Εχοντας κερδίσει με το σπαθί του μια θέση ανάμεσα στους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες του νέου δανέζικου σινεμά («Επέκεινα», 2015, «Ιδρώτας», 2020), ο Μάγκνους φον Χορν ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη της καριέρας του με το «Κορίτσι με τη βελόνα» που προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη (σε διανομή Weird Wave) και διεκδίκησε το Οσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας.

Σε αυτή την πέρα για πέρα υποβλητική ασπρόμαυρη ταινία, ο σκηνοθέτης ακολουθεί τη δραματική πορεία της Καρολίνε (Βικ Κάρμεν Σόνε), μιας νεαρής πάμφτωχης εργάτριας στη Δανία της δεκαετίας του 1910 που όταν χάνει τη δουλειά της συναντά την Ντάγκμαρ (Τρίνε Ντίρχολμ), μια μυστηριώδη μεγαλύτερή της, η οποία ειδικεύεται στην «προσφορά λύσεων» σε φτωχές γυναίκες που αδυνατούν να μεγαλώσουν τα νεογέννητά τους.

Σκηνή από το «Κορίτσι με τη βελόνα» του Μάγκνους φον Χορν.Φωτογραφία: Lukasz Bak

«Η Ντάγκμαρ (σ.σ.: που στη χώρα μας έχει ήδη πάρει την ετικέτα της δανής «Φόνισσας») ήταν μέρος της δανέζικης κοινωνίας και σε αυτήν απευθύνονταν οι φτωχές γυναίκες εκείνης της περιόδου» είπε ο Φον Χορν στο «Βήμα» όταν τον συναντήσαμε στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών όπου πρωτοπροβλήθηκε το «Κορίτσι με τη βελόνα».

«Στόχος μας όμως ήταν η ταινία να αντικατοπτρίσει τις συνθήκες ζωής εκείνων των γυναικών γιατί σε ανθρώπινο επίπεδο ο θεατής μπορεί να συσχετιστεί με το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας που είναι η Καρολίνε. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι μέρος της ταινίας, όμως αντί να παρουσιάσω εικόνες πολέμου, προτίμησα να εστιάσω σε έναν άλλο είδους πόλεμου που λάμβανε χώρα στην ίδια τη Δανία εκείνη την εποχή. Η εμπειρία της Καρολίνε είναι το ίδιο τραυματική όσο εκείνη του συζύγου της στο μέτωπο. Ο αγώνας της είναι αυτός που μας οδηγεί στην Ντάγκμαρ και έτσι κατανοούμε τη μεγάλη εικόνα. Αν εστιάζαμε στην Ντάγκμαρ δεν θα ήταν αρκετό για να υπάρχει η ταινία που θα ήθελα».

Η Καρολίνε είναι μοναχικός άνθρωπος και ο Φον Χορν ενδιαφέρεται για μοναχικούς ανθρώπους – τέτοιους θα βρούμε σε όλες τις ταινίες του. «Με ενδιαφέρουν κυρίως οι μοναχικοί άνθρωποι που βαθιά μέσα τους αναζητούν μια θεραπεία για αυτή τη μοναξιά, κάποιον να τους αγαπήσει. Ομως για μένα το ενδιαφέρον είναι στο σύνορο ανάμεσά τους – στον τεράστιο τοίχο που χωρίζει αυτό που έχουμε ανάγκη μέσα μας από αυτό που είναι διαθέσιμο. Νομίζω ότι αυτή η ιδέα κυριαρχεί σε όλες τις ταινίες μου, είναι η θεματική μου. Οι ιστορίες αλλάζουν αλλά ο προβληματισμός παραμένει ο ίδιος και παρότι σημαντικός για μένα, δεν τον αναλύω».

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Φον Χορν δεν έκανε αυτό που αρχικώς ήθελε: μια ταινία τρόμου. «Φαίνεται ότι η ανάγκη μου να εστιάσω στον άνθρωπο είναι πολύ έντονη – τόσο που τελικά δεν μπορώ να κάνω απλώς μια ταινία είδους. Οταν ενδιαφέρεσαι για τον άνθρωπο κάθε ταινία είδους μετατρέπεται σε ανθρώπινο δράμα. Και γι’ αυτό νιώθω ότι το δράμα δεν έχει ποτέ την αίσθηση της ταινίας είδους».

Στον Φον Χορν όμως αρέσει η μείξη και το «Κορίτσι με τη βελόνα» είναι εμπνευσμένο από τις εικόνες που προέρχονται από την εποχή στην οποία τοποθετείται. «Οι εικόνες που δείχνω εδώ είναι αναφορές στις εικόνες που έχουμε στο μυαλό μας από εκείνη την εποχή» είπε. «Ετσι μπορείς να πετύχεις ένα ταξίδι στον χρόνο, σε έναν κόσμο περασμένο. Αυτή η προσέγγιση με ενδιαφέρει περισσότερο από το να κάνω μια έρευνα για να αποτυπώσω με ακρίβεια το πώς έδειχνε η Κοπεγχάγη εκείνη την εποχή».

Ο Φον Χορν όμως δεν μελέτησε μόνο ταινίες του γερμανικού εξπρεσιονισμού αλλά και άλλες. Αναφέρει τη «Λίστα του Σίντλερ» (1993) του Στίβεν Σπίλμπεργκ όπως και τον «Ολιβερ Τουίστ» (1948) του Ντέιβιντ Λιν. «Το σινεμά είναι μια θάλασσα εικόνων που αν ξέρεις πως να τις διαχειριστείς μπορείς να κάνεις κάτι δικό σου».