Μια ιστορία έρωτα και διαφορετικότητας είναι ο «Συρανό». Ο Γιώργος Νανούρης σκηνοθετεί αυτόν τον ρομαντικό ήρωα σε μια παράσταση που συνδυάζει ποίηση, χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Στο έργο του Εντμόν Ροστάν, σε μετάφραση-διασκευή Στρατή Πασχάλη, ο Μιχάλης Σαράντης ερμηνεύει τον επώνυμο ρόλο. Μαζί η Λένα Παπαληγούρα, ο Ιάσων Παπαματθαίου, ο Νικόλας Χανακούλας κ.ά. Για την παράσταση και για την περιπέτεια της σκηνοθεσίας μιλάει ο Γιώργος Νανούρης.
Πόσο σημερινό είναι το έργο;
«Το έργο κατ’ αρχάς καταπιάνεται με όλα αυτά που ακούμε να γίνονται σήμερα – bulling, body shaming. Πώς ένα αρχικά εξωτερικό χαρακτηριστικό μπορεί να κάνει τους άλλους να σε βλέπουν κάπως, ενώ εσύ ο ίδιος δεν είσαι αυτό που δείχνει η εμφάνισή σου ή τουλάχιστον όχι μόνο αυτό. Η Ρωξάνη έχει ερωτευτεί έναν άνθρωπο που είναι πολύ όμορφος, όμως η ψυχή της θέλει και το άλλο, κάτι που λείπει από τον όμορφο Κριστιάν. Ο Συρανό εξωτερικά δεν ελκύει τους ανθρώπους, όμως το πνεύμα και ο λόγος του έχουν τόσο αναπτυχθεί που όταν ο Κριστιάν τον παρακαλάει να της γράφει τα γράμματα που εκείνη ζητάει, αυτός βγάζει όλη του την ψυχή και λέει όσα δεν θα μπορούσε να πει. Κι εκείνη ερωτεύεται την ψυχή του, χωρίς να το ξέρει. Το έργο μιλάει για το ανεκπλήρωτο. Λειτουργεί λίγο παραβολικά. Μην κοιτάς μόνο την ομορφιά, αν δεν υπάρχει υπόβαθρο, ούτε μόνο τη μεγάλη μύτη, γιατί μπορεί να σε εμποδίζει να δεις τα άλλα».
Ο Συρανό σας δεν θα προσθέσει μεγάλη μύτη…
«Οχι, δεν θα αλλάξει την εικόνα του. Για μένα σε σχέση με τον Μιχάλη – και του το έλεγα χαριτολογώντας, επειδή έχει δεχτεί πειράγματα για τη μεγάλη του μύτη – είναι σπάνιο ένας άνθρωπος που για ένα συγκεκριμένο ζήτημα έχει περάσει δύσκολες στιγμές ως παιδάκι, να υπάρχει ένα έργο με ακριβώς το ίδιο θέμα. Και να μπορείς να το κάνεις και να μιλάς για αυτό το ζήτημα».
Δεν είμαστε ό,τι πιστεύουμε;
«Οχι πάντα. Γιατί πολλές φορές δεν έχουμε πραγματική εικόνα για τον εαυτό μας, και δεν μιλάω μόνο για την εξωτερική μας εμφάνιση. Εγώ, ας πούμε, δεν με είδα ποτέ ως σκηνοθέτη, οι άλλοι με είδαν. Κάποιοι μαθητές μου στη σχολή μού το είπαν, στην πρώτη μου δουλειά, πειραματικά. Αλλά ακόμα και τότε δεν το είχα πιστέψει. Ή, αντιθέτως, μπορεί να νομίζουμε κάτι για εμάς, μόνο εμείς και κανείς άλλος. Οπότε τι νόημα έχει;».
Εχουμε αλλάξει απέναντι στη διαφορετικότητα;
«Νομίζω ότι λίγο ξεκουνιόμαστε. Ωστόσο όσο υπάρχει η πεποίθηση ότι «εμένα δεν με νοιάζει που είσαι διαφορετικός, σε αποδέχομαι», αυτό ήδη δείχνει το βάθος του προβλήματος. Σαν να είσαι εσύ κάτι ανώτερο και να έχεις τη γενναιοδωρία να αποδεχτείς το άλλο. Αυτός ο διαχωρισμός δεν πρέπει καν να υπάρχει».
Το έργο είναι κατά βάση ποιητικό…
«Εγώ έτσι κι αλλιώς προσπαθώ σε όλες τις παραστάσεις που κάνω, με όσο δύσκολα θέματα κι αν καταπιάνονται, να τις βλέπω μέσα από το πρίσμα της ποίησης. Θέλω οι εικόνες μου να είναι πιο ατμοσφαιρικές, ακόμα κι αν είναι για κάτι πολύ καθημερινό. Θα μου ήταν εύκολο να τις κάνω ωμές, ρεαλιστικές. Ετσι είναι η καθημερινότητα γύρω μας, και δεν θέλω να την αναπαράγω και στο θέατρο. Θέλω μια ποιητική διάσταση, κάτι παραμυθένιο – κι ας είναι κυρίως ρεαλιστικά τα έργα που ανεβάζω. Τώρα ο «Συρανό», που είναι ένα ποιητικό έργο, είναι ακόμα πιο κοντά σε μένα και με οδηγεί προς τα εκεί».
Εχετε πια μια αισθητική ταυτότητα. Την επιδιώξατε;
«Υπάρχει μια κοινή γλώσσα γιατί μοιραία είμαι ο ίδιος άνθρωπος με την ίδια αισθητική. Προσπαθώ όμως να μην επαναλαμβάνομαι. Εχω μέσα μου χιούμορ και αυτοσαρκασμό, που δεν έχω εκφράσει, ούτε στη σκηνή ούτε στη ζωή μου. Τώρα με τον «Συρανό» νιώθω ότι ήρθε η ώρα να το κάνω. Γιατί το έργο τα έχει και τα δύο – ποιητικό και συγκινητικό, παρωδία και χιούμορ. Οπότε μπορώ να κάνω τη μετάβαση, σε παραστάσεις με περισσότερο χιούμορ και ελαφράδα. Το έχω ανάγκη, πρωτίστως εγώ».
Και με μια αφαίρεση στην όψη. Γιατί;
«Ναι, υπάρχει αυτό το μίνιμαλ και το αφαιρετικό. Ψάχνω να βρω έναν τρόπο να μην κάνω ούτε το πολύ προφανές ούτε να αναπαράγω ιδιαίτερα τον ρεαλισμό. Παρ’ όλα αυτά, ο τρόπος που θέλω να παίζουν οι ηθοποιοί είναι πολύ κανονικός. Ετσι δημιουργείται μια γλώσσα που καθιστά παράσταση και κείμενο πιο κατανοητά στον ηθοποιό – και το κοινό συγκεντρώνεται. Είναι πιο δύσκολο για τους ηθοποιούς να είναι μέσα σε ένα λιτό περιβάλλον. Είναι πιο εκτεθειμένοι, δεν έχουν να κρυφτούν, κι αυτό τους κρατά σε εγρήγορση».
Εφέτος σκηνοθετείτε δύο διαφορετικούς κόσμους με τον «Θάνατο του εμποράκου» και τον «Συρανό». Δύσκολο;
«Δεν είναι και τόσο διαφορετικοί όσο μοιάζουν απέξω. Ο Βλαδίμηρος (σ.σ.: Κυριακίδης) και η Εφη (σ.σ.: Μουρίκη) είναι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε πολλά κοινά. Συνεννοηθήκαμε εξαιρετικά. Προσπαθώ κι εγώ να ανακαλύπτω κι άλλα πράγματα, να ανοίγω τους ορίζοντές μου, να πειραματίζομαι – βλέπω και πώς είναι σε ένα θέατρο πιο mainstream. Γιατί εγώ αυτά που κάνω δεν είναι mainstream, γίνονται, μετά από την αποδοχή. Γιατί το να κάνεις μια τραγωδία, μονόλογο, χειμώνα σε κλειστό θέατρο (σ.σ..: «Αίας»), μόνο mainstream δεν είναι – μεγάλη ευλογία η επιτυχία του. Η συνεργασία με τον Βλαδίμηρο είχε μια πρόκληση. Να δω αν θα μπορέσω έναν ηθοποιό με τεράστια εμπειρία, που τον έχουμε συνηθίσει στην κωμωδία, να τον βάλω σε ένα άλλο πλαίσιο. Κι αυτό είναι ένας πειραματισμός, αμφίδρομος».
«Την πρώτη μου παράσταση την έκανα με έναν φακό των 10 ευρώ που αγόρασα από περίπτερο, με μια ηθοποιό που πρωτοέβγαινε – ήμασταν οι δυο μας. Και η «Κατερίνα» παίζεται εννέα χρόνια»
Φοβάστε το mainstream;
«Την πρώτη μου παράσταση την έκανα με έναν φακό των 10 ευρώ που αγόρασα από περίπτερο, με μια ηθοποιό που πρωτοέβγαινε – ήμασταν οι δυο μας. Και η «Κατερίνα» παίζεται εννέα χρόνια. Μετά έκανα τον «Αίαντα», σκηνοθέτησα μια τραγουδίστρια που δεν είχε ξανακάνει ποτέ θέατρο, μετά έκανα ένα διήγημα. Οι επιλογές των πραγμάτων που κάνω δεν είχαν τις προδιαγραφές για mainstream. Αργότερα πήρα το πρώτο κανονικό έργο. Αν λοιπόν κάνω αυτό που θέλω, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνει mainstream, είναι μεγάλη νίκη για εμάς. Οπότε δεν κάνω βήματα για την ασφάλεια – κάθε χρόνο πάμε από το μηδέν. Φυσικά και θέλω να γεμίσει το θέατρο, αλλά με τους δικούς μου όρους».
Το θέατρο είναι και μια ιστορία αποδοχής;
«Πάντα υπάρχει αυτή η σκέψη. Μετά συνειδητοποιείς πως δεν ισχύει. Αν δεν αποδεχτείς εσύ τον εαυτό σου και δυο-τρεις πολύ κοντινοί σου άνθρωποι, ό,τι κι αν κάνει το κοινό, μένει ένα κενό. Ο «Συρανό» είναι η πιο δική μου παράσταση, είμαι πολύ εγώ».
Τι κερδίζετε από το θέατρο;
«Νομίζω ότι γνωρίζω καλύτερα τον εαυτό μου. Στον «Εμποράκο», ας πούμε, η σχέση πατέρα-γιου μού είναι πολύ οικεία. Βλέπω πράγματα αλλά δεν καταφέρνω να τα κάνω πράξη στη ζωή μου. Πρόσφατα παρατήρησα ότι στα έργα που κάνω ο ήρωας συνήθως αυτοκτονεί ή πεθαίνει. Ευτυχώς δεν έχω καμία τάση αυτοκτονίας ούτε είχα ποτέ».