«Στις πρεμιέρες δεν λέμε «καλή επιτυχία», αλλά «σκ..τά». Η παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά δανείζεται (λόγω πολιτικής ορθότητας;) τη γαλλική λέξη στον τίτλο της και μιλάει για το θέατρο από μέσα. «Merde», λοιπόν, φτιαγμένο από μια παρέα φίλων, στη ζωή και στη σκηνή, που γνωρίσαμε στους «Παίκτες»: Ο Γιώργος Κουτλής συν-σκηνοθετεί με τον Βασίλη Μαγουλιώτη (Suyako) που το έγραψε.

Ο Γιάννης Νιάρρος συνέθεσε με τον Γιάννη Παπαδόπουλο τη μουσική. Ολοι μαζί έστησαν αυτό που θα δούμε. Ο 35χρονος Γιώργος Κουτλής, αυτό το τρομερό παιδί της σκηνοθεσίας, μας μεταφέρει στα άδυτα του θεάτρου, ένα μαγικό και δύσκολο σύμπαν.

Τι είναι το «Merde»;

«Θα χρησιμοποιήσω επίτηδες κλισέ όρους γιατί κωμωδία κάνουμε. Ενας βασανισμένος ψευτο-κουλτουριάρης σκηνοθέτης θέλει να ανεβάσει μια διασκευή αρχαίου δράματος. Ενας μεσάζων τον συνδέει με γιο παραγωγού, του οποίου ο πατέρας έχει το θέατρο Μπούκα. Παλαιού τύπου παραγωγός, φαίνεται ότι είναι και κακοποιητής, ένα τοτέμ όλων των κακών μαζί.

Κι επειδή υπάρχει μια καταγγελία εναντίον του, βάζει μπροστά τον γιο του. Ο νεαρός παραγωγός αποφασίζει να κάνει αυτή την κουλτουριάρικη δουλειά. Ο μπαμπάς του τού φορτώνει έναν πασίγνωστο τηλεοπτικό-εμπορικό κωμικό ηθοποιό που βρίσκεται σε τέλμα και το δέχεται. Αυτή είναι η πρώτη πράξη. Στη δεύτερη βλέπουμε τις πρόβες, στην τρίτη την παράσταση, όπου όλα πάνε απ’ το παρανοϊκό στο πιο παρανοϊκό. Μέσα σε αυτό έρχονται φαντάσματα δασκάλων, κριτικοί, θεατές, κάστινγκ. Ολα όσα έχουμε ζήσει δηλαδή, μέσα από μια καυστική σάτιρα με πολλή μουσική».

Θίγετε τα κακώς κείμενα;

«Η πρωτοβουλία ανήκει στον Βασίλη (σ.σ. Μαγουλιώτη-Suyako) που έγραψε το έργο. Νομίζω ότι στα καμαρίνια των «Παικτών» άρχισε να το στήνει. Μέσα στα χρόνια που δουλεύουμε είναι άπειρες οι καταστάσεις – κωμικοτραγικές, σουρεάλ, παράδοξες, γελοίες, πράγματα θλιβερά και αστεία. Με έναν παράδοξο τρόπο νιώθω ότι ενώ τα καυτηριάζουμε, ανάθεμα κι αν υπάρχει ένας θετικός χαρακτήρας σε όλο το έργο, είναι μια παράσταση που δείχνει την αγάπη μου στο θέατρο. Μέσω γέλιου κάπως προσπαθούμε να ξορκίσουμε όσα δεν μας αρέσουν».

Εχετε ζήσει αυτές τις καταστάσεις;

«Τα έχουμε προλάβει όλοι μας. Εγώ δουλεύω τέσσερα χρόνια και σπουδάζω άλλα δέκα. Τα παιδιά έχουν πλέον μια δεκαετία ο καθένας. Τα έχουμε ζήσει από δασκάλους, ακροάσεις, παραγωγούς, θέατρα. Αυτά που διακωμωδούμε συμβαίνουν τώρα, δεν είναι κάποιο παλιό θέατρο».

Η παράσταση αντικατοπτρίζει την παθογένεια του ελληνικού θεάτρου;

«Προφανώς υπάρχει ζόφος. Αλλά υπάρχουν οπτικές γωνίες για να δεις τα πράγματα. Εγώ για να επιβιώσω βλέπω τη γελοία και αστεία του πλευρά. Αλλιώς θα τρελαθούμε όλοι. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θεωρώ ότι η παράσταση, με αφορμή το ελληνικό θέατρο, μιλάει για την κοινωνία μας. Γιατί η λειτουργία του ελληνικού θεάτρου είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας. Υπάρχει όλο το ταξικό, η ιεραρχία, απ’ τον παραγωγό ως τον φροντιστή. Αυτές είναι παθογένειες συνολικές, όχι μόνο του θεάτρου.

Εμείς βιώνουμε τη δική μας, που έχει όνειρα, απογοητεύσεις, έκθεση – ένας ενδιαφέρων κόσμος. Ενώ είναι όλα τραγικά, έχει κάτι που σε μαγεύει. Προσπαθούμε να φτιάξουμε νησίδες, μια όαση που να μην επηρεάζεται από τα γύρω πράγματα. Με τους φίλους μου είμαι. Εχουμε μαζευτεί, έχουμε γράψει έργο, μουσική, κοροϊδεύουμε τη ζωή μας και τους εαυτούς μας. Είμαστε κι εμείς οι ίδιοι μέρος της σάτιρας. Ο τρόπος που ζούμε και λειτουργούμε είναι μια ελπίδα για μας αλλά δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι η κοινωνία θ’ αλλάξει. Και θέλαμε να παιχτεί σε έναν χώρο που όταν μπαίνεις μέσα να είναι θέατρο. Πέραν του ότι το Δημοτικό του Πειραιά είναι το πιο όμορφο της Αττικής, μου φάνηκε πολύ ταιριαστό να κάνουμε αυτή την κωμωδία μέσα σε ένα τόσο κυριλέ περιβάλλον».

Είναι αναγνωρίσιμοι οι ήρωες;

«Οποιοι είναι του χώρου μας θα αναγνωρίσουν πολλά. Οσοι δεν είναι, θα βρουν αναφορές. Η παράσταση τρέχει γύρω από τη σύγκρουση εμπορικού – ποιοτικού, επιθυμίας καλλιτεχνικού οράματος και οικονομικής εκμετάλλευσης αυτού του οράματος. Είναι λίγο «Σφαίρες πάνω απ’ το Μπρόντγουεϊ», «Σώσε», «Δύο ξένοι»… Το δικό μας όπλο είναι ο αυτοσχεδιασμός. Δεν έχω βρεθεί σε πιο αστεία πρόβα στη ζωή μου».

Είστε περίπου πέντε χρόνια στο θέατρο. Τι δεν σας αρέσει;

«Τέσσερα – τα δύο επί COVID. Η κατάσταση είναι παρανοϊκή. Μια ελεύθερη αγορά όπου απ’ τη μια μπορεί να βρεθείς σ’ έναν οργανωμένο οργανισμό κι απ’ την άλλη σε μια ιδιωτική παραγωγή που δεν έχει τίποτα. Χαοτικό τοπίο. Σ’ εμένα έτυχε και πήγαν καλά τα πράγματα, επιβιώνω. Αλλά δεν είναι δυνατό να μη βλέπεις ότι μιλάμε για μια παρανοϊκή ζούγκλα. Αυτό διακωμωδούμε. Το βασικότερο είναι ότι δεν υπάρχει οργανωμένη κρατική πολιτιστική πολιτική.

Την ενίσχυση του θεάτρου έχουν αναλάβει ιδρύματα που έχουν οικειοποιηθεί τη θέση του κράτους. Η ελεύθερη αγορά ούτε ελέγχεται ούτε υπάρχει κάποιος δείκτης – είναι ζούγκλα. Αν η μετοχή σου έχει αξία σε αντιμετωπίζουν καλά, αλλιώς είσαι του πεταματού. Το ότι εγώ έχω κάνει κάποιες παραστάσεις που έφεραν λεφτά σε παραγωγούς και τώρα με αντιμετωπίζουν καλά, δεν με κάνει να μη βλέπω τι συμβαίνει γύρω μου. Πήγα και γρήγορα, δεν βίωσα την ταλαιπωρία. Το θέμα είναι ότι τα πράγματα δεν γίνονται όπως θα έπρεπε να γίνονται. Πρέπει να πολεμάς για τα αυτονόητα».

Επιμένετε όμως;

«Για την πρόβα, τη δημιουργία. Στην πρόβα είναι όλα μακριά. Σε αυτό που θα συμβεί εδώ πέρα υπάρχουν στιγμές που εγώ τις λέω «μικρές στιγμές αθανασίας». Είναι όταν συμβαίνει κάτι, αυθόρμητα, εδώ-και-τώρα, τόσο μαγικό, εθιστικό, σαν ναρκωτικό. Δεν ξέρω με τι συγκρίνεται. Γιατί παλεύουμε όλοι οι καλλιτέχνες; Γιατί αυτό που βιώνουμε είναι τόσο ωραίο όσο ο έρωτας. Οταν είσαι ερωτευμένος και πληγώνεσαι ο πόνος είναι αβάσταχτος. Παρ’ όλα αυτά θες να ερωτεύεσαι. Η διαδικασία της δημιουργίας θυμίζει τον έρωτα, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε».

Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας, έλεγε ο Κουν. Οχι για τα λεφτά, τη δόξα;

«Εγώ προφανώς κάνω θέατρο για την ψυχή μου, για τις στιγμές ικανοποίησης και χαράς που δεν μετράνε ως δουλειά. Είναι φανταστικό. Παρ’ όλα αυτά, είμαι επαγγελματίας και θεωρώ αυτονόητο ότι «άμα θες να κάνω τέχνη για την ψυχή μου», δηλαδή να βάζω την ψυχή μου, «πρέπει να με πληρώνεις πάρα πολύ καλά».

Γιατί χάνω τον ύπνο μου και βάζω ό,τι έχω και δεν έχω. Οπότε όσο πιο πολύ θέατρο κάνεις για την ψυχή σου, τόσο πιο πολύ πρέπει και να πληρώνεσαι. Σε όλες μου τις δουλειές εγώ έχω διαλέξει τα έργα, τους συνεργάτες – δεν μου έχει φορέσει κανείς κανέναν, ποτέ. Κάνω θέατρο για την ψυχή μου και οικονομικά μέχρι στιγμής ζω μια νορμάλ ζωή. Δεν φοβάμαι τι θα μου συμβεί το επόμενο εξάμηνο ούτε αν θα μπορώ να πληρώσω τα έξοδα, το σπίτι. Οπότε είμαι ευτυχισμένος. Κάνω αυτό που θέλω και ζω με μια ηρεμία».

Και η επιτυχία;

«Ποιος δεν θέλει την επιτυχία; Απλά δεν είναι ο σκοπός. Εχω καταλάβει ότι στο μικροσύμπαν μου άμα κάνω θέατρο για την ψυχή μου, τότε έρχεται και η οικονομική απολαβή – κάποια στιγμή θα έρθει και η επιτυχία. Αν δεν έρθουν, τουλάχιστον τα έχω καλά με μένα, αν είναι αυτοσκοπός και δεν έρθουν, μετά χάνεις τη ζωή σου. Βέβαια κάποιοι αναγκάζονται να το κάνουν για να επιβιώσουν. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν. Νιώθω ευλογημένος που μπορώ να κάνω αυτό που μου αρέσει και να με ζει. Το θέατρο έχει κάτι τελείως μάταιο – κάπως σαν τη ζωή».

Τι, ποιοι σας καθόρισαν;  

«Σίγουρα οι σπουδές. Πρώτα στο Ωδείο με τους καθηγητές μου, κυρίως τον Δημήτρη τον Ημελλο, που με καθόρισε και τον θεωρώ δάσκαλο με δέλτα κεφαλαίο. Μετά οι σπουδές στη Ρωσία, το σινεμά. Βλέπω από μικρός πολλές ταινίες και σειρές. Οταν μεγαλώσω, το λέω χαριτολογώντας, θέλω να κάνω σινεμά. Ψάχνω κάτι να πωρώνομαι, να γουστάρω, να με παθιάζει. Τώρα, που το πρότζεκτ είναι μεγάλο, θέλω χρόνο για να καταλάβω πού θα πάω μετά.

Νομίζω ότι με αυτό που λέμε επιτυχία στην πραγματικότητα κερδίζεις χρόνο, το δικαίωμα να μην πρέπει να κάνεις καπάκι μια επόμενη δουλειά. Πέρυσι έκανα τον «Ασχημο», κάθε χρόνο μειώνω. Οταν ξεκίνησα έκανα τέσσερις δουλειές, δεν ήξερα αν θα μπορώ να ζήσω. Τώρα μπορώ να διεκδικήσω περισσότερα χρήματα με λιγότερες δουλειές, να ανεβάζω την ποιότητα αυτού που κάνω, γιατί όσο λιγότερα κάνεις, τόσο περισσότερο μπορείς να αφιερωθείς. Με τους «Παίκτες» έγινε ένα άνοιγμα, εμπορικό και καλλιτεχνικό ταυτόχρονα. Μετά ήρθαν προτάσεις, από τραγουδιστές μέχρι κάθε κατηγορίας ηθοποιό. Οταν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις ό,τι θες, η ερώτηση «τι θες;» είναι δύσκολη, υπάρχει ευθύνη».

Τι θέλετε;

«Αυτό που με απασχολεί είναι αν εγώ έχω κάποιον λόγο να το κάνω. Μου λένε γιατί δεν κάνω κάτι κλασικό ή αν θα πάω Επίδαυρο. Αμα δεν βρω κάτι να με πωρώσει, να μου αρέσει, μπορεί να μην το κάνω και ποτέ, δεν έγινε και τίποτα. Το αρχαίο κείμενο και η Επίδαυρος δεν έχουν ανάγκη ούτε εμένα ούτε κανέναν μας. Το βασικό είναι να κάνω λίγες και καλές δουλειές, να έχω χρόνο να τις προετοιμάσω. Αυτό προσπαθώ να είναι το πλάνο για το μέλλον».