Η «Μάρνι», η πλέον πρόσφατη όπερα του Αμερικανού Νίκο Μιούλι, που θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε σε απευθείας μετάδοση από τη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Θεσσαλονίκης και σε επιλεγμένους χώρους ανά την Ελλάδα στις 10 Νοεμβρίου, ακολουθεί περισσότερο την ομότιτλη νουβέλα του Γουίνστον Γκρέιαμ (1961) παρά τη γνωστή ταινία του Χίτσκοκ (1964). Σε αντίθεση με τον «άρχοντα του σασπένς» που τοποθετεί τη δράση στις ΗΠΑ, ο 37χρονος συνθέτης σε συνεργασία με τον βετεράνο Νίκολας Ράιτ, ο οποίος υπογράφει το ποιητικό κείμενο, την επαναφέρουν στη Βρετανία στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ενώ παράλληλα εντάσσουν χαρακτήρες που απουσιάζουν από το φιλμ. Ανάμεσά τους η πλέον καθοριστική είναι η κυρία Ράτλαντ, η πιεστική μητέρα του συζύγου της ηρωίδας Μαρκ. Ο Τέρι, εξάδελφος του Μαρκ στο βιβλίο, εν προκειμένω «ζωντανεύει» στον ρόλο του άσωτου αδελφού. Παράλληλα, η οπερατική «Μάρνι» δεν φοβάται το κόκκινο χρώμα – όπως συμβαίνει στην ταινία όπου λιποθυμά στη θέα του – ενώ άλλη μια ομοιότητα με το βιβλίο είναι ότι η μητέρα της πρωταγωνίστριας πεθαίνει προτού αποκαλυφθούν τα μυστικά από το παρελθόν.
«Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο μού φάνηκε πολύ πιο ενδιαφέρον από την ταινία» έχει ομολογήσει ο συνθέτης στον Τύπο παραδεχόμενος ότι ξαναείδε το φιλμ του Χίτσκοκ μόνο μία φορά προτού μπει στη διαδικασία της σύνθεσης του δικού του έργου. Η ιδέα για μια οπερατική εκδοχή της «Μάρνι» – της ιστορίας της κλεπτομανούς ηρωίδας την οποία ο πλούσιος επιχειρηματίας συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω και την πιέζει να τον παντρευτεί – του προτάθηκε από τον σκηνοθέτη Μάικλ Μάγερ πριν από πέντε, περίπου, χρόνια και του άρεσε εξ αρχής. Οπως έχει δηλώσει, σε αντίθεση με τον Χίτσκοκ που έδωσε έμφαση στον σεξουαλικό σαδισμό του συζύγου της Μάρνι, ο ίδιος προτίμησε να τονίσει ιδιαίτερα την ηθική αμφισημία της ιστορίας και την ψυχολογική πολυπλοκότητα της ηρωίδας, εξ ου και άντλησε μεγαλύτερη έμπνευση από το βιβλίο, γεγονός το οποίο, παράλληλα, τον απελευθέρωσε «από κάθε μουσική και οπτική εμπλοκή με το φιλμ».
«Στο μυαλό μου είχα τις όπερες του Μότσαρτ όπου από το πρώτο λεπτό που παίζει η ορχήστρα καταλαβαίνεις τη συμπεριφορά και τα κίνητρα του κάθε ρόλου επί σκηνής» έχει δηλώσει ο Μιούλι. Ετσι, μία από τις πρώτες αποφάσεις που πήρε προτού καν ακόμη διαβάσει το ποιητικό κείμενο του Ράιτ ήταν ότι καθένας από τους κύριους ρόλους θα είχε το «δίδυμό» του όργανο στην ορχήστρα ώστε «η μουσική να έχει άρρηκτη σχέση με όσα λένε οι ήρωες στη σκηνή». Το έργο κατατάσσεται στην κατηγορία της «μεγάλης όπερας» αφού περιλαμβάνει 18 σολίστες ενώ επιφυλάσσει σημαντικό ρόλο στη χορωδία και απαιτεί μεγάλη ορχήστρα. Ο συνδυασμός παράδοσης και νεωτερικότητας αντανακλά το ενδιαφέρον του συνθέτη για τις παλαιότερες μουσικές φόρμες και ταυτόχρονα για τη μοντέρνα έκφρασή τους.
Συνεργάτης του Φίλιπ Γκλας
Η «Μάρνι» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 18 Νοεμβρίου 2017 από την Εθνική Οπερα της Αγγλίας ενώ η αμερικανική πρεμιέρα της δόθηκε στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης στις 19 του περασμένου Οκτωβρίου με τη διάσημη μεσόφωνο Ιζαμπελ Λέοναρντ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Γεννημένος το 1981 στις ΗΠΑ, γιος ενός αμερικανού δημιουργού ντοκιμαντέρ και μιας γαλλίδας ζωγράφου, ο Μιούλι θεωρείται σήμερα ένας από τους εμπορικότερους συνθέτες σύγχρονης κλασικής μουσικής, έχοντας όμως δοκιμάσει την τύχη του και σε άλλα είδη, όπως η ποπ για παράδειγμα. Μεγάλωσε σε ιδιαίτερα εκλεκτικό περιβάλλον και σύμφωνα με όσα έχει πει ο ίδιος από πολύ νωρίς οι γονείς του τον αντιμετώπιζαν ως ενήλικο και φρόντιζαν να αναπτύξουν την κριτική του ικανότητα. Ταξίδεψε πολύ, έμαθε ξένες γλώσσες, σπούδασε μουσική και πολύ νωρίς στην καριέρα του εργάστηκε κοντά στον Φίλιπ Γκλας. Μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία και η συνθετική παραγωγή του περιλαμβάνει μουσική για μπαλέτο, έργα ορχηστρικά και συνθέσεις δωματίου, τραγούδια, κομμάτια για σόλο πιάνο, χορωδιακή αλλά και κινηματογραφική μουσική.
Η «Μάρνι» είναι η τρίτη όπερά του. Εχουν προηγηθεί, μερικά χρόνια νωρίτερα, οι «Σκοτεινές αδελφές» («Dark Sisters», 2010) και την επόμενη χρονιά τα «Δυο αγόρια» με θέμα τις αρνητικές – εντελώς απρόβλεπτες κάποιες φορές – συνέπειες του Διαδικτύου. Εν προκειμένω, η πλέον πρόσφατη απόπειρά του στο είδος εκτιμήθηκε, κατά γενική ομολογία από τον διεθνή Τύπο, με την κριτική να εκφράζεται ευμενώς για συγκεκριμένα στοιχεία του έργου αλλά και για τους συντελεστές: τον αρχιμουσικό Ρόμπερτ Σπάνο που διευθύνει την ορχήστρα της Μετροπόλιταν στο αμερικανικό ανέβασμα της όπερας αλλά και για την πρωταγωνίστρια Ιζαμπελ Λέοναρντ. Ωστόσο, δεν έλειψαν οι φωνές που διατύπωσαν την άποψη ότι το αποτέλεσμα δεν φτάνει στο επίπεδο του σασπένς που κατόρθωσε να κατακτήσει ο Χίτσκοκ ενώ η μουσική σε κάποιες περιπτώσεις απλώς συνοδεύει τη δράση αδυνατώντας να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες αντιρρήσεις μοιάζουν λιγότερο σημαντικές από αυτό καθαυτό το γεγονός του ανεβάσματος ενός νέου λυρικού έργου το οποίο έχει πάντα – ή έστω τις περισσότερες φορές – πολυαναμενόμενο χαρακτήρα.
Δύο ντίβες επί σκηνής
Παρά τις προσπάθειες του συνθέτη να αποστασιοποιηθεί από την ταινία του Χίτσκοκ, η αμερικανική πρεμιέρα της οπερατικής «Μάρνι» σφραγίστηκε από μια εξαιρετικά συγκινητική, σύμφωνα με τους «New York Times», σκηνή. Το γεγονός ότι στο τέλος του έργου η κινηματογραφική πρωταγωνίστρια, η 88χρονη σήμερα, Τίπι Χέντρεν ανέβηκε στη σκηνή της Μητροπολιτικής Οπερας έχοντας δίπλα της την Ιζαμπελ Λέοναρντ, για να εισπράξουν αμφότερες το θερμό χειροκρότημα του κοινού. Το ανέβασμα της όπερας στον απόηχο του «σκανδάλου Γουάινστιν» (συγκυρία στην οποία έχει αναφερθεί και ο Μιούλι σε δηλώσεις του στον Τύπο) αλλά και οι παλαιότερες αποκαλύψεις της Χέντρεν για τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη η ίδια από τον Χίτσκοκ στη διάρκεια των γυρισμάτων της «Μάρνι» επανέφεραν, μοιραία, στο προσκήνιο τις αντίστοιχες συζητήσεις. «Κατέστρεψε την καριέρα μου αλλά δεν κατέστρεψε τη ζωή μου» δήλωσε κάποτε το «κορίτσι», όπως αποκαλούσε ο Χίτσκοκ την πρωταγωνίστριά του. Η εικόνα της επί σκηνής ήρθε να το αποδείξει…