«Δεν θα σιωπήσουμε, είμαστε η κακή σας συνείδηση, το Λευκό Ρόδο δεν θα σας αφήσει σε ησυχία». Με αυτές τις φράσεις κλείνει η τέταρτη προκήρυξη της αντιχιτλερικής φοιτητικής ομάδας Το Λευκό Ρόδο (Die Weisse Rose) που οργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Η εν λόγω προκήρυξη στάθηκε μοιραία για τη σύλληψη των πρωτεργατών της ομάδας, του νεαρού Χανς Σολ και της μικρότερης αδελφής του Σόφι. Υστερα από πολύωρη ανάκριση από την Γκεστάπο, τα αδέλφια οδηγήθηκαν στην γκιλοτίνα στις 22 Φεβρουαρίου 1943.
Aυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο της όπερας του Γερμανού Ούντο Τσίμερμαν «Λευκό Ρόδο» που παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρεμιέρα από την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής σε μουσική διεύθυνση Νίκου Βασιλείου και σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση. Η πρώτη εκδοχή του έργου γράφτηκε στα 1967 και ήταν περισσότερο στηριγμένη στα ιστορικά γεγονότα. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1986, ο συνθέτης παρουσίασε τη δεύτερη εκδοχή της – η οποία έχει πλέον επικρατήσει, και αυτή παρουσιάζεται εν προκειμένω -, όπου η ιστορική αναπαράσταση δίνει τη θέση της σε μια σπαρακτική, βαθιά προσωπική εξερεύνηση της ηθικής, του θανάτου και της πολιτικής ευθύνης.
Πανέμορφο και συμπυκνωμένο
Το έργο προτάθηκε στον Θέμελη Γλυνάτση από τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής Αλέξανδρο Ευκλείδη. «Συζητούσαμε από καιρό για κάποια συνεργασία. Οταν μου πρότεινε το «Λευκό Ρόδο», δεν το ήξερα το έργο. Το άκουσα όμως και πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Είναι πανέμορφο και συμπυκνωμένο. Μέσα σε διάστημα μιας ώρας, περίπου, περνά από ένα μεγάλο φάσμα καταστάσεων, σκέψεων, αρμονικής γλώσσας, κι αυτό είναι εντυπωσιακό» λέει ο σκηνοθέτης.
Επισημαίνει ιδιαίτερα την έμφαση που δίνει ο συνθέτης στο έργο του στο θρησκευτικό κομμάτι. «Το «Λευκό Ρόδο» δεν είχε τα κοινά χαρακτηριστικά των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων. Δεν ήταν, ας πούμε, μια αριστερή οργάνωση. Τα μέλη του ήταν βαθιά θρησκευόμενα άτομα. Ο συνθέτης λοιπόν έχει αξιοποιήσει αυτό το στοιχείο και στο κείμενο και στη μουσική. Από ένα σημείο και μετά η λέξη Θεός επανέρχεται αρκετά συχνά. Υπάρχει μάλιστα μια καταπληκτική σκηνή προσευχής, όπου τα δύο νεαρά αδέλφια παραδέχονται ότι δειλιάζουν μπροστά στον θάνατο και ζητούν από τον Θεό να τα πάρει κοντά Του».
Το θρησκευτικό στοιχείο έχει απασχολήσει έντονα τον Θέμελη Γλυνάτση και στη σκηνοθεσία της παράστασης. Παραδέχεται μάλιστα ότι τον δυσκόλεψε. Εχει όμως να κάνει με το πιο συγκινητικό κομμάτι του έργου, το οποίο είναι χωρισμένο σε 16 σκηνές, επί της ουσίας ισάριθμα οράματα, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη.
Πώς άρχισε άραγε να δουλεύει το «Λευκό Ρόδο»; Ποιο στάθηκε το σημείο εκκίνησης; «Ξεκίνησα να κάνω δοκιμές στο χαρτί, επιχειρώντας διάφορες παραλλαγές» εξηγεί. «Γενικά, χρειάζομαι τον χώρο για να φανταστώ την ιστορία. Θέλω να καταλάβω το πού βρίσκονται οι χαρακτήρες. Τη σχέση τους με τον χώρο αλλά και με τον χρόνο. Ιστορικά το λιμπρέτο μάς λέει ότι τα αδέλφια βρίσκονται μία ώρα πριν από την εκτέλεση, οπότε λογικά τα βλέπουμε στο κελί. Ωστόσο στον πυρήνα της παράστασης βρίσκεται η μοναξιά των δύο χαρακτήρων που δεν αφήνει το κοινό να αποφασίσει εάν όντως συνυπάρχουν στον ίδιο αχανή χώρο ή επικοινωνούν με έναν άλλον, πιο μυστηριακό τρόπο. Επομένως ο χώρος δράσης έπρεπε να είναι πιο ευέλικτος. Μια φυλακή και ταυτόχρονα τοπίο οράματος και φαντασίας. Καταλήξαμε σε ένα σκηνικό που μπορεί να μεταμορφώνεται ώστε να δίνει την αίσθηση του εγκλεισμού και ταυτόχρονα του απείρου. Ενας χώρος που δεν είναι μονοσήμαντος. Από αυτή την αφετηρία λοιπόν άρχισα να δουλεύω το έργο. Εκτός από το θρησκευτικό στοιχείο με απασχόλησε και η έντονη τρυφερότητα που αποπνέουν οι δύο νεαροί ήρωες τόσο μεταξύ τους όσο και γενικότερα, ο καθένας ως άτομο. Πέρα από την περιρρέουσα φρικαλεότητα μέσα σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο, αναδύεται μια τρομακτική τρυφερότητα και ομορφιά» συνεχίζει ο σκηνοθέτης, εξαίροντας παράλληλα τους συνεργάτες του, τους υπόλοιπους συντελεστές της παραγωγής.
Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 υπήρξαν τρεις κινηματογραφικές μεταφορές της ιστορίας των αδελφών Σολ, ενώ μία ακόμα παραγωγή – υποψήφια για Οσκαρ στην κατηγορία της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας – με τίτλο «Σόφι Σολ – Οι τελευταίες μέρες» («Sophie Scholl – Die letzten Tage») είδαμε το 2005. Ο Θέμελης Γλυνάτσης τις έχει δει αλλά δηλώνει πως δεν τον επηρέασαν αισθητικά. Τον δίδαξαν όμως. «Υπήρξαν μέρος της έρευνάς μου για το έργο. Διάβασα πολλά πράγματα για την ιστορία αυτή. Υπάρχουν, ευτυχώς, αρκετές πληροφορίες διαθέσιμες».
Αγάπη για τη μουσική
Ο Θέμελης Γλυνάτσης έχει σκηνοθετήσει ως τώρα κάμποσες παραγωγές όπερας και μουσικού θεάτρου. Δεν κρύβει ότι έχει ιδιαίτερη αγάπη στη μουσική. «Για να ασχοληθείς με την όπερα, θα πρέπει να σε καίει, η δουλειά είναι πολύ διαφορετική. Πρέπει να σκηνοθετήσεις χαρακτήρες και ιστορία, και ταυτόχρονα να βρίσκεσαι σε συνεχή διάλογο με τη μουσική. Προσωπικά αισθάνομαι πως μου πάει πολύ και σαφώς θα ήθελα να συνεχίσω».
Θεωρεί πως με ένα έργο σαν το «Λευκό Ρόδο» επικοινωνεί πιο άμεσα ο σημερινός θεατής απ’ ό,τι με μια όπερα του 19ου αιώνα; «Αυτό εξαρτάται από την προσέγγιση της δράσης» απαντά ο Θέμελης Γλυνάτσης. «Το «Λευκό Ρόδο» έχει τα πλεονεκτήματα της συμπυκνωμένης διάρκειας αλλά και του ιστορικού πλαισίου με το οποίο συνδεόμαστε όλοι. Είναι μια όπερα ενάντια στον ολοκληρωτισμό. Καθώς η πραγματικότητά μας σήμερα περιτριγυρίζεται απ’ αυτά τα πράγματα, κάνει το έργο σχεδόν μη ιστορικό. Το κάνει σύγχρονο. Και η όπερα του 19ου αιώνα όμως μπορεί να μιλήσει άνετα στο σημερινό κοινό. Ολα είναι θέμα προσέγγισης».
Στη δεύτερη εκδοχή του έργου οι χαρακτήρες περιορίζονται στα δύο αδέλφια Σολ. Στην παράσταση όμως υπάρχει και ένας τρίτος χαρακτήρας, ο οποίος, όπως αποκαλύπτει ο σκηνοθέτης, παρατηρεί από κάποια απόσταση τους δύο πρωταγωνιστές. «Είναι ένας από τους πολλούς συνενόχους. Απ’ αυτούς που μπορεί να μην έχουν προβεί οι ίδιοι σε φρικαλεότητες αλλά τις ανέχονται σιωπηρά και δεν μιλούν. Δεν είναι ο βασικός ένοχος αλλά είναι συνένοχος. Θέλω να βάλω το κοινό σε μια διαδικασία. Να διερωτηθεί γιατί υπάρχει άραγε αυτός ο χαρακτήρας, τι σημαίνει να παρατηρούμε, τι σκέψεις μάς δημιουργεί. Ηθελα να υπάρχει αυτή η λεπτομέρεια στο οπτικό πεδίο του θεατή».