Νέα Υόρκη, την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης: Ο Γκρέγκορ, ένας νέος επιστήμονας που έχει μόλις έρθει από την Ευρώπη, ονειρεύεται να αναπτύξει τις χρήσεις του ηλεκτρισμού με τρόπο επαναστατικό. Οραματιστής, ιδεαλιστής, ασυμβίβαστος και μαχητικός, κάνει το «σφάλμα» να έχει ως προτεραιότητα την έρευνα και την επιστήμη του και όχι το κέρδος.

Ετσι όταν οι βιομήχανοι τον εκμεταλλεύονται και χρησιμοποιούν τη δουλειά του για την επίτευξη των δικών τους στόχων, απομονώνεται, ζητάει καταφύγιο σε έναν δικό του κόσμο. Και βρίσκει τελικά παρηγοριά στο θέαμα των αστραπών και στην παρέα των πουλιών. Επιστήμη και όνειρο, πραγματικότητα και φαντασία, ιστορία και μυθοπλασία μπερδεύονται με τρόπο δημιουργικό (και μαγευτικό) στο «Les Éclairs» του Φιλίπ Ερσάν, τη δεύτερη συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την Οπερά Κομίκ του Παρισιού μετά το «Ταξίδι στη Σελήνη» του Ζακ Οφενμπαχ.

«Οι αστραπές», όπως μεταφράζεται στα ελληνικά ο τίτλος του έργου, ξεκίνησαν ως παραγγελία της Οπερά Κομίκ. Παρουσιάστηκαν σε παγκόσμια πρώτη στο Παρίσι στις 2 Νοεμβρίου 2021 για να τύχουν εξαιρετικά θερμής υποδοχής από κοινό και κριτικούς. Πρόκειται  για την τρίτη όπερα (μετά τον «Πύργο των Καρπαθίων» και τον «Μαύρο μοναχό») του γεννημένου το 1948 συνθέτη, ενός πολύπλευρου, πολυγραφότατου και πολυβραβευμένου δημιουργού με έντονη παρουσία στον χώρο της σύγχρονης κλασικής μουσικής.

Το έργο εμπνέεται από την πολυτάραχη ζωή του σερβικής καταγωγής εφευρέτη και μηχανικού Νίκολα Τέσλα (αυτός είναι ο «τρελός επιστήμονας» που κρύβεται πίσω από τον νεαρό Γκρεγκόρ) για να μιλήσει για τους μεγάλους οραματιστές, για την ηθική της επιστήμης αλλά και για τη μοίρα των ανθρώπων που αγωνίζονται να δημιουργήσουν και να προσφέρουν σε έναν σκληρό, αφιλόξενο, εν πολλοίς ανήθικο κόσμο. Σε μια κοινωνία που δεν διστάζει να παραγκωνίσει, ακόμα και να εξαφανίσει εκείνον που δεν παίζει το παιχνίδι σύμφωνα με τους επιβεβλημένους όρους.

Ο Γάλλος συνθέτης Φιλίπ Ερσάν.

Ομως, κ. Ερσάν, αν και η όπερά σας αγγίζει πολλά σοβαρά και δύσκολα επιστημονικά και ηθικά θέματα, δεν παύει να έχει ψυχαγωγικό, ενίοτε παραμυθένιο χαρακτήρα. Μάλιστα χαρακτηρίζεται ως drama giocoso, δηλαδή παιγνιώδες δράμα. Πού χωράει το ανάλαφρο παιχνίδι μέσα σε μία τραγική ιστορία;

«Το «Les Éclairs» είναι πράγματι ένα «παιγνιώδες δράμα». Η ιστορία του παρουσιάζει τραγικά στοιχεία (ειδικά στην τελευταία πράξη) και μια φρικτή σκηνή (αυτή της ηλεκτροπληξίας στη 2η πράξη), αλλά και η χαρά είναι παρούσα. Υπάρχει ενέργεια και μεγάλη δημιουργική χαρά στον κεντρικό ήρωα, τον Γκρέγκορ, την οποία εκφράζει πολλές φορές».

Τι είναι αυτό που σας συγκίνησε στη ζωή του Τέσλα τόσο ώστε να τον επιλέξετε ως πρωταγωνιστή ενός έργου σας; 

«Πράγματι ο Γκρέγκορ είναι σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένος από τον Νίκολα Τέσλα – αλλά με πολλή ελευθερία, γι’ αυτό και ο λιμπρετίστας, ο Ζαν Εσνόζ (ο οποίος εξάλλου έγραψε και τη βιογραφία του Τέσλα, το βιβλίο στο οποίο βασίζεται η όπερα), άλλαξε το όνομά του. Ο ίδιος ο Τέσλα ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εφευρέτες όλων των εποχών, ένας ιδιοφυής οραματιστής. Αλλά ήταν επίσης, και αυτό τον κάνει συναρπαστικό, ένας πολυσύνθετος και παράξενος, αντιφατικός χαρακτήρας. Ο ιδιοφυής όπως είπαμε αυτός άνδρας δεν ήταν επιδέξιος στη διαχείριση του έργου του. Πολλές από τις εφευρέσεις του τις σφετερίστηκαν άλλοι. Πέθανε χρεωμένος. Παρ’ όλα αυτά, ακούραστος εργάτης, κοιμόταν μόνο δύο ή τρεις ώρες τη νύχτα. Ηταν ένας ιδεαλιστής που ονειρευόταν να παρέχει δωρεάν και απεριόριστη ενέργεια σε όλους, τον θεωρούσαν όμως ημίτρελο καθώς ισχυριζόταν ότι έχει δημιουργήσει επαφή με εξωγήινους. Συμπεριφερόταν παράξενα, είχε λίγους φίλους, ήταν γεμάτος αντιφάσεις: ευεργέτης της ανθρωπότητας αν και μισάνθρωπος, δανδής πάντα κομψά ντυμένος αν και μοναχικός και ακατάλληλος για την κοινωνική ζωή… Προτιμούσε τη συντροφιά των περιστεριών από αυτή των ανθρώπων. Είχε εμμονή με τον αριθμό τρία και με τα πολλαπλάσια του, ήταν γεμάτος τικ και περίεργες φοβίες. Με λίγα λόγια ήταν ένας χαρακτήρας απίστευτα πλούσιος και παράδοξος».

Εσείς πώς προσεγγίσατε μουσικά αυτόν τον πλούσιο και παράδοξο χαρακτήρα;

«Προσπάθησα να μεταφέρω στη μουσική τις πολλαπλές πτυχές του, την ταχύτητά του, το πνεύμα του που βρισκόταν πάντα σε κίνηση (όλα κυλάνε πολύ γρήγορα σε αυτή την όπερα), την επιστημονική του αυστηρότητα (η όπερα βασίζεται στη Δωδεκάφθογγη Σειρά), τη σερβική του καταγωγή με έναν μικρό χορό στον εορτασμό της δεύτερης πράξης ή και με μερικές φευγαλέες νύξεις για το τελετουργικό της ορθόδοξης λειτουργίας, καθώς ο Τέσλα ήταν γιος και εγγονός ενός παπά».

«Το “Les Éclairs” είναι πράγματι ένα “παιγνιώδες δράμα”. Η ιστορία του παρουσιάζει τραγικά στοιχεία και μια φρικτή σκηνή, αλλά και η χαρά είναι παρούσα. Υπάρχει ενέργεια και μεγάλη δημιουργική χαρά στον κεντρικό ήρωα»

Τα έργα σας συχνά αντλούν έμπνευση από τη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες. Γενικά, πώς επηρεάζουν αυτές οι μορφές τέχνης τη δική σας δουλειά, τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζετε τη σύνθεση;

«Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο «Les Éclairs» θα έλεγα ότι εκείνα που με επηρέασαν περισσότερο ήταν ο κινηματογράφος και τα κόμικς. Το λιμπρέτο του Ζαν Εσνόζ με οδήγησε εκεί, γιατί νομίζω ότι στην κατασκευή του, στη δομή του, το κείμενο μοιάζει περισσότερο με σενάριο ταινίας παρά με λιμπρέτο όπερας. Υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός δράσεων, τόπων, χαρακτήρων και όλα εναλλάσσονται πολύ γρήγορα, με τρόπους και μεθόδους που παραπέμπουν στον κινηματογράφο. Είχα επίσης στο μυαλό μου τα μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ. Νομίζω ότι μπορεί ο ακροατής να τα ακούσει, για παράδειγμα στην άρια της Μπέτι στην πρώτη πράξη ή στα μπλουζ που τραγουδάει ο Νόρμαν στην τελευταία πράξη».

Εχει πάντα ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο κάθε δημιουργός εργάζεται, η μέθοδος της δουλειάς του. Εσείς πώς βρίσκετε την αρχική σπίθα έμπνευσης; Και ποια είναι τα βήματα που ακολουθείτε όταν ξεκινάτε μια νέα σύνθεση;

«Είναι αρκετά μυστηριώδες όλο αυτό… Αλλά συχνά ξεκινάω μια νέα σύνθεση κάνοντας ένα ταξίδι, διαβάζοντας βιβλία, πραγματοποιώντας επισκέψεις σε εκθέσεις. Οταν άρχισα να γράφω το «Les Éclairs» σχεδόν διαισθητικά θέλησα να πάω στο Βελιγράδι (μια πόλη που δεν γνώριζα) για να επισκεφθώ το Μουσείο Τέσλα που λειτουργεί εκεί. Ηταν το πρώτο που έκανα. Δεν έμεινα πολύ, αλλά ξέρω ότι αυτή η σύντομη παραμονή μου στον χώρο του μουσείου, στην πόλη, ήταν πολύ σημαντική στην εξέλιξη της όπεράς μου. Τότε έκαναν την εμφάνισή τους κάποιες εμβρυϊκές ιδέες. Στην πορεία της συγγραφής του έργου δεν αρνήθηκα καμία από αυτές. Θα έλεγα ότι εκείνες οι δύο μέρες ήταν απαραίτητες, αν και δεν μπορώ να εξηγήσω με έναν απόλυτα κατανοητό τρόπο το γιατί».

Θεωρείστε από τους σύγχρονους συνθέτες που διαθέτουν πλούσια αρμονική γλώσσα. Πώς προσεγγίζετε την αρμονία στις συνθέσεις σας;

«Ναι, είναι αλήθεια ότι σκέφτομαι περισσότερο αρμονικά παρά μελωδικά. Πολύ συχνά από μια ακολουθία συγχορδιών γεννιέται η μελωδία, ενώ κάποιοι άλλοι σκέφτονται πρώτα τη μελωδία και μετά την εναρμονίζουν. Είμαι μεγάλος θαυμαστής του Ραβέλ και νομίζω ότι η κληρονομιά του μπορεί να ακουστεί στα έργα μου. Τούτου λεχθέντος, υπάρχουν πολλά σημαντικά αποσπάσματα στο «Les Éclairs» όπου η φωνή εκφράζεται γυμνά, χωρίς συνοδεία – κυρίως στην τελευταία πράξη, όταν ο κόσμος του Γκρέγκορ / Τέσλα καταρρέει».

Υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες προκλήσεις ή ανακαλύψεις που έχετε βιώσει στη ζωή σας και στην καριέρα σας και που έχουν επηρεάσει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζετε τη μουσική;

«Η πιο εκπληκτική εμπειρία ήταν αυτή που είχα στη φυλακή Clairvaux. Συμμετείχα σε εκπαιδευτικά εργαστήρια που γίνονταν εκεί για αρκετά χρόνια και έγραψα αρκετά κομμάτια βασισμένα σε ποιήματα κρατουμένων με τους οποίους συνεργάστηκα στενά. Ηταν μια πολύ δυνατή ανθρώπινη εμπειρία που έδωσε, θα έλεγα, ένα άνοιγμα και μια κοινωνική διάσταση στη δουλειά μου».

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συνθέτες ή μουσικά κινήματα που είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη μουσική εξέλιξή σας μέσα στον χρόνο;

«Ο Ραβέλ όπως σας είπα ήδη, και ο Ντεμπισί. Ο ορχηστρικός και αρμονικός πλούτος των έργων τους με επηρέασε πολύ. Εχω επίσης πάθος για τον Γκούσταβ Μάλερ. Με εντυπωσιάζει η ικανότητά του να αναμειγνύει το ασήμαντο και το υψηλό, το λόγιο και το λαϊκό, μέσα στο ίδιο έργο».

Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε κάποια από τις συνθέσεις σας, αν και υποθέτω πως κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, ποια θα ήταν αυτή;

«Το πιο σημαντικό έργο που έχω γράψει είναι το «Tristia», το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Περμ της Ρωσίας από τη χορωδία MusicAeterna και τον Θεόδωρο Κουρεντζή. Το οποίο μάλιστα παρουσιάστηκε και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον Νοέμβριο του 2019. Η συνάντηση με αυτόν τον μαέστρο ήταν από τις πιο σημαντικές της ζωής μου ως μουσικού. Θα αναφέρω επίσης τον «Εσπερινό της Παναγίας» που γράφτηκε για τον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας των Παρισίων, με τον οποίο είμαι πολύ δεμένος».

Η συνεργασία ενός συνθέτη με τους ερμηνευτές των έργων του είναι ουσιαστικό μέρος της διαδικασίας σύνθεσης. Εσείς πώς συνεργάζεστε με μουσικούς για να ζωντανέψετε τις συνθέσεις σας;

«Μου αρέσει πολύ να δουλεύω με μουσικούς. Μερικά από τα σόλο κομμάτια μου οφείλουν πολλά στον ερμηνευτή για τον οποίο προορίζονταν. Αναφέρομαι κυρίως στα κομμάτια μου για φαγκότο, για φλάουτο, για ακορντεόν. Οι ερμηνευτές τους, οι μουσικοί, με βοηθούν συχνά να βρω τις τεχνικές λύσεις που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο εκείνο που έχω στο μυαλό μου. Αλλά μπορούν επίσης να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και να μου δώσουν ακόμα και ιδέες που δεν θα είχα ο ίδιος γιατί δεν παίζω κανένα άλλο όργανο εκτός από το πιάνο».

Οι συνθέσεις σας παίζονται σε όλον τον κόσμο. Παρατηρείτε κάποιες διαφορές στον τρόπο με τον οποίο το κοινό της κάθε χώρας αντιλαμβάνεται τη μουσική σας και αντιδρά;

«Είχα εξαιρετική επικοινωνία με το ρωσικό κοινό, και με αυτό της Αθήνας στην περίπτωση της «Tristia». Εχω επίσης εξαιρετικές αναμνήσεις από συναυλίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά. Αλλά μου φαίνεται δύσκολο να εξαχθούν γενικά συμπεράσματα από αυτό».

Στο σημερινό ταχέως εξελισσόμενο μουσικό τοπίο, τι ρόλο θεωρείτε πως μπορεί να παίξει η σύγχρονη κλασική μουσική;

«Δυστυχώς έχει εξαιρετικά περιορισμένο κοινό. Μιλάμε ελάχιστα γι’ αυτήν και την ακούμε ελάχιστα στα ΜΜΕ. Εχουμε απομακρυνθεί από το κοινό εδώ και πολύ καιρό και με λυπεί που βλέπω ότι η θέση μας στην κοινωνία είναι τόσο αδύναμη. Με λυπεί, αλλά δεν με απογοητεύει…».

 Τι συμβουλή θα δίνατε στους επίδοξους συνθέτες που ψάχνουν να βρουν τη δική τους ιδιαίτερη φωνή και το δικό τους στυλ σε έναν κόσμο εκκωφαντικής πολυφωνίας;

«Να μην ενδώσουν σε δύο πράγματα: Το ένα είναι να μην προσπαθούν να ικανοποιούν το κοινό με κάθε κόστος. Το δεύτερο να μην προσπαθούν να αρέσουν στο επαγγελματικό κύκλωμα με κάθε κόστος. Και να διαβάσουν ή ξαναδιαβάσουν τον μύθο του Λαφοντέν «Ο μυλωνάς, ο γιος του και ο γάιδαρος». Σε ένα σημείο λέει: «Μια με κατηγορούν, μια με επαινούν. Είτε αυτό σημαίνει κάτι είτε τίποτα, εγώ θέλω να κάνω αυτό που θέλω!»».

Τι σημαίνει ευτυχία για εσάς; Θα λέγατε ότι είστε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος;

«Η ερώτησή σας αυθόρμητα με κάνει να σκεφτώ την υπέροχη σκηνή του Γκουίντο με τον καρδινάλιο στο «8 1/2» του Φελίνι. Λέει ο Γκουίντο: «Σεβασμιότατε, δεν είμαι ευτυχισμένος». Και του απαντά ο καρδινάλιος: «Γιατί να είστε ευτυχισμένος; Αυτό δεν είναι καθήκον σας. Ποιος σας είπε ότι γεννιόμαστε για να είμαστε ευτυχισμένοι;». Όπως και αν έχει, για να απαντήσω πιο άμεσα στην ερώτησή σας, θα έλεγα… ναι!».

INFO:

Στις 16, 19 και 21 Νοεμβρίου. Μουσική διεύθυνση: Ηλίας Βουδούρης. Σκηνοθεσία: Κλεμάν Ερβιέ-Λεζέ, αναβίωση σκηνοθεσίας Κλερ Πασκιέ. Με τους Χάρη Ανδριανό (Γκρέγκορ), Νεφέλη Κωτσέλη, Γιάννη Καλύβα, Χρύσα Μαλιαμάνη, Γιάννη Σελητσανιώτη, Μάριο Σαραντίδη, Μιχάλη Πλατανιά, Γιάννη Σταματάκη κ.ά. Με την ορχήστρα και τη χορωδία της ΕΛΣ.