Με τον Κώστα τον Γεωργουσόπουλο με συνέδεσε μια βαθιά, μακρόχρονη και ουσιαστική φιλία από τα πανεπιστημιακά μας χρόνια στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών.
Στην παρέα μας με τον Κώστα η μετέπειτα σύζυγός του Ναυσικά Μάργαρη, μια υπέροχη καλλιεργημένη γυναίκα που χάθηκε νωρίς, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Κώστας Σβολόπουλος, ο Βασίλης Λαμπρινουδάκης, ο Νίκος Ζίας, κάποιες φορές η Ελένη Καραΐνδρου και ο Νίκος Φαράκλας, η Δήμητρα Θεοφανοπούλου, ο Αγγελος Χωρέμης κ.ά. Συναντιόμαστε κατά καιρούς, εκδρομές, συζητήσεις, διαφωνίες, πειράγματα, μια άλλη φοιτητική ζωή.
Ο Κώστας, ανήσυχος, πληθωρικός, αεικίνητος από νέος, πέρασε στον εκπαιδευτικό στίβο ενός σχολείου υψηλών απαιτήσεων, όπου ανέδειξε το έμφυτο χάρισμα τού δασκάλου. Ενα χάρισμα που χρειάζεται ιδιαίτερη καλλιέργεια, ειδικές ικανότητες, επιστημονική περιουσία και μεράκι. Δεν είναι τυχαίο που σε όλη την πολυμερή και πλούσια σταδιοδρομία του ο Γεωργουσόπουλος αυτή την ιδιότητα ξεχώριζε ως προσωπική του ταυτότητα.
Είτε δίδασκε στο Σχολείο είτε στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών τού Πανεπιστημίου Αθηνών είτε στις Δραματικές Σχολές είτε στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο τής Στοάς τού Βιβλίου μαγνήτιζε το ακροατήριο με τον λόγο του σε ένα εύρος περιεχομένου που μπορεί κατά περίπτωση να ξεκινούσε από τον Ηράκλειτο και να έφτανε στον Σολωμό, από τον Ευριπίδη στον Καμπανέλλη, από τον Θουκυδίδη στον Παπαρρηγόπουλο, από τον Ομηρο στο δημοτικό τραγούδι, από τον Ροντήρη στον Βέγγο, από τον Χατζιδάκι στον Τσιτσάνη, από τον Κάλβο και τον Παπαδιαμάντη στον Θεόφιλο και τον Μακρυγιάννη.
Θαύμαζες την ευρυμάθειά του συνδυασμένη με δυνατή μνήμη και βαθιά κριτική ικανότητα. Και μέσα από την σοφία του ξεχείλιζε η συγκίνηση και το συναίσθημα, ανάμεικτο με ελληνικά βιώματα, όπως στα τραγούδια του «χίλα μύρια κύματα» ή «Ηταν ο τόπος μου», μελοποιημένα από τον Μαρκόπουλο και τραγουδισμένα από τον Ξυλούρη. Μια παιδική αγνότητα, ένας αφοπλιστικός αυθορμητισμός κι ένα εκφραστικό ηχηρό χαμόγελο συμπλήρωναν την εικόνα του.
Τον Κώστα τον ξέρουμε όλοι κατά πολύ από τα κείμενά του στην θεατρική κριτική. Για να ασκήσεις όμως κριτική σε μια θεατρική παράσταση, πρέπει πρώτα-πρώτα να έχεις βαθιά και ευρεία γνώση, εκλεπτυσμένη και διεισδυτική κρίση. Να έχεις ακόμη την ικανότητα τής ανάλυσης, για να καταλήξεις στην αξιολόγηση.
Να ξεκινάς να βρεις σε μια παράσταση την καλή της πλευρά, αυτό που προσφέρει, αλλά να επισημαίνεις και με παρρησία αδυναμίες και αστοχήματα. Δεν ήταν όμως μόνο η θεατρική του κριτική στο «Βήμα» και στα «Νέα» που τον ανέδειξε στα πνευματικά μας πράγματα, τον καθιέρωσαν μαζί τα απαράμιλλης υφής γενικότερα κείμενά του στα «Νέα», οι διαλέξεις και οι συζητήσεις στην τηλεόραση, πρότυπα λόγου, σκέψης και πνευματικής προσφοράς.
Μίλησα για το θέατρο∙ ο μεγάλος έρωτας τού Γεωργουσόπουλου ήταν το θέατρο. Ηταν κατεξοχήν «θεατράνθρωπος», όπως ο στενός φίλος του και μεγάλος δημιουργός Σπύρος Ευαγγελάτος και όπως φυσικά ο πνευματικός ογκόλιθος Μάριος Πλωρίτης. Ο Γεωργουσόπουλος ήταν θεατρολόγος: μελετητής τού θεάτρου, δάσκαλος θεάτρου, κριτικός τού θεάτρου και πάνω απ’ όλα «εραστής τού θεάτρου». Βαθύς γνώστης, μελετητής και αναλυτής τού αρχαίου δράματος. (Ας θυμηθούμε την δουλειά του στο Κέντρο Αρχαίου Δράματος «Δεσμοί» με την αείμνηστη «ιέρεια» τού αρχαίου θεάτρου, την Ασπασία Παπαθανασίου.)
Κι από την άλλη μεριά, μαζί με τον μεγάλο Κάρολο Κουν, βοήθησε με τα κριτικά του κείμενα στην ανάδειξη τού νεοελληνικού θεάτρου με συγγραφείς όπως οι Καμπανέλλης, Σκούρτης, Μάτεσις, Μανιώτης, Μουρσελάς κ.ά. Τέλος, όσοι γνωρίσαμε τον Κώστα από κοντά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την προσφορά του στην οργάνωση και ανάδειξη τού Θεατρικού Μουσείου στην Ελλάδα, για το οποίο ο Κώστας πέρασε μερικές από τις πιο τραγικές στιγμές τής ζωής του συρόμενος για λόγους γραφειοκρατίας στα δικαστήρια.
Θα ήταν ένα είδος «προδοσίας» τής φιλίας μου με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο να μην αναφερθώ στο προνόμιο που τον διέκρινε έντονα, την δύναμη τής γλώσσας του. Θεωρώ ότι ο Γεωργουσόπουλος είναι ένας από τους μεγάλους μάστορες τής ελληνικής γλώσσας.
Σε αυτό τον βοήθησε η βαθύτερη διαχρονική γνώση τής ελληνικής γλώσσας, και το ακόνισμα τής γλώσσας του στην παραγωγή απαιτητικών κειμένων, όπως τα κείμενα κριτικής τού θεάτρου, τής ποίησής του (με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης) και σε μεγάλο βαθμό των θεατρικών του μεταφράσεων. Ξέρουμε όλοι καλά τι είναι να αναμετρηθείς με το αρχαίο κείμενο, τι σημαίνει να έχεις απέναντί σου τον Αισχύλο ή τον Αριστοφάνη∙ τι είναι να αναμετρηθείς με την γλώσσα, με τα λεπτά και πολυσύνθετα νοήματα τού αρχαίου λόγου, ώστε να κρατήσεις ψηλά το κείμενο! Με δέος στέκεται κανείς απέναντι στις πλέον από 30 θεατρικές μεταφράσεις του από αρχαία κείμενα και στο ευρύτερο συγγραφικό του έργο.
Εχω υποστηρίξει ότι η γλώσσα των κειμένων τού Γεωργουσόπουλου είναι μια πράξη κι ένα πρότυπο «γλωσσικής ελευθερίας» και ένας σκληρός «αγώνας λόγου». Ο Γεωργουσόπουλος αντλεί και αξιοποιεί λέξεις από όλη τη γλωσσική μας παράδοση, αρχαία και νέα. Ετσι, μέσα στα εξαιρετικά κείμενά του, γραμμένα πάντα στη δημοτική μας γλώσσα, θα δεις να αναδύονται αρχαίες, αρχαιοπινείς και λόγιες λέξεις, όχι για «γλωσσική επίδειξη», αλλά λειτουργικά ενταγμένες ώστε να καλύπτουν ουσιαστικές εκφραστικές ανάγκες με λεπτές σημασιολογικές και υφολογικές αποχρώσεις. Ολα αυτά στον Γεωργουσόπουλο γίνονται, βεβαίως, εκ περιουσίας. Γιατί το κείμενο θέλει άσκηση, θητεία και μαθητεία.
Τελειώνοντας, για μένα ο Κώστας Γεωργουσόπουλος υπήρξε ένας προικισμένος διανοούμενος, ένας αγωνιστής τού πνεύματος και τού πολιτισμού που άφοβα ανέδειξε την ελληνικότητα κάθε ουσιώδους μορφής (παράδοσης, γλώσσας, σκέψης, τέχνης, ιδιοπροσωπίας) μέσα από την μεστότητα τού προφορικού του λόγου και την γοητεία των γραπτών κειμένων του. Και πάνω απ’ όλα λειτούργησε ως μια καίρια φωνή τής ελληνικής μας συνείδησης και αυτογνωσίας.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι φιλόλογος, γλωσσολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου και λεξικογράφος.