθούμε παρά να αγαπήσουμε. Η κοινωνία βέβαια μας ωθεί να αγαπάμε περισσότερο τον εαυτό μας παρά τους άλλους. Ελπίζω πως κάποτε θα γίνουμε πιο ανοιχτοί, πιο ανεκτικοί».
Τα Μπαλέτα Μόντε Κάρλο
Τα Μπαλέτα του Μόντε Κάρλο δημιουργήθηκαν το 1909 από τον Σεργκέι Ντιαγκίλεφ και αμέσως συνεργάστηκαν με τους σημαντικότερους σολίστες της εποχής, όπως ο Νιζίνσκι και η Αννα Πάβλοβα. Στη συνέχεια και χάρη στην υποστήριξη της πριγκίπισσας Γκρέις του Μονακό, η ομάδα καταξιώθηκε παγκοσμίως ενώ σήμερα, υπό την προεδρία της πριγκίπισσας Καρολίνας του Αννόβερου, θεωρείται μια από τις κορυφαίες ομάδες στον κόσμο. «Το να κάνεις τον θεατή να κλάψει δεν είναι δύσκολο» λέει ο Μαγιό. «Το δύσκολο είναι να τον κάνεις να χαμογελάσει. Οχι να γελάσει ασυγκράτητα αλλά να βιώσει μια όμορφη στιγμή. Σε αυτό αποσκοπεί η δουλειά μου».