Απολογισμός σύμφωνα με τα λεξικά είναι η έκθεση αποτελεσμάτων. Το αποτέλεσμα είναι η κατάληξη μιας ενέργειας ή μιας διαδικασίας, η κατάσταση που προκύπτει από αυτή. Αν πάρουμε ως υπόθεση εργασίας την παραγωγή της ελληνικής μουσικής το 2018, προτού φθάσουμε στον απολογισμό, πρέπει να έχουμε μια σειρά ενεργειών που θα μας οδηγήσουν σε αυτόν. Εχουμε όμως; Τα τελευταία χρόνια η ελληνική μουσική – δίσκοι, συναυλίες, μουσικές παραστάσεις κ.ο.κ. – ακολουθεί ένα ιδιότροπο χορευτικό μοτίβο. Εκεί που δεν γίνεται κανένα βήμα και λες «να λοιπόν η τελεία στην κάθοδο, άρα που θα πάει, θα έρθει και η άνοδος» να σου το ένα βήμα πίσω. Αυτή η κατάσταση επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Σαν το μαρτύριο του Σισύφου.
Το 2018 η ελληνική μουσική είχε γεύση επίπεδη. Δεν ήταν άγευστη αλλά δεν ήταν και εύγευστη. Της έλειπαν όχι μόνο τα μπαχαρικά αλλά και οι κατάλληλοι σεφ, οι στιχουργοί, οι συνθέτες, οι ερμηνευτές που θα παρουσίαζαν τις δημιουργίες τους με τέτοιον τρόπο ώστε το κοινό να έχει την περιέργεια να τις δοκιμάσει. Οι λαϊκοπόπ πρωταγωνιστές των μεγάλων νυχτερινών κέντρων εξαγνίζονται μέσα από τις «σοβαρές» τηλεοπτικές εκπομπές και αποθεώνονται από τους ακροατές στο ελληνικό airplay. Θα μπορούσε λοιπόν κάθε συζήτηση να σταματήσει εδώ. Να περιμένουμε δηλαδή πότε αυτό το μόρφωμα μουσικής θα καταλαγιάσει για να αφήσει χώρο να εμφανισθεί κάτι άλλο.
Το «κάτι άλλο» δεν είναι βέβαια εύκολο να εμφανισθεί, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να πετάξουμε στα σκουπίδια 365 ημέρες παραγωγής. Αν θέλουμε να δώσουμε το γενικό περίγραμμα θα δούμε ότι αυτό που παλαιότερα ονομάζαμε έντεχνο δεν περνά και τις καλύτερες στιγμές του. Οι μουσικές παραστάσεις, ναι μεν είναι αρκετές, αλλά σε περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων των καλλιτεχνών· μία μόνο ημέρα, Παρασκευή ή Σάββατο. Οι μουσικές σκηνές επιμένουν σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο: ανοιχτά κάθε ημέρα αλλά με διαφορετικούς καλλιτέχνες. Και σχεδόν κανένας καλλιτέχνης δεν αποφασίζει να ανέβει μόνος του στη σκηνή. Δυο – δυο, τρεις – τρεις ή και περισσότεροι σε πολυσυλλεκτικά προγράμματα που απευθύνονται σε ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό.
Δεληβοριάς, Ξαρχάκος, σάτιρα
Ο Φοίβος Δεληβοριάς και η παρέα του για δεύτερο συνεχές καλοκαίρι, στην Ταράτσα του, κατάφερε να παρουσιάσει ένα ιδιαίτερο βαριετέ, ένα αναψυκτήριο της εποχής μας όπου οι κόποι του δεν πέρασαν καθόλου απαρατήρητοι. Ο Σταύρος Ξαρχάκος είτε νωρίτερα μέσα στη χρονιά με την Αλκηστη Πρωτοψάλτη είτε τώρα με την Αλεξίου (στο Gazarte) παρουσιάζει μια σειρά άρτιων εμφανίσεων, τόσο σε επίπεδο μουσικής – ερμηνείας όσο και παραγωγής. Με αφορμή τα 90 χρόνια από τον θάνατο του Κώστα Καρυωτάκη παρουσιάστηκε στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό ο κύκλος τραγουδιών της Λένας Πλάτωνος πάνω στα ποιήματα του αυτόχειρα ποιητή με ερμηνεύτρια τη Σαβίνα Γιαννάτου. Ισως η πιο λιτή αλλά ουσιαστική συναυλία της χρονιάς.
Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν και οι εμφανίσεις του Τσολιά (Aπόστολος Μπαρμπαγιάννης), σε εμφανίσεις όπου ο ραδιοφωνικός παραγωγός έδωσε ένα άλλου είδους στίγμα. Σάτιρα και τραγούδι. ‘Η τραγούδι με σάτιρα. Διαφορετικό το ύφος του Σταμάτη Κραουνάκη και της ομάδας Σπείρα – Σπείρα, στις Γραμμές στον Βοτανικό. Στο τέλος του 2018 ο συνθέτης μάς επιφύλαξε ένα πάρτι, ένα διασκεδαστικό (μουσικά) πρόγραμμα με τραγούδια δικά του αλλά και άλλων κυρίως λαϊκών συνθετών. Στα συν της χρονιάς και η κοινή συνεργασία των Θανάση Παπακωνσταντίου και Σωκράτη Μάλαμα επί σκηνής που αποθεώθηκε (ιδιαίτερη μνεία αξίζει και το κοινό τους άλμπουμ «Με στόμα που γελά»).
Προβληματική δισκογραφία
Για να υπάρχουν όμως live πρέπει να υπάρχει και δισκογραφία, και η δισκογραφία είναι ιδιαιτέρως προβληματική. Την τελευταία 20ετία το ελληνικό κοινό έχει εκπαιδευτεί ώστε να θεωρεί τη μουσική δωρεάν πολιτιστικό προϊόν και ως επί το πλείστον αρνείται να πληρώσει έστω και κάποια λεπτά του ευρώ για να ακούσει ένα τραγούδι. Το βιβλίο του Δημήτρη Φεργάδη «Με αφορμή την Columbia – H βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα» (εκδόσεις ΚΨΜ) ουσιαστικά φωτογραφίζει τις αιτίες που φθάσαμε ως εδώ. Δίσκοι απρόσωποι και πρόχειροι, δίσκοι για κατανάλωση. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν άλμπουμ με σημασία. Η Χριστίνα Μαξούρη, στο άλμπουμ «Το άσπρο μαμά νοσταλγώ» ερμηνεύει με τον χαρακτηριστικό της τρόπο τους στίχους της Ελένης Φωτάκη (μουσική Αγγελος Τριανταφύλλου). Αξιοπρόσεκτη η παρουσία της Βιολέτας Ικαρη στο «Ελα και ράγισε τον κόσμο μου» σε ένα πολυσυλλεκτικό άλμπουμ που κλείνει το μάτι στην παράδοση με έναν φρέσκο τρόπο. Προσεγμένος και ο δίσκος «Η εποχή των σκουπιδιών» του Μανώλη Φάμελλου με σκοτεινούς στίχους και φωτεινή μουσική. Οσο για το βιβλίο-CD «Αν η αγάπη ήταν δρόμος» του Γιώργη Χριστοδούλου, είναι ένα άλμπουμ με 100% φυσικό ήχο, ακουστική και κλασική κιθάρα, κοντραμπάσο, φυσικό πιάνο, ακορντεόν, τύμπανα, βιολοντσέλο. Μεσογειακό ύφος με άρωμα μπουζουκιού από τον Βαγγέλη Κορακάκη.