Κάθε έργο αποτυπώνει, μεταξύ άλλων, και σε ποια φάση βρίσκεται ένας καλλιτέχνης. «Μόλις χθες το σκεφτόμουν αυτό. Οταν ακούς τη δισκογραφία κάποιου, παρακολουθείς ως έναν βαθμό και την πορεία του. Κάνοντας κι εγώ τον μικρό μου απολογισμό, διαπίστωσα ότι κάθε δίσκος φέρει μια δεδομένη περίοδο της ζωής μου, χρωματίζεται από συγκεκριμένους ανθρώπους» έλεγε τις προάλλες στο «Βήμα» ο Απόστολος Κίτσος. Κουβεντιάζαμε για την «Αναχώρηση», το νέο του άλμπουμ που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι από τη Μικρή Αρκτο.
«Ο τίτλος του, κάτι που ανακάλυψα εκ των υστέρων, δεν θα μπορούσε να είναι πιο χαρακτηριστικός. Η λέξη αυτή με παραπέμπει στα αεροδρόμια ή σε έναν ενδιάμεσο, μεταβατικό χώρο. Η αναχώρηση δεν είναι ούτε το πριν ούτε το μετά, υποδηλώνει ακριβώς μια παρατεταμένη στιγμή – μια τέτοια στιγμή βίωσα κι εγώ – που περιλαμβάνει και τα δύο, και το παρελθόν που νοσταλγείς και το μέλλον που προσδοκάς. Η αναχώρηση, επιπλέον, ενέχει το στοιχείο της κίνησης, όταν κινείσαι είσαι καλά, η στασιμότητα είναι διαβρωτική. Πάντα κάπου πάμε με κάτι που κουβαλάμε, δεν γίνεται αλλιώς…» συνέχισε ο ίδιος.
Εχοντας επισήμως διανύσει μια επαγγελματική δεκαετία στον χώρο της μουσικής, η οποία είχε ξεκινήσει με τη διάκρισή του στην 4η Ακρόαση της Μικρής Αρκτου, ο ερμηνευτής Κίτσος, από τους σημαντικότερους της γενιάς του, αποφάσισε να κάνει το ντεμπούτο του και ως τραγουδοποιός.
«Από τον πρώτο μου δίσκο, το «Κάτι παράξενο» (2017), που είχε γίνει επίσης σε συνεργασία με τον Μιχάλη Καλογεράκη, προετοιμαζόμουν για τη σύνθεση δικών μου τραγουδιών. Ανέκαθεν με ενδιάφερε αυτό το δημιουργικό κομμάτι, το περικύκλωνα θα έλεγα, όμως φοβόμουν να πάρω την τεράστια ευθύνη της έκθεσης. Να τραγουδάς είναι ήδη μεγάλη έκθεση. Φανταστείτε, επομένως, τι σημαίνει να μελοποιείς και να ερμηνεύεις κιόλας. Τώρα πια, έχω το απαιτούμενο θάρρος και μπορώ να πω ότι, ναι, αυτά τα έγραψα εγώ και τα μοιράζομαι μαζί σας».
Η γνώμη των άλλων
Ποιο ήταν το περιεχόμενο, ας πούμε, εκείνου του φόβου;
«Κάτι που το είχα από παιδί, δεν το έχω ξεπεράσει εντελώς αλλά πλέον, ευτυχώς, δεν με βαραίνει. Με παρέλυε το τι θα πουν για μένα, όχι μόνο οι ειδήμονες της μουσικής, όσοι ξέρουν, μα και άνθρωποι – κάμποσοι, είναι η αλήθεια – που εγώ είχα στο μυαλό μου. Για αρκετά χρόνια δεν με έβαζα στο τιμόνι της κατάστασής μου, διότι μάλλον καταπίεζα το ένστικτό μου και, παράλληλα, προσπαθούσα να ευχαριστήσω τους άλλους. Ηταν λάθος όλο αυτό. Σταδιακά αποδέχτηκα, ωστόσο, ότι σε κάποιους αρέσουμε και σε κάποιους δεν αρέσουμε. Και, κατόπιν, συνειδητοποίησα ότι πρώτα και κύρια οφείλω να είμαι ευχαριστημένος με τον ίδιο μου τον εαυτό, να μου υπενθυμίζω σε καθημερινή βάση και πάνω στη σκηνή γιατί ασχολούμαι με τη μουσική, γιατί με γεμίζει η μουσική. Δεν πρέπει και δεν οφείλω, συνεπώς, να ευχαριστήσω κανέναν. Στην τέχνη απλώς συναντιόμαστε ή δεν συναντιόμαστε» συμπλήρωσε ήπιος και χαμογελαστός.
Στην «Αναχώρηση», όπου το έντεχνο τραγούδι αγκαλιάζει μεταφρασμένους γαλλικούς στίχους (Αρθούρος Ρεμπώ, Ζακ Πρεβέρ) και τον σημερινό, φρέσκο ηλεκτρονικό ήχο, ο Κίτσος έχει μελοποιήσει δύο ελληνικά ποιήματα, ένα της Κατερίνας Γώγου και ένα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Οπως είπε στην εφημερίδα, τα πλησίασε με διαφορετικό τρόπο.
«Τα είδα και τα κράτησα, τα αποθήκευσα σε ανύποπτες ώρες. Της Γώγου είναι ένα αριθμημένο άτιτλο ποίημα από τη συλλογή «Ιδιώνυμο» και της Αγγελάκη-Ρουκ το ποίημα «Ασφαλής». Είναι αδύνατον να το εξηγήσω αλλά, διαβάζοντάς τα, συγκινημένος, ήθελα να τα τραγουδήσω. Δεν είναι τόσο «τραγουδιστοί» οι ελεύθεροι στίχοι εδώ, όμως αυτό συνέβη. Στην περίπτωση της Αγγελάκη-Ρουκ, επεξεργάστηκα, δοκίμασα. Στην περίπτωση της Γώγου (στο «Να ξεκινήσουμε πρωί» δηλαδή, όπου συμμετέχει και η Sophie Lies), είχα τρέξει κατευθείαν στο πιάνο, σχεδόν αυτόματα. Μιλάμε για διακριτές γυναικείες φωνές, αλλά τα ποιήματα αυτά, τουλάχιστον για μένα, είναι κάπως συγγενικά. Αφορούν το τέλος μιας διαπροσωπικής σχέσης, όχι ερωτικής απαραιτήτως. Η Γώγου βλέπει κάτι να φεύγει και προσπαθεί να το αποτρέψει, έχει μια ασυνήθιστη τρυφερότητα αυτό το ποίημα. Η Αγγελάκη-Ρουκ πάλι στοχάζεται «στο κέντρο μιας αστόλιστης ζωής» κάτι που έχει ήδη φύγει και είναι μακριά».
Συζητώντας έπειτα για τις ετερόκλητες μουσικές επιρροές του, οι οποίες υπάρχουν και ως κορνιζαρισμένα πορτρέτα κρεμασμένα στο σπίτι του, από τη Μαρία Κάλλας και την Τζόνι Μίτσελ μέχρι την Ελα Φιτζέραλντ και την Τζένη Βάνου, ο Απόστολος Κίτσος τις ενέγραψε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.
«Σε μια εναλλακτική εκδοχή της ιστορίας, μητριαρχική, αμφιβάλλω αν θα είχαν γίνει όντως τόσοι πόλεμοι και μάλιστα τόσοι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι.»
«Μου ασκεί μια γοητεία ο γυναικείος ψυχισμός ή, εν πάση περιπτώσει, ο τρόπος με τον οποίο αισθάνονται οι γυναίκες. Δεν θέλω να γενικεύω, αλλά έτσι το νιώθω και το αντιλαμβάνομαι. Νομίζω ότι οι γυναίκες, πώς να το πω, πυρηνικά, σε ένα επίπεδο ταυτοτικό, διαφέρουν από τους άντρες. Οι άντρες υποψιάζομαι ότι είναι πιο ματαιόδοξοι και σίγουρα έχουν φοβερές εμμονές με την ισχύ και την εξουσία. Σε μια εναλλακτική εκδοχή της ιστορίας, μητριαρχική, αμφιβάλλω αν θα είχαν γίνει όντως τόσοι πόλεμοι και μάλιστα τόσοι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι. Στον αντίποδα μιας αρσενικής τάσης για επιβολή βρίσκεται μια γυναικεία τάση φροντιστική που ίσως και να συνδέεται και με το μητρικό ένστικτο.
Οι γυναίκες έχουν μια τρυφερότητα που λειτουργεί ως γενναιότητα, ξέρουν ότι η δύναμη φωλιάζει στην ευαισθησία, αυτό τις κάνει πιο ουσιαστικές και στην τέχνη, άμεσες, διάφανες, τολμηρές, πολύπλευρες. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, συνομιλούσα μόνο με γυναικείες φωνές. Δεν έχω αγαπημένες αντρικές φωνές, ενώ γυναικείες έχω άπειρες. Ακόμα και οι άντρες τραγουδιστές που προτιμώ, μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων, από τον Ντέιβιντ Μπόουι ως τον Τζεφ Μπάκλεϊ και τον Τομ Γιορκ, είναι πιο θηλυκοί, στις φωνές τους, στις ερμηνείες τους, από αρκετές απόψεις».
Ο καινούργιος αυτός δίσκος συμπληρώνεται από μια διασκευή του τραγουδιού «Κι ήταν πάντα η νύχτα» σε μουσική του Γιάννη Σπανού και στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου, «μια γυναίκα, μια προσωπικότητα, μια ποιήτρια που με έχει διαμορφώσει», με την οποία ο Κίτσος είχε την ευκαιρία πρόσφατα να συμπορευτεί και καλλιτεχνικά σε ζωντανές παραστάσεις. Κατά τα λοιπά, ο ίδιος σχεδιάζει τον τρίτο του προσωπικό δίσκο, αναζητώντας πάλι την ισορροπία μεταξύ «αρτιότητας» και «αλήθειας», εκείνη τη μουσική «κατασκευή» που δεν θα προδίδει την «ψυχή», διότι «η τεχνική δεν είναι η ουσία στη μουσική, είναι το μέσο για να φτάσει κανείς στην ουσία».