Το ιστορικό θέατρο Μπέλλος άνοιξε τις πύλες του τον περασμένο Οκτώβριο μετά από μία παύση ετών. Πίσω από την ανασύνταξη του πολιτιστικού αυτού χώρου κρύβεται η μόλις 26χρονη ταλαντούχα σκηνοθέτρια Αικατερίνη Παπαγεωργίου. Με σπουδές στη Βρετανία και πολύ μεράκι μαζί με τη θεατρική ομάδα Young Quill που ίδρυσε κατάφερε να εντάξει το θέατρο Μπέλλος μέσα σε λίγους μήνες στον θεατρικό χάρτη της Αθήνας με παραστάσεις που συζητήθηκαν όπως «Η νύχτα των μυστικών» που σκηνοθέτησε η ίδια, τα «Μπλε καστόρινα παπούτσια» (οι παραστάσεις λήγουν στις 28 Μαΐου) και τους «Αριστερόχειρες» που σκηνοθέτησε ο Θανάσης Ζερίτης, ενώ η ομάδα Bijoux de Kant παρουσίασε στον χώρο «Το μαύρο ταξίδι» σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη.
Κυρία Παπαγεωργίου, ξεκινήσατε από τον χορό, τελικά όμως στραφήκατε στο θέατρο…
«Δεν ήταν αποτέλεσμα οργανωμένης και στοχευμένης σκέψης. Είχα προσεγγίσει το θέατρο ως θεατής και αναγνώστης έργων, προκειμένου να ενισχύσω την αντίληψή μου για τις παραστατικές τέχνες, λόγω της ενασχόλησής μου με τον χορό. Ενα πρωί ξύπνησα και είπα ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο. Κάτι είχε ανατραπεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς προηγούμενη εμπειρία άλλαξα πορεία πλεύσης. Το θέατρο με ταξίδευε και με ταξιδεύει. Κάθε παράσταση μου δίνει την εντύπωση ότι δημιουργεί ένα κοινό και καινούργιο βίωμα για όσους την παρακολουθούν, το οποίο μοιάζει σαν να αποκόπτεται από τη γραμμική πορεία του χρόνου. Υστερα επιστρέφουμε στην «κανονικότητα» της πορείας μας, αλλά το βίωμα υπάρχει και μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά».
Αποφοιτήσατε από το Τμήμα Παραστατικών Τεχνών του Royal Central School of Speech and Drama του University of London, αργότερα ολοκληρώσατε τις μεταπτυχιακές σας σπουδές στη σκηνοθεσία θεάτρου στο Royal Holloway, ενώ σκηνοθετήσατε παραστάσεις στην Αγγλία με την ομάδα σας Young Quill. Τι θυμάστε από αυτή την περίοδο πιο έντονα;
«Την αίσθηση του ότι όλα είναι δυνατά. Επιθυμούσαμε τόσο πολύ να δημιουργήσουμε, να εργαστούμε, να πειραματιστούμε και να συνεργαστούμε που καταπιανόμασταν συνέχεια με ιδέες και στόχους που φάνταζαν ακατόρθωτοι».
Η σπουδαία Κέιτι Μίτσελ υπήρξε δασκάλα σας.
«Ναι, η επαφή μου μαζί της με άλλαξε ριζικά. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ από τον επαγγελματισμό και τη γενναιοδωρία της».
Τι είναι αυτό που σας ώθησε να επιστρέψετε στην Ελλάδα το 2019;
«Η επιθυμία να δουλέψω στη μητρική μου γλώσσα. Είχα την εντύπωση, που στη συνέχεια έγινε βεβαιότητα, ότι δουλεύοντας στα ελληνικά θα μου δημιουργούνταν νέοι ορίζοντες λόγω της ταύτισής μου με το πολιτισμικό πλαίσιο που θέτει η γλώσσα. Μάλιστα, όταν αυτό το επικοινώνησα με την Κέιτι με προέτρεψε να το κάνω, και πρακτικά έτσι πήρα την απόφαση».
Από το περασμένο φθινόπωρο αναλάβατε την καλλιτεχνική διεύθυνση του ιστορικού θεάτρου Μπέλλος, όπου παρουσιάζετε παραστάσεις με την ομάδα σας Young Quill, αλλά και παραστάσεις άλλων θεατρικών ομάδων…
«Επιθυμούμε ο χώρος αυτός να αποτελέσει ένα τοπόσημο για θεατρικές ομάδες. Θέλουμε να ενισχύσουμε τα σύνολα που έχουν αποφασίσει να συν-δημιουργούν και να εξελίσσονται συλλογικά, παράλληλα φυσικά με την προσωπική πορεία του καθενός. Στόχος ήταν ο χώρος να πλαισιωθεί με ζέση από ανθρώπους που θέλουν να επανέρχονται σε αυτόν ώστε να δημιουργηθεί μια καλλιτεχνική κοινότητα. Μας αφορούν οι προθέσεις των επιλογών και η δημιουργική διαδικασία».
Φέτος εστιάσατε κυρίως στην ελληνική δραματουργία, αλλά και στην ελληνική μουσική. Γιατί σας ενδιαφέρει τόσο το ελληνικό έργο;
«Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με την ενίσχυση των ελλήνων θεατρικών συγγραφέων. Υπάρχει μεγάλη κοινότητα δραματουργών των οποίων τα έργα δεν έχουν παρουσιαστεί. Ισως αυτό έχει να κάνει και με τον φόβο τού να καταπιαστεί κανείς με ένα κείμενο που δεν έχει δοκιμαστεί ξανά. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την επικαιρότητα και την αμεσότητα με την οποία ταυτίζονται τα ελληνικά έργα με την κοινωνία στην οποία ανήκουμε. Η συλλογική μνήμη, οι βαλκανικές μας επιρροές, η προσέγγιση και η τοποθέτηση της ελληνικής πραγματικότητας απέναντι σε θέματα βίας, ηθικής, κακοποίησης, προσδιορισμού ταυτότητας είναι πεδία που πρέπει να κατανοήσουμε, αν θέλουμε να τα βελτιώσουμε. Τα ελληνικά έργα συχνά καταπιάνονται με το «εδώ και το τώρα» που μας διατρέχει και οφείλουμε να μην το παραβλέψουμε. Την επόμενη θεατρική σεζόν πάντως θα εστιάσουμε σε σύγχρονα έργα τα οποία έχουν γραφτεί τον 21ο αιώνα, ελληνικά και μη».
Δυνατό κομμάτι του θεάτρου είναι και η παιδική σκηνή, τόσο με τις παραστάσεις Καραγκιόζη από τον Αθω Δανέλλη, αλλά και με την παράσταση «Ειρήνη» του Αριστοφάνη που σκηνοθετήσατε, η οποία μάλιστα πρόσφατα παρουσιάστηκε και στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής.
«Τα παιδιά είναι οι θεατές του μέλλοντος. Οταν σου δίνεται η δυνατότητα να απευθυνθείς στα παιδιά, είναι σαν να σου δίνεται η ευκαιρία να συνδράμεις στη διαμόρφωση της αισθητικής τους, άρα και του κόσμου που επιθυμούμε να ζήσουμε. Οσο μεγαλώνω όλο και συνειδητοποιώ πόσο πολλά είναι τα θέματα για τα οποία θα ήθελα να μου είχε μιλήσει κανείς όσο ήμουν ακόμη παιδί».
Πρόσφατα η παράστασή σας «Η νύχτα των μυστικών» που γνώρισε μεγάλη επιτυχία παίχθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
«Ηταν μαγική. Είδαμε το θέατρο να μετουσιώνεται σε διαφυγή του μυαλού και απόδραση της ψυχής. Στο κοινό βίωμα της παράστασης δεν υπήρχαν ανισότητες. Υπήρχε μόνο μοίρασμα και ανακούφιση. Στο τέλος της παράστασης υπήρξαν άνθρωποι που μας ζήτησαν να παρουσιάσουμε μία παράσταση και την επόμενη Παρασκευή, μολονότι έβλεπαν θέατρο για πρώτη φορά. Αλλοι μας ευχαρίστησαν συγκινημένοι καθώς για λίγη ώρα είχαν ξεχάσει την πραγματικότητα της ζωής τους – όσο σκληρή κι αν είναι».
Είστε μόλις 26 ετών και μητέρα ενός παιδιού. Δεχθήκατε ποτέ αμφισβήτηση λόγω της νεαρής σας ηλικίας;
«Φυσικά, μία αμφισβήτηση που έχει υπάρξει σε στιγμές πολύ αιχμηρή, έως και απορριπτική. Κατέβαλα και καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να με εμπιστεύονται οι συνεργάτες μου. Δεν πιστεύω σε νόρμες που σου υποδεικνύουν ποια είναι η κατάλληλη ηλικία που πρέπει να συμβαίνουν τα πράγματα. Η νεαρή ηλικία υποδηλώνει απειρία, όχι όμως και ασυνέπεια, ανωριμότητα ή ελαφρότητα».
Σε μία Αθήνα που σφύζει από θεατρικές σκηνές ένα ακόμη θέατρο σε ποιον βαθμό μπορεί να είναι οικονομικά βιώσιμο;
«Η Αθήνα βρίθει θεατρικών σκηνών και ακόμα περισσότερο θεατρικών παραγωγών. Εμείς ρισκάραμε μη γνωρίζοντας τον τρόπο και αναγνωρίζοντας ότι θα έπρεπε να δημιουργήσουμε το δικό μας οικονομικό μοντέλο βιωσιμότητας, καθώς δεν ξέραμε άλλο. Υπήρξαν μεγάλες διακυμάνσεις μηνιαία. Ακόμα δεν έχουμε σταθεροποιήσει τα πράγματα. Το παλεύουμε όμως, καθώς δεν θεωρούμε ότι η λύση βρίσκεται στη μείωση των θεατρικών σκηνών αλλά στην αύξηση και την ενίσχυση του θεατρόφιλου κοινού».