Η 25χρονη Φρέντι γεννήθηκε στη Σεούλ, όμως από πολύ μικρή μεγάλωσε στη Γαλλία όπου δόθηκε για υιοθεσία, και αυτήν ουσιαστικά θεωρεί πατρίδα της. Ακόμα και τώρα που περπατά ξανά στη Σεούλ με την ελπίδα να βρει τη βιολογική της μητέρα, η νοοτροπία της είναι πέρα για πέρα γαλλική, κάτι φυσικό, αφού η Νότια Κορέα δεν της λέει πλέον απολύτως τίποτα. Η Φρέντι που υποδύεται η νοτιοκορεάτισσα ηθοποιός Παρκ Τζι-Μιν είναι η κεντρική ηρωίδα της ταινίας «Επιστροφή στη Σεούλ» που πέρυσι, τέτοια εποχή, με τη συμμετοχή της στο τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ των Καννών έβαζε τον γαλλοκαμποτζιανό σκηνοθέτη Νταβί Τσου στον χάρτη των νέων, πολλά υποσχόμενων ασιατών auteurs.
«Σε ζητήματα ταυτότητας και ενσωμάτωσης βλέπουμε συχνά αυτό το είδος της κάπως ανόητης φανταστικής πλοκής όπου, με το κούνημα ενός μαγικού ραβδιού, οι χαρακτήρες ξαφνικά αποδέχονται τον εαυτό τους»θα πει στο «Βήμα» ο Νταβί Τσου στη συνέντευξη μέσω skype που είχαμε μαζί του πριν από μερικές μέρες. «Ειδικά σε ιστορίες υιοθεσίας, ίσως σκεφτόμαστε ότι η συνάντηση με τους βιολογικούς γονείς θα μπορούσε να επουλώσει την πληγή. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που έχω ακούσει εγώ, αυτή η συνάντηση τείνει να είναι η στιγμή που αρχίζουν όλα τα προβλήματα».
Η ιδέα εξάλλου της ταινίας «Επιστροφή στη Σεούλ» στηρίζεται σε περιστατικό που έμαθε ο Τσου. Οταν του επισημαίνω ότι ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο της ταινίας είναι ότι ο Τσου επέλεξε να πει την ιστορία του μέσα από τη σκοπιά της γυναίκας, ο σκηνοθέτης απάντησε ότι ενώ «είναι αλήθεια ότι στην πλειονότητά τους οι ταινίες που αφηγούνται τέτοιου τύπου ιστορίες χρησιμοποιούν ανδρικούς χαρακτήρες στους βασικούς ρόλους, η ιστορία αυτή είναι μιας φίλης μου οπότε ήθελα να παραμείνω πιστός σε αυτήν». Το αστείο δε είναι ότι όταν έγραφε το σενάριο ο Τσου προσπαθούσε να θυμηθεί ταινίες με γυναίκες σε ανάλογες καταστάσεις και το έβρισκε πολύ δύσκολο. Εμβαθύνοντας λίγο παραπάνω την απάντησή του, ο Τσου είπε ότι κατά βάθος δεν θα επέλεγε ποτέ έναν ανδρικό χαρακτήρα σε ένα ταξίδι επιστροφής π.χ. στην Καμπότζη, τη δική του χώρα καταγωγής.«Ισως τελικά να είμαι πολύ ντροπαλός για να εξομολογηθώ πράγματα γύρω από τον εαυτό μου στο σινεμά. Πιθανότατα, με το να βάλω μια γυναίκα στη θέση μου κατά βάθος να θέλω να κρυφτώ».
Κινηματογραφικά γονίδια
Γεννημένος το 1983 και εγγονός του καμποτζιανού παραγωγού Βαν Τσαν, ο γαλλοκαμποτζιανός σκηνοθέτης και παραγωγός Νταβί Τσου ξεχώρισε για πρώτη φορά με την ταινία «Golden Slumbers» (2011), μια ωδή στη χρυσή εποχή του κινηματογράφου της Καμπότζης και ταινία που προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ. Μετά το ντοκιμαντέρ του «Καμπότζη 2099» (2014) που επίσης γνώρισε μεγάλη επιτυχία, παρουσίασε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Diamond Island» (2016) στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ των Καννών κερδίζοντας το βραβείο SACD.
Μετά την επιλογή της στο Ενα Κάποιο Βλέμμα του περσινού Φεστιβάλ των Καννών, η «Επιστροφή στη Σεούλ» εκπροσώπησε την Καμπότζη στα Οσκαρ 2023 και αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας του σκηνοθέτη «να αποτυπώσω τα όνειρα, τις φαντασιώσεις και τις φιλοδοξίες της νεότητας, με φόντο ένα όσο το δυνατόν πιο ζωντανό σκηνικό». Εκτός από το να γυρίζει ο ίδιος ταινίες, ο Νταβί Τσoυ είναι επίσης παραγωγός. Επικεντρώνεται στην παραγωγή έργων από ανερχόμενους κινηματογραφιστές της Καμπότζης και μια από τις ταινίες στις οποίες υπήρξε συμπαραγωγός, το «Onoda: 10.000 Nights in the Jungle» του Αρθουρ Χαράρι, σήκωσε την αυλαία του Ενα Κάποιο Βλέμμα στο Φεστιβάλ των Καννών του 2021.
Στην κριτική επιτροπή
Το θέμα του φύλου της κεντρικής ηρωίδας παραμένει στην κουβέντα μας. Ο Νταβί Τσου θα πει χαρακτηριστικά πως βρίσκει ενδιαφέρον το ότι τα τελευταία χρόνια ο κόσμος έχει αρχίσει να αποδέχεται την αφήγηση μιας ιστορίας από έναν άνθρωπο που δεν είναι απαραιτήτως του ιδίου φύλου με αυτόν που πρωταγωνιστεί στην ιστορία. «Πριν από 20 χρόνια κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αμηχανία» είπε, «όχι όμως πλέον και αυτό το βρίσκω πολύ όμορφο. Διότι με αυτόν τον τρόπο διευρύνονται οι ορίζοντες του κινηματογραφικού μέλλοντος, κοιτάζουμε μπροστά και αφήνουμε πίσω το παρελθόν. Για μένα μέλλον είναι να ξεφεύγουμε από τα στεγανά. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε σήμερα μας δίνει τη δυνατότητα να ασκήσουμε κριτική σε πολλά θέματα και μάλιστα πολύ πιο εύκολα συγκριτικά με τα παλαιότερα χρόνια».
Κλείνοντας την κουβέντα τον ρωτώ αν για τον ίδιο είναι μεγάλη υπόθεση που εφέτος είναι μέλος της κριτικής επιτροπής του τμήματος Ενα Κάποιο Βλέμμα στο Φεστιβάλ Καννών (16-27 Μαΐου). «Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις» είπε. «Πέρυσι στο ίδιο τμήμα κρινόμουν, εφέτος κρίνω εγώ. Εξεπλάγην που μου έγινε αυτή πρόταση, δεν την περίμενα. Ανυπομονώ, αν και η ευθύνη είναι μεγάλη. Το να είσαι κριτική επιτροπή σε οποιοδήποτε τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών δεν είναι μικρή υπόθεση. Εχω υπάρξει μέλος κριτικών επιτροπών, όμως ποτέ σε κάτι τόσο μεγάλο. Αλλά πάνω από καθετί είμαι περίεργος να δω τι ιδέες απασχολούν τους νέους κινηματογραφιστές από το παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα σήμερα».
Η ταινία «Επιστροφή στη Σεούλ» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή CINOBO.