Κεκλιμένος, σισύφειος χώρος στο Θέατρο Πόρτα, ένας δρόμος ανηφορικός και ρημαγμένος σαν ακινητοποιημένο βέλος που, διαπερνώντας σύγχρονες νύξεις καταστροφής και δυστοπίας, φαίνεται να ατενίζει κάτι. Τι θα μπορούσε να είναι αυτό; Η σύζευξη, μεταξύ άλλων, νοήματος και μέλλοντος μες στη διαταραγμένη συνείδηση της ανθρωπότητας (την οποία συναποτελούν και όσοι φεύγουν και όσοι έρχονται).
Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, ο Ντιντί και ο Γκογκό, το βασικό πρωταγωνιστικό δίδυμο στο διαχρονικό τραγικωμικό αριστούργημα του Σάμιουελ Μπέκετ με τίτλο «Περιμένοντας τον Γκοντό», που στην απέριττη σκηνοθετική προσέγγιση του Θωμά Μοσχόπουλου ενσαρκώνουν δύο κατά πολύ νεότεροι άνδρες ηθοποιοί, Πάνος Παπαδόπουλος και Τάσος Ροδοβίτης αντιστοίχως, συμπορεύεται εδώ και περίπου μισό αιώνα. Βλαδίμηρος και Εστραγκόν, οι οποίοι εκπροσωπούν «ολόκληρη την ανθρωπότητα» που «φθίνει και φθείρεται» μέσα σε έναν «βόθρο», μαζί δεν κάνουν και χώρια αδυνατούν.
Εσχάτως λοιπόν, ακριβώς επειδή περιμένουν (ή, εν πάση περιπτώσει, αυτό προκύπτει και συμβαίνει λόγω μιας σχεδόν ζωτικής ανάγκης να περιμένουν ούτως ή άλλως) τον μυστηριώδη Γκοντό, τον οποίο μάλιστα περιμένουν πια σε ένα μεταίχμιο πέραν της αβεβαιότητας και της απελπισίας, εξακολουθούν να επιδίδονται, ώσπου εκείνος να εμφανιστεί, σε μια ακατάσχετη φλυαρία, εξόχως ευάλωτη και αρκούντως βαθυστόχαστη, που αναφορτίζεται από τις παύσεις, λαμπρύνεται από τις σιωπές. Και κάπως έτσι, με τούτο το παιγνιώδες πάρε δώσε που μετεξελίσσεται σε σοβαρότατη στρατηγική επιβίωσης, περνάει η ώρα μέχρι να σκοτεινιάσει, ο βαθύσκιωτος χρόνος κυλάει, ξορκίζεται η πυκνή μοναξιά, μοιράζεται η υπαρξιακή άβυσσος που ποτέ δεν γεμίζει παρά, πρόσκαιρα και σωτήρια, αποξεχνιέται.
Διότι (μας εξωθεί ο κορυφαίος δραματουργός να αναγνωρίσουμε ότι) η ζωή μας δεν θεμελιώνεται στο νόημα, και ωστόσο, η όποια αξία της, η όποια ουσία της ζωής (εφόσον αναδεχόμαστε ακόμα το σθένος να τη ζούμε και δεν πάμε να κρεμαστούμε σε κάποιο δέντρο, ούτε εμείς ούτε οι Βλαδίμηρος και Εστραγκόν ασφαλώς, μην ξεχνιόμαστε) συνίσταται μάλλον στην αμφίβολη πλην γενναία προσπάθεια να αποδώσουμε εμείς στη ζωή (αν όχι με απόλυτη συναίσθηση απέναντί της, τουλάχιστον όμως υποψιασμένοι για τα ζάρια της τύχης και τις αιφνίδιες επιθέσεις του παραλόγου) κάποιο περιεχόμενο που αναπόφευκτα καμώνεται κάποιο νόημα.
Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και για το έργο του Μπέκετ καθαυτό, το «Περιμένοντας τον Γκοντό», μια απαράμιλλη μινιμαλιστική συνθήκη ανοιχτότητας, μια έντεχνη οργάνωση του κενού ανάμεσα στην ανία της καθημερινής ρουτίνας και στον τρόμο της μεταφυσικής εκτροπής, η οποία από τα μέσα του 20ού αιώνα δεν έχει σταματήσει να γεννοβολά ποικίλες ερμηνείες αλλά και –το κρισιμότερο ίσως– να τις απορροφά προσαρμοζόμενη στο πλέγμα αδιεξόδων της εκάστοτε συγκυρίας, στο ανείπωτο της κάθε εποχής. Και, βεβαίως, στον ξεχωριστό ορίζοντα της κάθε γενιάς. Νεότεροι ηθοποιοί ερμηνεύουν επίσης τους ρόλους του εξουσιαστή Πότζο (Γιάννης Σαμψαλάκης) και του εξουσιαζόμενου Λάκυ (Γιάννης Βαρβαρέσος), εκτός του προβλεπόμενου Αγοριού (Πέτρος Δημοτάκης).
«Μη μ’ αγγίζεις! Μη με ρωτάς! Μη μου μιλάς! Μη φύγεις από κοντά μου!» λέει κάποια στιγμή ο Εστραγκόν στον Βλαδίμηρο και, ενδεχομένως, οι αλυσιδωτές αυτές φράσεις (που αποκαλύπτουν τις αντινομίες, τις αντιφάσεις των διαπροσωπικών σχέσεων) να αναδεικνύουν εναργέστερα το πλησίασμα του Μοσχόπουλου στο έργο, ένα πλησίασμα που προωθεί την εξοικείωση των θεατών με το συνταρακτικό αυτό κείμενο, όχι όμως μέσα από τον ιδιορρυθμία της σύμβασης αλλά μέσα από τη φυσικότητα στη ροή του λόγου.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Μοσχόπουλος, δεδομένης της στιβαρής μπεκετικής φόρμας, επιχειρεί μια μεσολάβηση (ένα ραντεβού, μεταξύ συγγραφέα και νεότερων γενεών), η οποία προκρίνει την πυρηνική σημασία της επίμονης συντροφικότητας, έναν ανθρώπινο ιδεαλισμό της μικρής κλίμακας, τώρα, σε μια περίοδο που έχουν παρέλθει μεν οι μεγάλοι πόλεμοι, αλλά οι πόλεμοι μαίνονται ακόμα, περισσότεροι, αδιόρατοι, αμφίσημοι, ύπουλοι. Υψηλής αισθητικής το ατμοσφαιρικό σκηνικό του Βασίλη Παπατσαρούχα. Θίασος άνετος, καλοκουρδισμένος και αποτελεσματικός.
***
Συντελεστές
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος, Δραματουργία: Δηώ Καγγελάρη, Σύμβουλος προσωδίας: Κορνήλιος Σελαμσής, Σκηνικά – κοστούμια – video teaser: Βασίλης Παπατσαρούχας, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Επιμέλεια κίνησης: Χρήστος Στρινόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη: Στέλιος Θεοδώρου, Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Σταύρος Μπαρμπουνάκης, Φωτογραφίες – trailer παράστασης: Πάτροκλος Σκαφίδας, Σχεδιασμός μακιγιάζ: Όλγα Φαλέι, Ζωγραφική εκτέλεση κοστουμιών: Στέλλα Παγώνη, Βασίλης Παπατσαρούχας, Κατασκευή σκηνικού: LAZARIDIS SCENIC STUDIO
Ερμηνεύουν
Πάνος Παπαδόπουλος, Τάσος Ροδοβίτης, Γιάννης Σαμψαλάκης, Γιάννης Βαρβαρέσος, Πέτρος Δημοτάκης
***
Θέατρο Πόρτα (Μεσογείων 59, Αθήνα)
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 & Κυριακή στις 19.00