Στην καρδιά της Κεντρικής Ανατολίας, ανάμεσα σε επιβλητικά βουνά και καταπράσινες κοιλάδες, εκτείνεται ένα μονοπάτι όχι συνηθισμένο. Ενα μονοπάτι όπου ο επισκέπτης δεν θα θαυμάσει μόνο το μεγαλείο της φύσης, αλλά θα κάνει ένα ταξίδι στην Ιστορία. Ενα μονοπάτι που αναδεικνύει έναν από τους πιο εντυπωσιακούς πολιτισμούς της αρχαιότητας, εκείνον των Χετταίων ή Χιττίτων. Ενός λαού που άνθησε κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. και που άφησε πίσω του μια πλούσια κληρονομιά που μαρτυρεί την ισχύ και τη σοφία του. Με κάθε βήμα στο «Μονοπάτι των Χετταίων», οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να εξερευνήσουν την αρχαία πρωτεύουσα της Χατούσας, να θαυμάσουν τα ανάγλυφα του Γιαζιλίκαγια και να ανακαλύψουν τα μυστικά του Αλατσάχογιουκ.
Ο πολιτισμός των Χετταίων
Eνα σημαντικό μέρος της πολιτιστικής γοητείας της Τουρκίας έγκειται στα ίχνη των πολυάριθμων πολιτισμών που κυβέρνησαν τη χερσόνησο της Ανατολίας στο πέρασμα των ετών. Ψηφίδα αυτού του ξεχωριστού πολιτιστικού μωσαϊκού ήταν οι ισχυροί και επιδραστικοί Χετταίοι, η πρώτη αυτοκρατορία της Ανατολίας (σημερινή Τουρκία, Αρμενία, Συρία, Ιράν, Κουρδιστάν). Με μια κληρονομιά που περιλαμβάνει την πρώτη γνωστή συνθήκη ειρήνης και το πρώτο γνωστό ερωτικό ποίημα, οι Χετταίοι θεωρούνται ένας από τους σημαντικούς πυλώνες της παγκόσμιας ιστορίας. Η τρομερή αυτοκρατορία των Χετταίων εκτεινόταν σε ολόκληρη τη σημερινή Ανατολία και τα πιο αξιόλογα ερείπια του πολιτισμού τους βρίσκονται στα όρια του Τσορούμ, μιας επαρχίας στην περιοχή της Κεντρικής Ανατολίας της Τουρκίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της 450χρονης βασιλείας της αυτή η πανίσχυρη αυτοκρατορία συνέβαλε πολλά στην ιστορία και τον πολιτισμό της ανθρωπότητας.
Οι προ-Χετταίοι δεν ήταν ούτε ινδοευρωπαϊκός ούτε σημιτικός λαός, αλλά μιλούσαν μια γλώσσα η οποία ονομάστηκε χαττική. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία. Αναμείχθηκαν με τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, από τους οποίους υιοθέτησαν μεταξύ άλλων πολλά έθιμα, λατρείες θεών, μύθους και τεχνοτροπίες, κ.τ.λ. Οι νεότεροι έποικοι αποτελούσαν την άρχουσα τάξη γύρω από το περιβάλλον του βασιλιά. Για να γράψουν τη γλώσσα τους χρησιμοποίησαν αρχικά τη σφηνοειδή γραφή (που χρησιμοποιούνταν στην Εγγύς Ανατολή για την ακκαδική, τη γλώσσα με τη μεγαλύτερη διάδοση και επιρροή εκείνη την εποχή), δημιούργησαν όμως και δική τους γραφή, η οποία χρησιμοποιήθηκε και από τους υποτελείς λαούς της Μικράς Ασίας για την καταγραφή των δικών τους γλωσσών. Με την πάροδο των ετών η χαττική γλώσσα των προ-Χετταίων χρησιμοποιούνταν μόνο στις θρησκευτικές τελετές, ενώ η χεττιτική γλώσσα υπερίσχυσε ως η καθομιλουμένη στους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας.
Οι Χετταίοι ίδρυσαν αυτοκρατορία και πολιτισμό στην Κεντρική Μικρά Ασία περί το 1500 π.Χ. Στους επόμενους δύο αιώνες φαίνεται πως κυβερνούσαν και μέρος της σημερινής Συρίας. Η Αυτοκρατορία των Χετταίων είναι πιθανό ότι καταστράφηκε από βόρειους επιδρομείς, τους Κάσκα, ή τους «Λαούς της θάλασσας», περί το 1200 π.Χ. Μετά την καταστροφή της αυτοκρατορίας τους στη Μικρά Ασία ένα μέρος του λαού μετανάστευσε στη Βόρεια Συρία, όπου και κυριάρχησαν σε πολλές πόλεις, μεταξύ των οποίων ήταν το Καρχεμίς στην Κιλικία. Οι λαοί αυτοί, καλούμενοι πλέον «Νεοχετταίοι» ή «Συροχετταίοι», είναι εκείνοι που αναφέρονται στην περίοδο των «Βασιλέων» του «Ισραήλ», σε θρησκευτικά ισραηλιτικά κείμενα.
Η ανακάλυψη και η ταυτοποίηση
Μέχρι τον 19ο αιώνα οι Χετταίοι ήταν άγνωστοι, πέρα από κάποιες αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη. Τα ερείπια του πολιτισμού τους θεωρούνταν αιγυπτιακής προέλευσης. Μάλιστα, ο Ηρόδοτος, ο μόνος που αναφέρει κάτι στα κείμενά του, υποθέτει ότι το ανάγλυφο της Κάραμπελ απεικονίζει τον αιγύπτιο φαραώ Σέσοστρι. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η απεικόνιση αυτή παριστάνει τον Ταρκασνάβα, βασιλιά του κράτους Μίρα στο βασίλειο των Χετταίων. Η πιο παλιά αρχαιολογική αναφορά για αυτόν τον τόσο σπουδαίο λαό εντοπίζεται στην ασσυριακή εμπορική αποικία Κανές, όπου αναφέρεται η εμπορική σχέση των Ασσυρίων με τη Χατούσα, πρωτεύουσα των Χετταίων. Μερικά όμως από τα ονόματα που αναφέρονταν ίσως δεν ήταν ούτε ανατολικής ούτε ασσυριακής προέλευσης.
Το 1884 ο Γουίλιαμ Ράιτ ανακαλύπτει μια επιγραφή στο Μπογάζκαλε της σημερινής Τουρκίας, με ιερογλυφικά που μοιάζουν με εκείνα που βρέθηκαν στις πόλεις Χαλέπι και Χαμάθ στη Βόρεια Συρία. Τρία χρόνια αργότερα, το 1887, βρέθηκαν αρχεία στο Τελ ελ Αμάρνα που περιείχαν τη διπλωματική αλληλογραφία του φαραώ Αμενχοτέπ Γ’ και του γιου του, Ακενατόν. Δύο από τις επιστολές αυτές προέρχονταν από το «Βασίλειο Χέτα» που βρισκόταν στη Χατούσα και ήταν γραμμένα με την ακκαδική σφηνοειδή γραφή, αλλά σε γλώσσα άγνωστη, με τους αρχαιολόγους να μπορούν να διαβάσουν τα γράμματα αλλά να μην κατανοούν τις λέξεις. Ο Αρτσιμπαλντ Σέις, αρχαιολόγος και ασσυριολόγος της Οξφόρδης, πρότεινε τότε να ταυτίσουν τον αρχαίο πολιτισμό στη Χατούσα με τη φυλή των Χετταίων που ανέφερε η Παλαιά Διαθήκη. Η πρότασή του αυτή έγινε αποδεκτή στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ανασκαφές που άρχισαν το 1905 έφεραν στο φως ένα βασιλικό αρχείο με περίπου 10.000 πινακίδες με σφηνοειδή γραφή της ίδιας άγνωστης γλώσσας. Η άγνωστη γλώσσα τελικά αποκρυπτογραφήθηκε από τον τσέχο γλωσσολόγο Μπέντριχ Χρόζνι (1879-1952), ο οποίος παρουσίασε τα αποτελέσματα της εργασίας του το 1915.
Μονοπάτι γεμάτο θησαυρούς
Με μήκος 385 χιλιομέτρων, το «Μονοπάτι των Χετταίων» περιλαμβάνει 17 μονοπάτια πεζοπορίας που απέχουν μεταξύ τους περίπου 236 χιλιόμετρα και έξι εναλλακτικές διαδρομές, όπως διαδρομές ορεινής ποδηλασίας. Τα σημαντικότερα σημεία της διαδρομής είναι η Χατούσα, η πρωτεύουσα των Χετταίων, το Αλατσάχογιουκ, η μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, και η Σαπίνουβα, το πρώτο στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της Ανατολίας.
Το σημείο εκκίνησης της εξερεύνησης αυτής στον σπουδαίο πολιτισμό των Χετταίων βρίσκεται στο Αλατσάχογιουκ. Το κέντρο πολιτισμού των Χετταίων την περίοδο της ακμής τους κατά την εποχή του Χαλκού. Το Αλατσάχογιουκ ανακαλύφθηκε το 1835 μ.Χ. από τον άγγλο αρχαιολόγο Γ. Τζ. Χάμιλτον. Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν το 1861 από τον γάλλο αρχαιολόγο Ζορζ Περό, αλλά εκτενέστερες εργασίες ξεκίνησαν από την Τουρκική Ιστορική Ενωση το 1935 και συνεχίστηκαν μέχρι το 1948. Από το 1997, οι ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν από το Πανεπιστήμιο της Αγκυρας.
Οι θησαυροί της χρονολογούνται από την περίοδο των Χετταίων και θεωρείται ότι παρήγαγαν τις απαρχές του πολιτισμού τους. Ο οικισμός αυτός είναι αξιοσημείωτος για τα εκτεταμένα αμυντικά συστήματα και τις επιβλητικές πύλες του, οι οποίες κατασκευάστηκαν για να αποτρέψουν τους εισβολείς. Η Πύλη της Σφίγγας είναι μία από τις δύο κύριες πύλες εισόδου της πόλης, η οποία διαθέτει πύργους, πέτρινους όγκους και γλυπτά στον εξωτερικό τοίχο. Στην πραγματικότητα, η Πύλη της Σφίγγας σηματοδοτεί την είσοδο ενός ναού. Επίσης, το παλάτι του ναού, το οποίο στεγάζει αξιόλογους αποθηκευτικούς θαλάμους, και οι βασιλικοί τάφοι, φημισμένοι για τα νεκρικά τους δώρα, είναι από τα σημαντικότερα ευρήματα του οικισμού του Αλατσάχογιουκ.
Τα ευρήματα που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών φιλοξενούνται στο μουσείο του Αλατσάχογιουκ και χρονολογούνται από τη Χαλκολιθική, την Παλαιά Χαλκοκρατία, τη Χετταϊκή και τη Φρυγική περίοδο. Μετά την ολοκλήρωση του μονοπατιού αξίζει να επισκεφθείτε και το Μουσείο Πολιτισμών της Ανατολίας στην Αγκυρα, διότι εκεί φιλοξενούνται μερικά από τα σημαντικότερα ευρήματα της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων των πρωτότυπων διακοσμήσεων της πύλης της Σφίγγας και των χάλκινων ηλιακών πορειών – που θεωρούνται εμβληματικά του πολιτισμού και της τέχνης των Χετταίων –, καθώς και ένα χάλκινο άγαλμα ελαφιού με ασημένια ένθετη επένδυση – ένα ταφικό δώρο που ανακαλύφθηκε στους βασιλικούς τάφους – και ένα χάλκινο αγαλματίδιο ταύρου με ασημένια ένθετη επένδυση από την περίοδο Χάτι.
Η «Πόλη των χιλίων θεών»
Επόμενος σταθμός της διαδρομής είναι η Χατούσα, στην περιοχή Μπογάζκαλε, ή αλλιώς στην «Πόλη των χιλίων θεών» όπως αναφέρεται σε πολλές από τις 30.000 πήλινες πινακίδες που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή. Για περισσότερα από 450 χρόνια ήταν η πρωτεύουσα του πολιτισμού των Χετταίων και η ανακάλυψή της από τα πιο σημαντικά αρχαιολογικά επιτεύγματα του περασμένου αιώνα. Ο αρχαιολογικός χώρος ήρθε στο φως το 1834 από τον Σαρλ Τεξιέ, αλλά οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1893-1894 υπό την καθοδήγηση του Ερνστ Σαντρ που δημοσίευσε τις πρώτες σφηνοειδείς επιγραφές από τη Χατούσα. Από το 1907 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο έχει αναλάβει τις αρχαιολογικές εργασίες. Η Χατούσα έχει ανακηρυχθεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO. Ενα μεγεθυσμένο αντίγραφο μιας πήλινης πινακίδας με σφηνοειδή γραφή που βρέθηκε στην πόλη είναι αναρτημένο στο κτίριο των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Η πήλινη αυτή πινακίδα είναι αποδεικτικό της συνθήκης ειρήνης που υπογράφηκε μεταξύ της Αυτοκρατορίας των Χετταίων και της Αιγύπτου το 1258 π.Χ. μετά τη διάσημη Μάχη του Καντές. Η συνθήκη ειρήνης του Καντές θεωρείται η πρώτη ειρηνευτική συνθήκη στον κόσμο, της οποίας το κείμενο επέζησε. Οι πινακίδες αυτές φιλοξενούνται σήμερα στα Αρχαιολογικά Μουσεία της Κωνσταντινούπολης – Μουσείο Αρχαίας Ανατολικής Τέχνης.
Η Χατούσα, η οποία από μακριά μοιάζει με ένα τεράστιο πέτρινο παζλ μέσα στο πράσινο, είναι αναμφίβολα ένα αξιόλογο υπαίθριο μουσείο που παρουσιάζει τα ερείπια ναών, μνημειακών πυλών, βασιλικών κτιρίων και τειχών της πόλης. Eνα από τα σημαντικότερα οικοδομήματά του είναι ο Μεγάλος Ναός, αφιερωμένος στον Θεό της Καταιγίδας Teshub και στη Θεά του Ηλιου Arinna. Μεγαλοπρεπείς μνημειακές πύλες, όπως η Πύλη της Σφίγγας και η Πύλη του Βασιλιά, που παρέχουν εισόδους στην πόλη, αποτελούν επίσης εμβληματικά αντικείμενα ανάμεσα στα ερείπια.
Κοντά στον κορυφαίο αρχαιολογικό χώρο της Χατούσα βρίσκεται η Πύλη των Λεόντων, η οποία αποκαλύπτει την προηγμένη ποιότητα της πέτρας του πολιτισμού των Χετταίων. Ενα άλλο αξιοσημείωτο κτίσμα σε κοντινή απόσταση (1,5 χιλιόμετρα) είναι ο υπαίθριος ιερός χώρος Γιαζιλίκαγια. Είναι το μεγαλύτερο γνωστό μνημείο των Χετταίων. Το ιερό αποτελούνταν από ένα κτίριο που μοιάζει με ναό και από δύο υπαίθριους θαλάμους σκαμμένους στον βράχο. Μάλιστα το όνομα Γιαζιλίκαγια σημαίνει «γραμμένος βράχος». Το ιερό Γιαζιλίκαγια χρησίμευε ως τόπος εορτασμού του Νέου Ετους κάθε άνοιξη. Αυτές οι τελετές πραγματοποιούνταν στην ύπαιθρο μπροστά από το Χεττιτικό Πάνθεον. Τα τοιχώματα κάθε θαλάμου ήταν καλυμμένα με τα πλουσιότερα και πιο όμορφα δείγματα αναγλύφων των Χετταίων. Παρουσιάζουν θεούς και θεές και απεικονίσεις του Μεγάλου Βασιλιά Τουδαλίγια Δ’ (περ. 1237-1209 π.Χ.). Συνολικά υπάρχουν 83 εικόνες, 66 στον Θάλαμο Α και 17 στον Θάλαμο Β. Πολλά από τα ευρήματα της Χατούσας εκτίθενται στο Μουσείο Ανατολικών Πολιτισμών της Aγκυρας και στο Μουσείο Μπογκάζκοϊ.
Τα ευρήματα στη Σαπινούβα
Ο τελευταίος σταθμός στο μονοπάτι των Χετταίων είναι η Σαπινούβα. Η πόλη που βρίσκεται στη σημερινή περιοχή Ορτάκιοϊ, 53 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Τσορούμ. Ηταν ένα σημαντικό στρατιωτικό και θρησκευτικό κέντρο λόγω της πολιτικής και γεωγραφικής της θέσης. Η Σαπινούβα δεν είχε εντοπιστεί μέχρι το 1989, όταν ένας αγρότης βρήκε πήλινες πλάκες ενώ όργωνε το χωράφι του. Οι ανασκαφές στον χώρο ξεκίνησαν το 1990, για λογαριασμό του Πανεπιστημίου της Aγκυρας. Στον χώρο ανακαλύφθηκαν περίπου 4.000 πινακίδες και θραύσματα πινακίδων σφηνοειδούς γραφής που χρονολογούνται από τις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ. Οι πινακίδες, βασικά έγγραφα σχετικά με τον πολιτισμό των Χετταίων, αποτελούν σήμερα μέρος της συλλογής του Αρχαιολογικού Μουσείου του Τσορούμ.
Στην πόλη, η οποία υπήρξε κατοικία πολλών χετταίων βασιλιάδων και για κάποιο χρονικό διάστημα αποτέλεσε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, εντοπίστηκαν θεμελιώσεις πολλών κτιρίων, μια μνημειακή κατασκευή με κυκλώπεια τείχη. Επίσης στον χώρο εντοπίστηκε το «Κτίριο Α», ένα τριώροφο κτίριο που χρησιμοποιούνταν για διοικητικούς, θρησκευτικούς και εμπορικούς σκοπούς. Οι άλλες κατασκευές που ανακαλύφθηκαν περιλαμβάνουν μια αποθήκη για μεγάλα αγγεία, όπου αποθηκεύονταν σιτηρά, κρασί και ελαιόλαδο. Ανακαλύφθηκε ένας δρόμος με εργαστήρια από τη μία πλευρά. Μερικά από τα ευρήματα της Σαπινούβα εκτίθενται επίσης στο Μουσείο του Τσορούμ.
Ενώ περπατάτε στον δρόμο των Χετταίων, θα πρέπει να επισκεφθείτε την κοιλάδα του ρέματος Αλατζά και το φαράγγι Ικνεσού κοντά στη Σαπινούβα. Ξεκινώντας από τον βραχώδη τάφο Γκερντέκ κοντά στο χωριό Γκεβέν, η κοιλάδα εκτείνεται μέχρι το χωριό Τζεμίλμπεϊ. Το ράφτινγκ είναι μια άλλη δημοφιλής δραστηριότητα στο φαράγγι. Οπως αντιλαμβάνεστε, το μονοπάτι αυτό δεν είναι λοιπόν απλώς μια τουριστική διαδρομή, αλλά ένας διάλογος με το παρελθόν, όπου κάθε λιθαράκι του αφηγείται τις ιστορίες μιας πολιτιστικής κληρονομιάς που εξακολουθεί να μας ανοίγει μονοπάτια προς το παρελθόν της ανθρωπότητας.