«Είναι για μένα μια τεράστια τιμή που επιστρέφω στην Αθήνα». Κι όμως αυτή είναι η πρώτη φορά που ο μεγάλος ιταλός γλύπτης, ο Βερονέζος Νοβέλο Φινότι, ο οποίος μεταξύ άλλων έχει φιλοτεχνήσει τον διάκοσμο για το επιτύμβιο του Πάπα Ιωάννη ΚΓ’, στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου (2001) στο Βατικανό, θα δείξει (αναδρομικά) δουλειά του στην πόλη.

Στο Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη και σε επιμέλεια Τάκη Μαυρωτά θα εγκαινιαστεί από τις 4 Ιουνίου και μάλιστα παρουσία του γλύπτη η έκθεση «Novello Finotti.

Ο αισθησιακός μυστικισμός της γλυπτικής» με περισσότερα από 60 γλυπτά φιλοτεχνημένα από τις χαρακτηριστικές πρώτες ύλες της δουλειάς του: μάρμαρο Καράρα, μαύρο γρανίτη Βελγίου και ορείχαλκο.

Ομως η σχέση του 85χρονου πλέον Φινότι με την Ελλάδα και με την Αθήνα είναι καρμική. Κι αυτό γιατί το ερέθισμα για να αναγάγει το μάρμαρο ως την κυρίαρχη των υλών στη δουλειά του το συνάντησε σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα το 1973, όπου είχε βρεθεί προσκεκλημένος του σπουδαίου γκαλερίστα-συλλέκτη Αλέξανδου Ιόλα προκειμένου να φιλοτεχνήσει γλυπτά έπειτα από ανάθεσή του.

«Οταν αντίκρισα την Ακρόπολη και τα γλυπτά της κλασικής εποχής αισθάνθηκα ότι το μάρμαρο έπρεπε να γίνει το υλικό που θα αναδείκνυε με καλύτερο τρόπο τη γλυπτική μου» θα πει στο ΒΗΜΑ.

Η επιρροή του Ιόλα

Η επιρροή του σπουδαίου Αλεξανδρινού υπήρξε καθοριστική για την καλλιτεχνική πορεία του Φινότι και για την ανάπτυξή του τόσο ως καλλιτέχνη «αλλά και ως ανθρώπου» όπως θα πει. Συνεργάστηκαν επί σειρά ετών, για δύο δεκαετίες περίπου, ένα χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο Ιόλας φρόντισε να προβληθεί το έργο του Φινότι σε Ευρώπη και Αμερική.

«Συναντηθήκαμε πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στο χυτήριο Boncini στη Βερόνα όπου ο Ιόλας πρωτοαντίκρισε και εντυπωσιάστηκε από τα προπλάσματά μου από κερί. Επανήλθε πολλές φορές για να τα δει μέχρι που μια μέρα μού πρότεινε να κάνω μια έκθεση στη Νέα Υόρκη (σ.σ.: στην Armony Gallery το 1964).

Ετσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με αυτή τη σπουδαία προσωπικότητα που διέθετε μεγάλο βάθος και καλλιτεχνική ευαισθησία. Με προσκάλεσε πολλές φορές στην Αθήνα και το σπίτι του και έκανα ορισμένα μικρά έργα για εκείνον.

Ο Φινότι με τον Αλέξανδρο Ιόλα. Οι δυο τους συνεργάστηκαν επί σειρά ετών.

Είχα μάλιστα και την τιμή να φιλοτεχνήσω την προτομή του καθώς με είχε καλέσει επί τούτου το 1985 (σ.σ.: δυο χρόνια προτού πεθάνει)». Στην γκαλερί του Ιόλα στο Μιλάνο ο Φινότι γνώρισε το 1972 και τον ιταλό ντιζάινερ και επιχειρηματία Ντίνο Γκαβίνα (1922-2007) o οποίος τον σύστησε στον κόσμο του «Ultramobile», μιας πρωτοβουλίας του που αποσκοπούσε να μετατρέψει σουρεαλιστικά έργα σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης, με μια νότα υποδόριας ειρωνείας.

Ο Φινότι δημιούργησε το «Fausto», ένα μικρό κάθισμα-σκαμπό η μορφή του οποίου παραπέμπει στο (μισό) ανθρώπινο σώμα. Προκειμένου λοιπόν να τιμήσει τη μνήμη του Ιόλα, ο Φινότι δώρισε την ορειχάλκινη προτομή που φιλοτέχνησε στο Τελλόγλειο Ιδρυμα Τεχνών ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη.

Η δωρεά έγινε με την αφορμή της διοργάνωσης της έκθεσης «Finotti: Fine Notte. Το τέλος της νύχτας» (2020). Ο ιταλός γλύπτης έχει δείξει δουλειά του και στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών στο πλαίσιο της ομαδικής έκθεσης «Κίονες και πεσσοί» το 2005.

Τα πρώτα βήματα

Γεννημένος στη Βερόνα το 1939, ο Φινότι γράφτηκε στην Ακαδημία Τέχνης της γενέτειράς του ήδη από τα 15 του, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε το εργαστήριο του βερονέζου γλύπτη Νερέο Κονσταντίντι. Ηδη από τα 19 του χρόνια τού απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στην Εκθεση Θρησκευτικής Τέχνης στην Ασίζη.

Ηταν ένα ταλέντο που δεν πήγε βέβαια χαμένο καθώς πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές του 2000, εκτός από το επιτύμβιο του Πάπα Ιωάννη ΚΓ’ θα φιλοτεχνούσε και ένα μεγάλο γλυπτό από μάρμαρο Καράρα της Mαρίας Σολεδάδ Τόρες Ακόστα την οποία η ρωμαιοκαθολική εκκλησία τιμά ως αγία – βρίσκεται σε μία από τις εξωτερικές κόγχες της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό.

Το πρώτο υλικό που χρησιμοποίησε πάντως στη γλυπτική του ήταν ο χαλκός, καθώς προσπαθούσε να αναπτύξει μορφολογικά αυτό το ιδιότυπο υπερρεαλιστικό ιδίωμα, το οποίο ωστόσο κρατάει μια άγκυρα στην οπτική πραγματικότητα.

Σύντομα θα αναζητούσε νέες εκφραστικές λύσεις που θα εξέλισσαν περαιτέρω αυτές τις νεανικές ανησυχίες. «Ο δρόμος που ακολούθησα είναι εκείνος που με οδήγησε με το πέρασμα του χρόνου σε μια βαθιά μελέτη του ανθρώπινου σώματος αλλά και σε μια εξερεύνηση των δυνατοτήτων ενός υλικού όπως το μάρμαρο, για να φτάσω στον πιο μύχιο πυρήνα του αλλά και στη δόνηση των σκληρών επιφανειών του» σχολιάζει.

Τα μυστικά της μεταμόρφωσης

Μέσα από το έργο του ο Νοβέλο Φινότι εξερευνά το θέμα της μεταμόρφωσης. Από νεαρή ηλικία τον γοήτευε, όπως θα πει, η φύση και τα μυστικά της και παρατηρούσε προσεκτικά το τοπίο που τον περιέβαλλε για να βρει έμπνευση για τα έργα του, λεπτομέρειες που μετέφερε στο έργο του μετουσιώνοντάς τις σε στοιχεία που δεν γίνονται αντιληπτά μόνο μέσα από όσα βλέπουν τα μάτια:

«Ενα δέντρο μπορεί να πάρει τη μορφή ενός προσώπου ή ενός ανθρώπινου κορμού, ένα μάραθο μεταμορφώνεται σε στήθος, το σώμα μιας γυναίκας γίνεται χελώνα. Κάθε φυσικό στοιχείο υπερβαίνει τη μορφή του και μεταμορφώνεται.

Στο μυαλό μου, με τα χρόνια, αυτές οι αποθηκευμένες εικόνες διαπερνούσαν η μία την άλλη και συγχωνεύονταν μεταξύ τους, καταλήγοντας, σαν ένα σύνολο, σε μια πλαστική ύλη. Ξεκινώ από την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε εμάς και τη φύση.

Στις μεταμορφώσεις συγχωνεύονται το αληθινό και το τερατώδες, το γκροτέσκο και το σουρεαλιστικό, το εκλεπτυσμένο και το βίαιο. Ολα τα αντίθετα συγχωνεύονται για να δώσουν ζωή σε κάτι νέο, ανθρωπόμορφο, που μιλάει για τον άνθρωπο και στις πιο αρχέγονες πτυχές του».

Οπως ο ερωτισμός, ο αισθησιασμός, στοιχεία που αναδύονται από τα έργα του αν μη τι άλλο μέσα από την ελκυστικότητα της υφής των υλικών που χρησιμοποιεί. «Ο ερωτισμός στα γλυπτά μου δεν είναι απλώς μια έκφανση αισθησιασμού αλλά συνδέεται με τη βαθύτερη εκδήλωση της εμπειρίας που εμπλέκει τόσο την ψυχή όσο και το σώμα».

Η διαστολή χρόνου και χώρου

Πάντως, το σμίλεμα και η διαμόρφωση των υλικών της γλυπτικής του τον οδήγησε σε έναν συναρπαστικό και ταυτόχρονα δύσκολο κόσμο που του επέτρεψε να δώσει φωνή στο πιο μύχιο κομμάτι του εαυτού του.

«Το μάρμαρο, ο γρανίτης και ο βασάλτης είναι υλικά που σε βάζουν σε δοκιμασία. Δημιουργούν έναν εσωτερικό αγώνα, έναν διάλογο μεταξύ του καλλιτέχνη και της ύλης, συνιστούν μια πρόκληση: να κυριαρχήσεις πάνω τους μέχρι να τα θέσεις υπό τον έλεγχό σου. Σε ορισμένες στιγμές είναι το ίδιο το υλικό που προτείνει την πορεία ενός έργου ή τις δημιουργικές λύσεις που συνδέονται με αυτό.

Οταν σκαλίζω την ύλη απορροφούμαι σε τέτοιον βαθμό ώστε ο χρόνος και ο χώρος διαστέλλονται. Αναδύονται όνειρα και αναμνήσεις, εικόνες και αισθήσεις, που καθοδηγούν σαν από μαγεία το χέρι μου.

Μια τελετουργία για την κόρη του Καμικάζι, 1984. Λευκό μάρμαρο Καράρας

Η μεταμόρφωση των ονείρων, των οραμάτων και κάποιες φορές των παραισθήσεων σε πλάσματα από μπρούντζο και μάρμαρο ήταν πάντα μια ανάγκη. Αλλά για να φτάσεις σε αυτό απαιτείται μεγάλη έρευνα και τεχνική ικανότητα, πράγματα που πάντα επιδίωκα με μεγάλη συνέπεια και αφοσίωση».

Το αποτέλεσμα τον δικαίωνε διαχρονικά. Οπως σημειώνει ο Τάκης Μαυρωτάς στον κατάλογο της έκθεσης: «Ο γλυπτικός του κόσμος, με ενεργή περιγραφική διάθεση και απεριόριστη δύναμη ελευθερίας, καταφέρνει να αγγίξει το όνειρο, βάζοντας τη φαντασία του στην ύλη. Η λεπτότητα χρήσης των υλικών του, διακριτική ή κρυπτική, χαρακτηρίζει το έργο του. Ενα έργο που μας λυτρώνει από τη φθορά και τη μιζέρια.

Η τέχνη του αντανακλά την πνευματική και την καλλιτεχνική του αγωνία για την ουσία του κόσμου και του σύμπαντος. Ο Φινότι ανοίγει νέους δρόμους και, έμμεσα ή άμεσα, φωτίζει το αναγκαίο και το αληθινό, το πιθανό και το αδύνατο.

Η βαθιά διεισδυτική του ικανότητα προσδίδει στα γλυπτά του μια μυστικιστική πνοή. Βέβαια, η γλυπτική απαιτεί συνέργειες με επιδέξιους λιθοξόους, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον τεράστιο όγκο της δουλειάς του».

Ο Φινότι έχει μια λαμπρή πορεία στην οποία μπορεί να ανατρέξει, με εκθέσεις στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. «Θεωρώ πολύ σημαντικό ότι έχω εκθέσει έργα μου στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία, όπως και ότι έχω συμμετάσχει σε δυο Μπιενάλε Βενετίας» (1966 και 1984).

Ωστόσο, ακόμα και τώρα στη δέκατη δεκαετία της ζωής του εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση. Εξάλλου «η έκφραση μέσω της τέχνης υπήρξε ο δρόμος που μου επέτρεψε και μου επιτρέπει να ξεπερνάω τα τραύματα, προσωπικά και συλλογικά, με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι στη διάρκεια της ζωής.

Η καλλιτεχνική έκφραση είναι ένα μέσο που σε βοηθά να εξευγενίζεις έντονες συναισθηματικές καταστάσεις – ακόμα και υποσυνείδητα – και να κατευθυνθείς προς μια εσωτερική κάθαρση. Η γλυπτική είναι για μένα μια βαθιά εσωτερική, μια ψυχική ανάγκη. Είναι μια «καταραμένη ευλογία» που με βοηθά να εκφράσω όλα όσα έχω μέσα μου».