«Oλα στο Σύμπαν έχουν έναν ρυθμό, όλα χορεύουν». Ετσι πίστευε η σπουδαία αμερικανίδα λογοτέχνις και ακτιβίστρια Μάγια Αγγέλου και, αλήθεια, δεν είχε καθόλου άδικο. Πέρα από την αυτονόητη εμπειρία το διαπιστώνει κανείς και μέσα από την έκθεση «Dance Worlds» στο Bundeskunsthalle στη Βόννη της Γερμανίας.

Ενα πλούσιο αφιέρωμα που επικεντρώνεται στην εξέλιξη και στον ρόλο του χορού σε παγκόσμια κλίμακα και έχει ως στόχο να αναδείξει τη σημασία του ως μέσου έκφρασης και επικοινωνίας: ο χορός ως πολιτισμική παράδοση, ως κομμάτι τελετουργιών και γιορτών αλλά και ως καλλιτεχνική μορφή που συνδέεται με άλλες τέχνες. Η έκθεση οργανώνεται λοιπόν σε θεματικά κεφάλαια που αναδεικνύουν τον κοινωνικό, πολιτιστικό και καλλιτεχνικό ρόλο αυτής της τέχνης μέσα από οθόνες βίντεο, μεγάλες προβολές, φωτογραφίες, αφίσες, κοστούμια, βιβλία και αρχειακό υλικό.

Μια ξεχωριστή πτυχή της συγκεκριμένης διοργάνωσης είναι ότι αποζητεί την ενεργή συμμετοχή του κοινού, καθώς περιλαμβάνει ζωντανές παραστάσεις και εργαστήρια χορού μέσα στο μουσείο, προσφέροντας στους επισκέπτες την ευκαιρία να συμμετάσχουν και να γνωρίσουν τη διαδικασία χορογραφίας από κοντά, να περάσουν δηλαδή από τη θεωρία στην πράξη.

Ο κεντρικός άξονας

Yπάρχει άλλωστε ο κεντρικός θεματικός άξονας «Dancing Together» που παραπέμπει προς αυτή την κατεύθυνση και όπου αναδεικνύεται ο χορός ως μια συλλογική εμπειρία με βαθιά κοινωνικοπολιτισμική σημασία. Διότι βέβαια ο χορός φέρνει κοντά τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου ή κοινωνικής θέσης, προσφέροντας ένα κοινό έδαφος συνύπαρξης και επικοινωνίας, είτε ως τελετουργία είτε ως ψυχαγωγία.

Οι υποενότητες αναπτύσσουν θεματικές που αναδεικνύουν πώς λειτουργεί ο χορός ως μέσο αφήγησης, τη χρήση του ως μέσου αντίστασης και διαμαρτυρίας, που αναδεικνύουν την πνευματική αλλά και την ψυχαγωγική του διάσταση – για να μην πούμε για τις αναπόφευκτες οικειοποιήσεις του από πολιτισμό σε πολιτισμό. Αναμενόμενα παρουσιάζεται το έργο γνωστών δημιουργών.

Nα αναφέρουμε ενδεικτικά την Πίνα Μπάους, η οποία γεφύρωσε την τέχνη του χορού και του θεάτρου μέσα από το χοροθέατρο (Tanztheater) που εμφανίστηκε στη Γερμανία στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ως αντίδραση στις αστικές συμβάσεις της μεταπολεμικής κοινωνίας και στις παραδόσεις του μπαλέτου, την Αν Τερέζα Ντε Κέερσμακερ, που ενσωμάτωσε καθημερινές κινήσεις στο χορογραφικό λεξιλόγιο, ή την Ιβόν Ράινερ, που αμφισβήτησε την τεχνική δεξιοτεχνία ως κύριο στοιχείο της παράστασης.

Από κοντά και ο Στιβ Πάξτον, ο οποίος ανέπτυξε αυτοσχεδιαστικές τεχνικές που καταργούσαν προκαθορισμένα μοτίβα, ή ο Σαμπούρο Τεσιγκαουάρα, ο οποίος αξιοποίησε την έντονη σωματικότητα για να δημιουργήσει νέες κινητικές εικόνες. Ομως στην έκθεση παρουσιάζεται και η δουλειά χορογράφων που ξεχάστηκαν με το πέρασμα του χρόνου ή τέλος πάντων δεν έγιναν τόσο ευρέως γνωστές/γνωστοί όσο πιθανώς θα τους άξιζε.

Οπως είναι η περίπτωση της Αμερικανίδας Λόι Φούλερ (1862-1928), η οποία ανέπτυξε τον λεγόμενο «Serpentine dance» στα τέλη του 19ου αιώνα, έναν γρήγορο χορό με ελικοειδείς κινήσεις που έδιναν ροή και κίνηση σε μεταξωτά κοστούμια με τη συνδρομή καλαμιών μπαμπού.

Σε συνδυασμό με τις χρωματιστές προβολές φωτός στη σκηνή δημιουργούνταν μια υπνωτική εμπειρία για το κοινό. Η Φούλερ όχι μόνο καθιέρωσε τον σπειροειδή χορό της ως μια νέα μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά συνέβαλε και στην τεχνολογική εξέλιξη της σκηνικής τέχνης. Από το 1895 οι παραστάσεις της πέρασαν στη μεγάλη οθόνη, γοητεύοντας το κοινό μέσα από τις πρώτες έγχρωμες ταινίες.

Ιστορίες με το σώμα

Αρχετυπική θεματική είναι εκείνη που αναφέρεται στην αφηγηματική δύναμη του χορού (Storytelling), καθώς το σώμα και οι ανεξάντλητες δυνατότητές του έχουν χρησιμοποιηθεί, και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται, για να μεταφέρουν ιστορίες με την πιο ποικιλόμορφη θεματολογία. Παράλληλα, είτε ηθελημένα είτε όχι, αντανακλούν και κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές και καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής όπου διαδραματίζονται ή αφηγούνται.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το διαχρονικά αγαπημένο μπαλέτο με καταγωγή από την Ιταλία του 15ου αιώνα, που εξελίχθηκε στη σκηνική του μορφή στη Γαλλία τον 17ο αιώνα. Οι μεταρρυθμιστές του 18ου αιώνα αντέδρασαν στη φορμαλιστική πρακτική του η οποία είχε παγιωθεί με τον καιρό και οι χορευτές πλέον άρχισαν να δημιουργούν ρόλους όπου θα έδιναν χώρο στο συναίσθημα και στην ατομική έκφραση.

Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν έργα για μπαλέτο όπως η «Ζιζέλ» το 1841 ή η κλασική «Λίμνη των κύκνων» το 1875-76. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι αφηγηματικές συμβάσεις του μπαλέτου αμφισβητήθηκαν και αναζητήθηκαν πιο ευέλικτες προσαρμογές του.

Η θρυλική ομάδα χορού Ballets Russes, που ίδρυσε ο Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, έδειξε τον δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση. Με τις παραγωγές του, ο Ντιαγκίλεφ δημιούργησε ένα είδος Gesamtkunstwerk (συνολικού έργου τέχνης), το οποίο συγκλόνισε και ενθουσίασε το κοινό με τη νέα χορευτική αισθητική του και τις σκόπιμες προκλήσεις του. Με έργα όπως η «Σεχραζάτ» ή το «Το πουλί της φωτιάς», ικανοποίησε την τότε προτίμηση του κοινού για το «εξωτικό», αλλά η νέα του γλώσσα άλλαξε για πάντα το μπαλέτο και τις αντιλήψεις του κοινού περί αυτού.

Παρεμπιπτόντως, στην έκθεση αναδεικνύονται η ζωή και το έργο του Βάτσλαφ Νιζίνκσι (1889-1950), ο οποίος συνεργάστηκε με τον Ντιαγκίλεφ. Το μέσο που χρησιμοποιείται για να γίνει αυτή η αναφορά είναι το μπαλέτο «Nijinsky» (2000) του χορογράφου και μελετητή του Νιζίνσκι Τζον Νοϊμάιερ. Ο Νοϊμάιερ συνδυάζει τις επαναστατικές ιδέες του Νιζίνσκι με τη δική του γλώσσα κίνησης, φωτίζοντας παράλληλα το δημιουργικό του περιβάλλον, ιδίως τα προαναφερθέντα Ballets Russes του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, μία από τις πρώτες και πιο επιδραστικές «περιοδεύουσες ομάδες» στην ιστορία του χορού.

People dance during the Soul Train Line Show, United States, April 1975. (Photo by Michael Ochs Archives/Getty Images)

Αναγέννηση και μπαρόκ

Ο αυλικός χορός ήκμασε κατά την Αναγέννηση και την μπαρόκ περίοδο, με αμέτρητα βιβλία να συνοψίζουν τους περίπλοκους κανόνες, ενώ οι απαραίτητοι διδάσκαλοι έπρεπε να εφευρίσκουν συνεχώς νέους χορούς και να δείχνουν στους μαθητές τους τα σωστά βήματα, τις κινήσεις των χεριών και τις χορογραφίες. Πολλοί από αυτούς τους χορούς, που σήμερα θεωρούνται «ιστορικοί», έχουν διασωθεί μόνο μέσω της μουσικής, όπως το μενουέτο, ένας γαλλικός αριστοκρατικός χορός εξαιρετικά δημοφιλής τον 17ο και τον 18ο αιώνα.

Μόνο όταν υιοθετήθηκαν στις αστικές αίθουσες χορού έχασαν τον τελετουργικό τους χαρακτήρα. Το δημοφιλές βαλς, γνωστό ήδη πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, αρχικά θεωρούνταν χυδαίο λόγω της στενής φυσικής επαφής μεταξύ των χορευτών. Με τον καιρό εξελίχθηκε σε έναν κλασικό χορό που είναι απαραίτητος σε κάθε χοροεσπερίδα και αποτελεί έναν από τους πέντε τυποποιημένους χορούς Ballroom (oι άλλοι είναι το βιεννέζικο βαλς, το φόξτροτ, το quickstep και το τάνγκο) σύμφωνα με το World Dance Council.

Χορεύοντας στον δρόμο

Yπάρχει βέβαια και η περίπτωση του χορού ως συμμετοχικής παράστασης, αν και όχι ακριβώς ηθελημένης ή σκηνοθετημένης. Ο χορός που βγαίνει στους δρόμους και αποσκοπεί να ενώσει τους κατοίκους μιας πόλης μέσα από τη δημοκρατική δύναμή του. Η Αννα Χάλπριν (1920-2021), πρωτοπόρος χορεύτρια και χορογράφος, δημιούργησε τέτοιες παραστάσεις τη δεκαετία του 1970 στο πλαίσιο των πολιτικών αναταραχών στις ΗΠΑ, μετατρέποντας το Σαν Φρανσίσκο σε μια σκηνή όπου εκτυλίσσονταν ειρηνικές τελετουργικές περφόρμανς. Η Στέφανι Τιρς αναβίωσε την ιδέα αυτή στην Κολωνία το 2016, όταν η πόλη μετατράπηκε σε έναν χώρο συνύπαρξης μέσα από έναν ολοήμερο χορό.

Η Κάθριν Ντάναμ (1909-2006) από την πλευρά της αξιοποίησε τη χορογραφία ως εργαλείο διαμαρτυρίας κατά του ρατσισμού ιδρύοντας τη δεκαετία του 1940 την πρώτη περιοδεύουσα χορευτική ομάδα διεθνώς, στην οποία συμμετείχαν κυρίως αφροαμερικανοί καλλιτέχνες. Αργότερα, στη δεκαετία του 1970, χορευτικά είδη όπως το hip hop και η house εμφανίστηκαν ως μορφές χειραφέτησης καταπιεσμένων κοινοτήτων, αποδεικνύοντας ότι ο χορός μπορεί να λειτουργήσει ως διαμαρτυρία, όπως συνέβη και στη Νότια Αφρική με τον χορό Pantsula κατά την εποχή του απαρτχάιντ.

Υπέρβαση των συμβάσεων

Το ιαπωνικό Butoh, ο «χορός του σκότους» που εξετάζει τη ζωή από την οπτική της οδύνης και του θανάτου ως κίνημα διαμαρτυρίας, αντιτίθεται στις κοινωνικές και καλλιτεχνικές συμβάσεις της Ιαπωνίας, αντλώντας παράλληλα επιρροές από τη Δύση. Σημαντική επίδραση στον συνιδρυτή του Butoh, Καζούο Ονο (1906-2010), είχε ο γερμανός χορευτής και χορογράφος Χάραλντ Κρόιτσμπεργκ (1902-1968), ο οποίος ξεχώρισε για την ικανότητά του να αποδίδει σύνθετους χαρακτήρες και αφηγηματικές δομές μέσω έντονα φορτισμένων συναισθηματικών ερμηνειών.

Ο Κρόιτσμπεργκ συνδέθηκε με το κίνημα Ausdruckstanz, το οποίο προέβαλλε την απελευθέρωση των συναισθημάτων μέσα από τη δημιουργική έκφραση. Διότι ο εκφραστικός ή εξπρεσιονιστικός χορός του πρώτου μισού του 20ού αιώνα επαναπροσδιόρισε τις θεατρικές και παραστατικές παραδόσεις, δίνοντας έμφαση στο σώμα ως μέσο «απελευθέρωσης».

Καλλιτέχνες όπως η Γερμανίδα Βαλέσκα Γκερτ (1892-1978) ανέπτυξαν επαναστατικά στυλ που συνδύαζαν στοιχεία χορού, θεάτρου και παντομίμας, ενώ η Ανίτα Μπέρμπερ (1899-1928) προκαλούσε το συντηρητικό κοινό της Βιέννης και του Βερολίνου τη δεκαετία του 1920 με τους «σκανδαλώδεις» γυμνούς χορούς της, επαναπροσδιορίζοντας τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης.

Το Lindy Ηop όπως το απογείωσαν οι Λέον Τζέιμς και Βίλα Μέι Ρίκερ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: GJON MILI / THE LIFE PICTURE COLLECTION / SHUTTERSTOCK

Δόσεις «εξωτισμού»

Από την αρχή το μπαλέτο ενσωμάτωσε εξιδανικευμένα μοτίβα από μη ευρωπαϊκούς πολιτισμούς για να εξυπηρετήσει ιδέες περί «εξωτισμού». Ο δε σύγχρονος χορός στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ αναζήτησε και εκείνος αρχικά έμπνευση στον χώρο του «εξωτικού» χορού διασκέδασης. Ετσι προέκυψαν ψευδο-αιγυπτιακοί ή ψευδο-ινδικοί χοροί, των οποίων οι χορογραφίες, τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν συχνά προϊόντα πολιτισμικής οικειοποίησης.

Για παράδειγμα, η αμερικανίδα χορεύτρια Ρουθ Σεντ Ντένις (1879-1968), δασκάλα μαθητριών όπως η Μάρθα Γκράχαμ, με έμπνευση από ινδικούς χορούς και από τις θρησκευτικές της σπουδές δημιούργησε μια σειρά «ινδικών» χορογραφιών. Αν και προέρχονταν αποκλειστικά από τη φαντασία της, διαμόρφωσαν την ευρωπαϊκή και αμερικανική αντίληψη για αυτή την τέχνη. Αντίθετα, η γαλλο-ινδή χορεύτρια Νιότα Ινιόκα (1896-1971) συνδύασε τις ανατολικές και δυτικές παραδόσεις στους χορούς της, δημιουργώντας μοναδικές χορογραφίες. Αφησε πίσω της μια εντυπωσιακή γραπτή και εικονογραφική κληρονομιά, αποσπάσματα της οποίας εκτίθενται για πρώτη φορά. Μολονότι κάποτε χαρακτηριζόταν «εξωτική χορεύτρια», σήμερα θεωρείται εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού σύγχρονου χορού.

Τάνγκο, σάλσα, τσάρλεστον

Η πολυπολιτισμική ιστορία του τάνγκο και της σάλσα αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές των τελευταίων αιώνων. Το τάνγκο αναδύθηκε τον 19ο αιώνα στις λαϊκές συνοικίες του Μοντεβιδέο και του Μπουένος Αϊρες, αποτελώντας μια μοναδική σύνθεση αφρικανικών, ευρωπαϊκών και αυτόχθονων παραδόσεων. Στη συνέχεια «εξημερώθηκε» από ευρωπαίους χορογράφους, δίχως όμως να χάσει την αισθησιακή του κίνηση.

Η σάλσα, που χορεύεται σήμερα σε όλον τον κόσμο και δημιουργήθηκε από τους ισπανόφωνους της Καραϊβικής και τους ισπανόφωνους μετανάστες στις ΗΠΑ, είναι επίσης ένα μείγμα ευρωπαϊκών, αφρικανικών επιρροών και λάτιν χορών. Πάντως, πολλοί κοινωνικοί χοροί φέρουν την κρυφή κληρονομιά της αποικιοκρατίας και της εκμετάλλευσης. Οι χοροί των σκλαβωμένων στις νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ αποτέλεσαν μια πράξη αντίστασης και έκφραση ελπίδας για ελευθερία.

Η τζαζ και το τσάρλεστον, που έφτασαν στην Ευρώπη από τη Νέα Υόρκη στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι επίσης προϊόντα πολιτιστικής ανταλλαγής. Εμπνευσμένα από την αφρικανική μουσική και κίνηση, αυτοί οι χοροί αποτέλεσαν ένα μέσο έκφρασης της αφροαμερικανικής κοινότητας, ειδικά κατά τη Μεγάλη Μετανάστευση. Αυτές οι κινήσεις εξελίχθηκαν στους γνωστούς χορούς που κατέκτησαν την Ευρώπη και τον κόσμο.

INFO «Dance Worlds»: Bundeskuntsthalle, Βόννη, έως τις 16 Φεβρουαρίου 2025.