Μια άνοιξη μες στον χειμώνα, έτσι αποκαλούσε ο Αουγκουστ Στρίντμπεργκ τον τρίτο του γάμο με τη νορβηγίδα ηθοποιό Χάριετ Μπόσε. Ο χωρισμός τους ήταν φιλικός, δεν είχε καμία σχέση με τα διαζύγια που προηγήθηκαν. Για τον κορυφαίο σουηδό δραματουργό εκείνη η μεταβατική περίοδος, από τα τέλη του 19ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα, αποδείχτηκε ιδιαιτέρως δημιουργική (και ποικιλοτρόπως επιδραστική, δίχως αμφιβολία, στην εξέλιξη του ίδιου του σύγχρονου θεάτρου κατόπιν).
Ανάμεσα στην τριλογία του «Προς Δαμασκόν» και το «Ονειρόδραμα», ο Στρίντμπεργκ συνέθεσε τον κατασκότεινο και γκροτέσκο «Χορό του θανάτου» (1900), δηλαδή και τα δύο μέρη του συγκεκριμένου έργου, ασχέτως αν, σε διεθνή κλίμακα, έχει κυριαρχήσει το πρώτο (γεγονός που, από μόνο του, σημαίνει πολλά).
Η ιστορία τοποθετείται σε κάποιο νησί του σουηδικού αρχιπελάγους, σε ένα φρούριο (μια φυλακή παλαιότερα, ο συμβολισμός είναι ευθύτατος) που έχει γίνει πλέον το σπίτι του μονόχνοτου, κακότροπου Εντγκαρ, του Λοχαγού, και της Αλίς, της πικραμένης, στυφής συζύγου του.
Η αργυρή επέτειος του γάμου τους (η συμπλήρωση είκοσι πέντε χρόνων συμβίωσης, και όχι συνύπαρξης, η διαφορά είναι ποιοτική) πλησιάζει και τους βρίσκει σε δεινή κατάσταση (τα παιδιά τους έχουν εγκαταλείψει τη λεγόμενη οικογενειακή εστία, ευτυχώς για αυτά, η τελευταία υπηρέτρια τους έχει αποχαιρετήσει, απλήρωτη βεβαίως, ενώ το παντρεμένο ζευγάρι εξακολουθεί να φυτοζωεί μακριά από τους υπόλοιπους ανθρώπους, μέσα σε μια περίκλειστη συνθήκη, παρακμιακή και αυτάρεσκη συνάμα).
Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι κάποτε υπήρξε όντως αγάπη μεταξύ του Εντγκαρ και της Αλίς, εσχάτως διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα, ή υπάρχει ένα σκονισμένο και δυσώδες κενό το οποίο, εν τω μεταξύ, έχει αντικατασταθεί από το μίσος, ένα μίσος που, όμως, αναπλάθεται διαρκώς προκειμένου να γεμίζει τον ασφυκτικό χώρο τους, τον αργοκίνητο χρόνο τους. Ο Εντγκαρ και η Αλίς τρέφονται από τις χλομές σάρκες τους, πίνουν από το μουχλιασμένο αίμα τους, μηρυκάζουν τη μιζέρια τους, τις ματαιώσεις τους (ο άντρας, ασθενής πια, την πολύσημη και ανυπέρβλητη μετριότητά του, η γυναίκα, καταπιεσμένη και αδικαίωτη, τη χαμένη καριέρα της στην υποκριτική).
Ωσπου εμφανίζεται απρόσμενα και τους επισκέπτεται ο εξάδελφος και αλλοτινός διεκδικητής τής Αλίς, ο ανυποψίαστος Κουρτ, ο οποίος δεν θα αργήσει καθόλου να μετατραπεί σε θήραμα (συναισθηματικό, ψυχολογικό μα και ερωτικό, σωματικό) για τούτους τους απομονωμένους, τρομακτικούς, θλιβερούς αλλά και γελοίους βρικόλακες.
Εν πολλοίς (σαν πεινασμένη, αρρωστημένη και «τοξική» ομάδα) ο Εντγκαρ και η Αλίς επιθυμούν (κατά βάθος) να κατασπαράξουν τον «κανονικό» Κουρτ ώστε να ανανεώσουν το συνεκτικό τους μίσος, την υπαρξιακή απόσταση που τους δένει. Κι αυτή την (όχι και τόσο παράδοξη) απόσταση, η οποία είναι αβυσσαλέα και συγκρουσιακή, ερασιθάνατη και ζωτική, την ακτινογράφησε με απέριττο πλην εντυπωσιακό τρόπο ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετώντας τον «Χορό του θανάτου» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (στο αχανές Υποσκήνιο Β).
Ο Χουβαρδάς, προκρίνοντας έναν εξπρεσιονισμό στοχαστικής υφής, συντονισμένο με τις σημερινές ευαισθησίες και αγωνίες, ξεσκέπασε τις μεταμορφώσεις του μίσους, στις ποικίλες εκδηλώσεις του, από τις πλέον κοινότοπες (και πληκτικές) μέχρι τις πλέον ευφάνταστες (και μεταθεατρικές). Διότι ο Χουβαρδάς δεν είδε στην απόσταση του ζευγαριού μόνο ένα πεδίο αδυσώπητης μάχης αλλά και ένα πεδίο ζοφερού παιχνιδιού, με ευτράπελες ή μεταφυσικές διακυμάνσεις.
Η σαγηνευτική Ελενα Τοπαλίδου, ενσαρκώνοντας θαυμάσια την Αλίς, ο Σίμος Κακάλας ερμηνεύοντας καλειδοσκοπικά τον Εντγκαρ και ο Χάρης Φραγκούλης, υποδυόμενος με εξωστρέφεια, αλλά ικανοποιητικά τον Κουρτ, έφτιαξαν ένα τρίγωνο πυκνής και ανησυχαστικής ενέργειας επί σκηνής που εκπλήρωσε απολύτως το όραμα του Χουβαρδά. Μια παράσταση απολαυστική, στον αντίποδα ακριβώς τού «Κάποιος θα έρθει» του Γιον Φόσε, το 2021, στον Θόλο του ΚΠΙΣΝ.
Συντελεστές
Μετάφραση: Έρι Κύργια, Σκηνική επεξεργασία – σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, Σκηνικά: Θάλεια Μέλισσα, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Μουσική και ηχητική επιμέλεια: Φώτης Σιώτας, Γιάννης Χουβαρδάς, Φωτισμοί: Κάρολ Γιάρεκ, Video Design: Παντελής Μάκκας, Βοηθός σκηνοθέτη: Δέσποινα Λάρδη, Συντονισμός παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη. Ερμήνευσαν οι ηθοποιοί: Σίμος Κακάλας, Έλενα Τοπαλίδου, Χάρης Φραγκούλης. Η παράσταση ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Υποσκήνιο Β) μεταξύ 19 Μαρτίου και 13 Απριλίου 2025