Παρακάτω εστιάζουμε σε τρία αμερικανικά έργα που παίζονται αυτή την περίοδο σε αθηναϊκά θέατρα: σε ένα κομψοτέχνημα του ρεπερτορίου στον εικοστό αιώνα, σε μια σύγχρονη, συναρπαστική, αλλόκοτη ιστορία και στη διασκευή ενός θρυλικού πεζογραφήματος που μετά τον κινηματογράφο βρήκε και τον δρόμο του για τη σκηνή.

«Γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Αντόνιο Λατέλα, στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν. Στη σκηνή της Φρυνίχου, στο βάθος, ένα τεράστιο πορτρέτο του αμερικανού δραματουργού παραπέμπει ευθέως στην αυτοβιογραφική φόδρα αυτού του αριστοτεχνικού έργου (1944), στο οποίο ο Τενεσί Ουίλιαμς μεταπλάθει δικά του βιώματα σε μια αυτόνομη και οικουμενική μυθοπλασία ποιητικού ρεαλισμού. Ενα μεγάλο και λεπτό κομμάτι από διάφανο γυαλί είναι τοποθετημένο, θαρρείς, πάνω σε τροχήλατο καβαλέτο που μετακινείται από τους ερμηνευτές στη διάρκεια της παράστασης, εκπληρώνοντας με απλότητα συμβολικές και αφαιρετικές λειτουργίες.

Τα φώτα αρκετά έντονα, σαν να στοχεύουν στην επιθετική απογύμνωση των χαρακτήρων. Στο επίκεντρο κάτι συνηθισμένο, κάτι γνώριμο, οι εύθραυστες ισορροπίες μιας δυστυχισμένης οικογένειας, από τις παρυφές της μέχρι το μεδούλι μιας κοινής, εν τέλει, απόγνωσης. Ο πατέρας διαπεραστικά απών. Η Αμάντα, η ξεπεσμένη και κυριαρχική μητέρα, γαντζωμένη στις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος και στις επιτακτικές ανάγκες του παρόντος.

Η Λόρα, η εσωστρεφής κόρη με την αναπηρία στο ένα της πόδι, αναζητεί παρηγοριά δίπλα στα μικρά γυάλινα ζωάκια της (τα οποία δεν βλέπουμε, εν προκειμένω, όπως και άλλες λεπτομέρειες, γεγονός όμως που δεν μας προβληματίζει καθόλου, δεδομένης της απέριττης προσέγγισης του σκηνοθέτη). Και ασφαλώς, ο γιος. Ο Τομ, το alter ego του συγγραφέα δηλαδή, αυτή η νευραλγική υπαρξιακή βαλβίδα που έχει ήδη φύγει, το ξέρουμε, καθώς το έργο συντελείται μες στην ανάμνησή του. Ο γοητευτικός Τζιμ, ο τέταρτος χαρακτήρας, είναι ο απαραίτητος εξωτερικός καταλύτης που έρχεται, ραγίζει και αποκαλύπτει τον στρόβιλο της καταπίεσης.

Ο Ιταλός Αντόνιο Λατέλα, καταξιωμένος στην υπόλοιπη Ευρώπη, με καθαρή και αφτιασίδωτη ματιά, με απόλυτη εμπιστοσύνη στον συνεκτικό θίασο των ελλήνων ηθοποιών, βλέπει στην οικογένεια του «Γυάλινου κόσμου» τη δομή μιας πυκνής κι ωστόσο τρίζουσας μαφίας, αθέλητης και ηθελημένης, που καταπνίγει την επιθυμία (την επιθυμία εν γένει, όχι μόνο τη σεξουαλικότητα). Η Μαρία Καλλιμάνη αποδίδει πειστικά (ενίοτε ηλεκτρισμένα) τις ψυχολογικές διακυμάνσεις της Αμάντας. Ο Βαγγέλης Αμπατζής ενσαρκώνει έναν εξαίρετο Τομ, δείχνει το εσώτερο εκκρεμές του. Η Λήδα Κουτσοδασκάλου (Λόρα) και ο Νίκος Μήλιας (Τζιμ), η σαρωμένη αθωότητα και ο ανυποψίαστος επισκέπτης που όλοι ορέγονται αντιστοίχως, συμπληρώνουν μια αυθεντική εργασία συνόλου.

«John» της Ανι Μπέικερ, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Πανάδη, στο θέατρο Δίπυλον. Οχι, δεν πρόκειται να βρείτε ποιος είναι ο «Τζον» σε τούτο το ποικιλοτρόπως ιδιαίτερο έργο (2015). Για να το μάθετε πρέπει να περιμένετε το τέλος. Ενα ζευγάρι τριαντάρηδων καταφτάνει στο Γκέτισμπεργκ της Πενσιλβάνια (τόπος ιστορικά φορτισμένος, εκεί σημειώθηκε η πλέον αιματηρή μάχη του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου). Ο Ελάιας (εβραϊκής καταγωγής, εμμονικός με το παρελθόν) και η αδιάθετη Τζέννυ, που προσφάτως κόντεψαν να χωρίσουν, καταλύουν σε ένα παλιομοδίτικο και παράξενο πανδοχείο, γεμάτο «ζωντανά» μικροαντικείμενα (ανάμεσά τους μια κούκλα αρκούντως σημαδιακή). Οι νέοι συναναστρέφονται δύο πολύ πιο ώριμες κυρίες, την ιδιοκτήτρια Κίττυ και την κολλητή της, την τυφλή Ζενεβιέβ.

Αναπτύσσεται έντεχνα εδώ η αντίστιξη μιας νευρωτικής ερωτικής σχέσης σε τελεσίδικη κρίση με τη δοκιμασμένη φιλία που έχει μετεξελιχθεί σε δεσμό κατανόησης και συμπόνιας. Η βάση του έργου ριζώνει στην πραγματικότητα, είναι ρεαλιστική, όμως η φόρμα του οξυδερκέστατα «πειραγμένη» (ακόμα και στη διαχείριση του χρόνου, στοχαστική επιπλέον ως προς την ίδια τη θεατρική συνθήκη), ενώ η ατμόσφαιρά του (δεν είναι τυχαία η αναφορά στον γοτθικό Χ. Φ. Λάβκραφτ) αγγίζει τον τρόμο που ενυπάρχει και ελλοχεύει στο καθημερινό, στο τετριμμένο, στο κωμικό και (αλίμονο) στο λογικό.

Η Ανι Μπέικερ (βραβευμένη με Πούλιτζερ, από τις πλέον συναρπαστικές φωνές της σύγχρονης αμερικανικής δραματουργίας) δεν ενορχηστρώνει τόσο μια «επικοινωνία» μεταξύ των χαρακτήρων όσο ένα παιχνίδι από συγκρουόμενα παραμιλητά, τα παραμιλητά των τραυμάτων και των απωλειών. Οι άνθρωποι ζουν στον κόσμο και παράλληλα ο καθένας ζει στον κόσμο του. Πόσο όμορφα (ελλειπτικά πλην αποτελεσματικά) το εξεικονίζει αυτό η Μπέικερ, με δωρική αισθαντικότητα και λεπτό χιούμορ.

Προσηλωμένη, σταθερή, ενδιαφέρουσα η σκηνοθεσία του Μιχάλη Πανάδη (αν και ίσως δεν αποκρύπτει ικανοποιητικά τον θαυμασμό του προς τη συγγραφέα). Υπέροχη η αλλόκοτη ισορροπία που επιτυγχάνει η Κόρα Καρβούνη με την Κίττυ. Ιλιγγιώδης η απρόβλεπτη Γιούλη Τσαγκαράκη στον ρόλο της Ζενεβιέβ, πλάθει ένα σύμπαν μέσα στο σύμπαν της παράστασης. Στέρεη ερμηνεία από τον Χρήστο Κοντογεώργη. Παραπάνω εξωστρέφεια από την Καλλιόπη Παναγιωτίδου. Μέσα στο λοξό κλίμα, ταιριαστά, η Ζωή Μολυβδά Φαμέλη (σκηνικά, φωτισμοί) και η Αλέγια Παπαγεωργίου (κοστούμια).

«Brokeback Mountain» του Ασλεϊ Ρόμπινσον, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου, στο θέατρο Κνωσός. To διήγημα (1997) της σπουδαίας πεζογράφου Ανι Πρου αποτυπώνει τον παράφορο έρωτα δύο νεαρών καουμπόηδων, του Τζακ Τουίστ και του Ενις ντελ Μαρ. Η σχέση τους (απαγορευμένη, σκανδαλώδης για τα ήθη της λεγόμενης «βαθιάς» Αμερικής) απλώνεται σε μια εικοσαετία. Η ιστορία τους, επίπονη, συγκινητική, σφραγίζεται μες στην ντουλάπα ενός παιδικού δωματίου, όπου κρέμονται, το ένα μέσα στο άλλο, δύο αντρικά πουκάμισα. Το κείμενο της Πρου έγινε ευρύτερα γνωστό το 2005, όταν μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Ανγκ Λι.

Κατόπιν, σχετικά πρόσφατα, ο Ασλεϊ Ρόμπινσον το διασκεύασε (με εμπνευσμένο μέτρο) για το θέατρο (2023). Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Ρήγος είναι (αναπόφευκτα ίσως) προσαρμοσμένη στην κινηματογραφική μυθολογία του «Brokeback Mountain», χρησιμοποιεί ένα δεδομένο απόθεμα όψης και αισθητικής (με μεγάλες οθόνες προβολής, σε μια προσεγμένη παραγωγή με αρκετή ζωντανή μουσική). Ορισμένες πλευρές της κινησιολογίας (και της όποιας καθοδήγησης των ερμηνευτών) δεν θα μπορούσαν να ανήκουν, προφανώς, στο ρεπερτόριο δύο γελαδάρηδων, αλλά πρόκειται για πταίσματα που δεν αλλάζουν τη συνολική εικόνα. Εν πάση περιπτώσει, υπάρχει ένα στυλιζάρισμα που ναι μεν δεν εξαντλεί την πολυεπίπεδη τραχύτητα αυτής της ιστορίας, πλην όμως δεν την προδίδει κιόλας (έχει σεβασμό και αυτοσυγκράτηση ο Ρήγος). Το στυλιζάρισμα ανταποκρίνεται μάλλον και στον ορίζοντα πολλών επίδοξων, σημερινών θεατών (που περιμένουν ίσως κάποιο mainstream ομοφυλοφιλικό δράμα με σπιρούνια και το προβλεπόμενο γυμνό). Μην παρεξηγηθούμε ωστόσο, μιλάμε για μια δουλειά αξιοπρόσεκτη. Είναι αρκετές οι στιγμές που ο πόθος, η απελπισία και η τρυφερότητα βρίσκουν τη θερμοκρασία τους.

Πυρήνας του εγχειρήματος είναι οι πρωταγωνιστές, ο Δημήτρης Καπουράνης και ο Μιχαήλ Ταμπακάκης. Ο πρώτος, ηθοποιός απαραγνώριστων δυνατοτήτων και εκρηκτικής ενίοτε εμβέλειας, εισχωρεί στη ρομαντική αστοχασιά και παρορμητικότητα του Τζακ Τουίστ (ασχέτως αν η επαγγελματική του άνεση επιδεικνύεται παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται). Ο δεύτερος, υποδυόμενος τον λιγομίλητο και ερμητικό Ενις ντελ Μαρ, ξεφεύγει ευτυχώς γρήγορα από το υπόδειγμα του εκλιπόντος Χιθ Λέτζερ, διαμορφώνοντας την αναστάτωση και τον φόβο ενός δικού του υπαρξιακού τραυλίσματος και προσφέρει, αναμφίβολα, την καλύτερη μέχρι τώρα εμφάνισή του στη σκηνή.