Η Ναταλία Τσαλίκη φορά το βελούδινο φόρεμά της. Είναι πλέον η Ελσι Κλίνγκενφελτ. Ο σύζυγός της, Χέλγκε, γιορτάζει απόψε τα 60ά γενέθλιά του. Εχουν χάσει την κόρη τους. Για την ακρίβεια, έχει αυτοκτονήσει. Ομως, απόψε το βράδυ η μουσική των 80’s παίζει δυνατά από τα ηχεία. Τα τρία ενήλικα παιδιά τους θα φθάσουν σε λίγο για την οικογενειακή γιορτή. Εκείνη κατεβαίνει από τη σκάλα αγέρωχη.

Θα τσουγκρίσει το ποτήρι της μαζί μου γιατί εδώ, στην παράσταση «Festen» στο θέατρο Αλμα, το όριο μεταξύ θεατή και καλεσμένου σε αυτό το οικογενειακό πάρτι που στήνεται είναι δυσδιάκριτο. Αλλωστε, αυτό ήταν το σκηνοθετικό στοίχημα που έθεσε εξαρχής ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος: να καταρρίψει πλήρως τα ασφαλή όρια μεταξύ σκηνής και πλατείας.

Και έτσι δημιουργεί μία παράσταση που δεν εγκλωβίζεται, αλλά κυλά σαν ορμητικό ποτάμι στους δύο ορόφους του θεάτρου, από το φουαγέ στη σκηνή και τούμπαλιν. Εσύ γίνεσαι αυτόπτης μάρτυρας της κατάρρευσης της καλογυαλισμένης πρόσοψης της οικογένειας Κλίνγκενφελτ, με τον πατέρα να είναι ο βιαστής των ίδιων των παιδιών του.

Συνεχή sold out

Αναχωρώντας από το θέατρο αισθάνεσαι μουδιασμένος. Ο τέταρτος τοίχος, το περίφημο «σύνορο» που διαχωρίζει τους ηθοποιούς από το κοινό, έχει κατακρημνιστεί. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στην παράσταση «Festen» με τα απανωτά sold out, η οποία αποτελεί ίσως το πιο πολυσυζητημένο θεατρικό δρώμενο της φετινής χρονιάς, μένει πιστός στις αρχές που γέννησαν το ίδιο το έργο, μέσα από την ομώνυμη ταινία του 1998 που τάραξε όσα γνωρίζαμε για την κινηματογραφική αφήγηση.

Διά χειρός του 29χρονου τότε Δανού Τόμας Βίντερμπεργκ, πρόκειται για το πρώτο δείγμα του περίφημου «Δόγματος 95», του κινηματογραφικού μανιφέστου για ένα σινεμά μακριά από την τεχνολογία και τις υπερβολές της σύγχρονης παραγωγής, επικεντρωμένο στη φυσικότητα και την αλήθεια της ανθρώπινης εμπειρίας, που θέτουν τον θεατή εντός της κατακλυσμιαίας έκρηξης της αλήθειας, ως αποδέκτη της σφοδρότητας του βιώματος.

Μια δύσκολη ηρωίδα

Συναντώ την επόμενη ημέρα τη Ναταλία Τσαλίκη σε ένα καφέ στην Αγία Παρασκευή. «Ηθοποιός για τα δύσκολα» σκέφτομαι, γιατί η ίδια μοιάζει να μην επαναπαύτηκε ποτέ στις ευκολίες της, ενώ περιδιαβαίνει ανάμεσα στις διαφορετικές ηρωίδες της, όπως τη Γουίνι από τις «Ευτυχισμένες μέρες», την κυρία Aλβινγκ από τους «Βρικόλακες» και τώρα αυτή τη γυναίκα της οποίας ο σύζυγος βιάζει τα παιδιά τους.

«Πρόκειται για μια παράσταση στην οποία ο θεατής δεν πέφτει στα μαλακά» παραδέχεται. «Αντίθετα, σε «ξεβολεύει», σε χρίζει αυτόπτη μάρτυρα η ίδια η συνθήκη που δημιουργεί. Το κίνητρο, φυσικά, του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου δεν ήταν ο εύκολος εντυπωσιασμός, αλλά να μείνει πιστός στο ζητούμενο της απευθείας εμπειρίας του θεατή που πρεσβεύει το «Δόγμα 95». Αγγίζοντάς το αυτό και ως ηθοποιός, αφήνεις τις «ασφάλειές» σου στην άκρη. Καλείσαι να είσαι εντός του ρόλου και την ίδια στιγμή εκτός. Οι θεατές μπορεί να μιλούν δίπλα σου δυνατά, να δακρύζουν, να διαμαρτύρονται για την ουσία του έργου, να θυμώνουν, να αποχωρούν, ακόμη και να σου μιλήσουν άσχημα. Πρέπει να υπηρετείς τη θεατρική σύμβαση και την ίδια στιγμή να είσαι έξω από αυτήν για να αντιμετωπίσεις οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, αλλά χωρίς να βγαίνεις από τον ρόλο σου».

Η κουβέντα νομοτελειακά οδηγείται στα περιστατικά παιδικής κακοποίησης που συνταράσσουν το τελευταίο διάστημα την κοινή γνώμη. Γιατί βγαίνουν στη φόρα τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία; «Γιατί είμαστε μια βαθιά συντηρητική κοινωνία και είχαμε μάθει τόσα χρόνια να κρύβουμε τα πράγματα» απαντά. «Ολα αυτά ανέκαθεν συνέβαιναν. Απλά πλέον η εποχή απαιτεί να κοιταχτούμε ως κοινωνία και ως άτομα στον καθρέφτη. Είχαμε πεισθεί ότι αυτά δεν μπορεί να αφορούν την «αγία ελληνική οικογένεια». Και έτσι πέφτουμε από τα σύννεφα γιατί είχαμε επιλέξει να κλείνουμε τα αφτιά μας».

Της θυμίζω μία ανάρτησή της στο Facebook τον περασμένο Δεκέμβριο. «Ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας αν ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ να φέρουμε παιδιά στον κόσμο…» έγραφε. Χαμογελά. «Μα δεν σε υποχρεώνει κανείς να γίνεις γονιός» απαντά. «Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να έχεις μεγάλο απόθεμα αγάπης μέσα σου, να έχεις ξεριζώσει τα περισσότερα αγκάθια σου, για να βρεις τον χώρο, την ψυχραιμία, την υπομονή να φέρεις έναν άνθρωπο στον κόσμο. Ναι, δεν οφείλεις σε κανέναν να γίνεις γονιός, είναι τελείως προσωπική απόφαση. Αλίμονο εάν πέσεις στην παγίδα τού τι θέλει η κοινωνία, αυτή η ιερά εξέταση, όπως την ονομάζω».

Τα «πρέπει»

Η ίδια έχει απελευθερωθεί από τη γνώμη των άλλων; «Για έναν περίεργο λόγο, από πολύ νωρίς» απαντά. «Δεν μπορούσα να υπάρχω μέσα από τα κοινωνικά πρέπει. Ισως γιατί προερχόμουν από μία ανοιχτόμυαλη οικογένεια, από ένα περιβάλλον καλλιτεχνικό, φιλελεύθερο».

Ετσι, το προσωπικό ταξίδι της κατανόησης του εαυτού της ξεκίνησε νωρίς. «Από 12 ετών» αναφέρει. «Ισως ήταν τα διαβάσματά μου, οι συζητήσεις με τον πατέρα μου, η μουσική… Μπορεί να έπαιξε ρόλο και το ασταθές οικογενειακό περιβάλλον. Εννοώ ότι υπήρχε μια έλλειψη σιγουριάς ως προς το δέσιμο της οικογένειας, η συνύπαρξη των γονιών μου δεν ήταν αρμονική. Το έδαφος δεν ήταν ασφαλές και έτσι αναγκάστηκα να κρατηθώ από τον εαυτό μου».

«Και διαλέξατε λοιπόν κάτι ακόμα πιο ασταθές όπως το θέατρο;» τη ρωτώ. «Nαι, γιατί αυτή ήταν η φύση μου. Από μικρή έμαθα να γκρεμίζω τις ασφάλειές μου για να τις ανασυνθέτω» εξηγεί.

Γιατί πάει ο κόσμος θέατρο

Για την ίδια, ζωή και θέατρο συμβαδίζουν μέσα της, το να βρίσκεται όμως επάνω στο σανίδι μόνο αυτοσκοπός δεν είναι. «Θέλω να είμαι στη σκηνή μόνο όταν έχω κάτι να πω, όχι για να με βλέπουν οι άλλοι. Στις ημέρες μας, άλλωστε, το κοινό έχει μπουκώσει από τα θεάματα, τις ωραίες κοπέλες και τα όμορφα αγόρια. Αυτό που νομίζω ότι αναμένει ο θεατής που έρχεται στο θέατρο είναι να ανοίξει την ψυχή του πρώτα ο ηθοποιός, γιατί ίσως τότε καταφέρει να ανοίξει και εκείνος τη δική του. Για αυτό έρχεται, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι. Οπότε, εάν εσύ πάνω στη σκηνή καμώνεσαι τον ωραίο ή επιδεικνύεις την τεχνική σου, θα το καταλάβει αμέσως και θα σε βαρεθεί, θα τον χάσεις».

Αραγε, έχει σκεφτεί ποτέ να εγκαταλείψει το θέατρο; «Οχι, αλλά έχω αναρωτηθεί πολλές φορές εάν κάνω για ηθοποιός. Ακόμη αναρωτιέμαι, δηλαδή. Το ταλέντο δεν είναι κάτι που το κουβαλάς στο τσεπάκι σου. Ερχεται, σε ακουμπάει, σε δοκιμάζει, σε τεστάρει. Αν δεν κάνεις δύο βήματα μπροστά, σε χαιρετάει».

«Μα δεν γίνεται να αμφιβάλλετε ακόμα και σήμερα που έχετε δημιουργήσει μεγάλο «όνομα» ως ηθοποιός» αντιτείνω. Χαμογελά. «Υπάρχουν πολλοί λόγοι που αποκτά κανείς ένα «όνομα». Μπορεί να σε μάθουν εξαιτίας της προσωπικής σου ζωής ή από μία επιτυχία. Για να μην κοροϊδευόμαστε, αυτό που ονομάζεται «όνομα» χτίζεται κυρίως μέσα από την τηλεόραση. Προσωπικά έκανα αυτές τις δύο σειρές, το «Ακρως οικογενειακό» και τον «Βίο ανθόσπαρτο» και με έμαθε το ευρύ κοινό. Από εκεί και πέρα, εάν θα σε αναζητήσει κάποιος στο θέατρο έχει να κάνει με την προσωπική δουλειά, με τις επιλογές σου, με τα ρίσκα που θα πάρεις κάθε φορά. Στη δουλειά μας ποτέ δεν φτάνεις κάπου. Ανεβαίνεις το βουνό και ύστερα είναι η επόμενη κορυφή».

INFO «Festen», από Τετάρτη έως Κυριακή στο θέατρο Αλμα (Ακομινάτου 15-17 & Αγ. Κωνσταντίνου, Μεταξουργείο)